Στο Quantico της Βιρτζίνια, η συνάντηση του Αμερικανού Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, παρουσία του Προέδρου Τραμπ με άνω των 800 Ανωτάτων και Ανωτέρων Στελεχών των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, σηματοδότησε την απαρχή ενός νέου πλαισίου Πολιτικο-Στρατιωτικών Σχέσεων (CMR -Civil Military Relations) στις ΗΠΑ.
Ένα πλαίσιο το οποίο διαρκώς βρισκόταν υπό συνεχή προσαρμογή και αναδιαμόρφωση κατά τη Μεταψυχροπολεμική Εποχή, καθώς η πλειοψηφία των αμερικανικών πολιτικών ελίτ θέλησε αρχικά να αποτρέψει ένα νέο παρεμβατικό δόγμα τύπου Weinberger κατά το οποίο Ανώτατοι Στρατιωτικοί θα παρέκαμπταν ή θα υπονόμευαν την επεκφρασμένη και εφηρμοσμένη αμερικανική εξωτερική πολιτική εκείνης της περιόδου.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, διαπιστώθηκε ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ τόσο αναφορικά με την ενδεδειγμένη υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ όσο και κυρίως με τον βαθμό επιρροής που είχαν οι στρατιωτικές ελίτ στην χάραξη της στρατηγικής σχεδίασης και στην διαδικασία άσκησης και εφαρμογής πολιτικής (policy making process) σε μείζονα στρατηγικά θέματα.
Το διαρκές ζητούμενο των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στις ΗΠΑ, ήταν αφενός η βέλτιστη εναρμόνιση των αναγκών του Στρατεύματος με τις πολλαπλές απαιτήσεις που υπαγόρευε η στρατηγική του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας και στη συνέχεια η λεγόμενη Στροφή στον Ειρηνικό και αφετέρου η αναζήτηση ενός εκσυγχρονισμένου ρυθμιστικού μοντέλου που θα δύνατο να συγκεράσει τις αποκλίνουσες τάσεις στον στρατηγικό σχεδιασμό μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ.
Καθώς διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτικές στρατηγικής υπερ-επέκτασης με πολύ αμφίβολα στρατηγικά αποτελέσματα, το χάσμα μεταξύ του Στρατεύματος και των πολιτικών ελίτ ολοένα και διευρύνθηκε, με τη κυβέρνηση Obama να προσπαθεί να ελέγξει την επιρροή των Στρατιωτικών στο NSC τοποθετώντας πολίτες ως principals σε θέσεις κλειδιά του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας, προκαλώντας δυσφορία στα ανώτατα στρατιωτικά κλιμάκια των ΗΠΑ.
Κατά τη πρώτη θητεία Τραμπ επήλθε σφοδρή σύγκρουση με Ανώτατους Αξιωματικούς των Αμερικανικών ΕΔ (Mattis , Macmaster)να εκφράζονται με επικριτικά σχόλια δημόσια επί των πολιτικών που ακολουθούσε η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ κυρίως των επιχειρούμενων παρεμβάσεων σε στρατιωτικά θέματα στρατηγικού χαρακτήρα.
Ακολούθησε η θητεία Μπάιντεν, στην οποία επιχειρήθηκε μια περαιτέρω θεσμοποίηση των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων αλλά η προώθηση ενός δικαιωματιστικού μοντέλου σε συνδυασμό με τις υπέρογκες απαιτήσεις της πολιτικής της Διπλής Ανάσχεσης Ρωσίας-Κίνας , κλόνισε εκ νέου το υφιστάμενο πολιτικοστρατιωτικό πλαίσιο καθώς παρατηρήθηκε αναντιστοιχία στόχων και μέσων εν καιρώ οικονομικής στασιμότητας.
Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί το εξής:
Τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις αποπειράθηκαν να χρησιμοποιήσουν στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων για να ενισχύσουν το προφίλ τους και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.
Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών διεργασιών ήταν η κυρίαρχη δυσαρέσκεια έκδηλη ιδίως στα μεσαία στελέχη των αμερικανικών ΕΔ αλλά και η διαμόρφωση μιας κουλτούρας φαβοριτισμού εντός της στρατιωτικής ιεραρχίας γεγονός που δημιούργησε τριγμούς εντός του στρατιωτικού.συμπλέγματος.
Το μοντέλο που προτάθηκε από Τραμπ και Χέγκσεθ παραπέμπει σε Σιδερένιο Έλεγχο των Αμερικανικών ΕΔ.(Iron control of the Military) από τη τωρινή κυβέρνηση των ΗΠΑ προς εξυπηρέτηση του δόγματος Peace through Strength αλλά και του επικείμενου δόγματος αντιμετώπισης ενός Εχθρού εντός των Πυλών ( The Enemy Within).
Τοιουτοτρόπως το μοντέλο των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στις ΗΠΑ εξελίσσεται σε μια ιδιότυπη Επιστασία (Stewardship) στην οποία οι Ένοπλες Δυνάμεις αποκτούν και πολιτικό ρόλο εμμέσως αλλά ταυτόχρονα ο στρατηγικός ρόλος τους στη χάραξη πολιτικής μειώνεται κ άλλο ενώ αντίθετα αυξάνεται ο ρόλος τους σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, η μετονομασία του Υπουργείου Άμυνας σε Υπουργείο Πολέμου αλλάζει τη σημειολογία των αμερικανικών ΕΔ, η οποία επιστρέφει σε προ του Ψυχρού Πολέμου συμβολισμό, απεμπολώντας τοιουτοτρόπως τον ανασχετικό χαρακτήρα των ΕΔ (Η μετατροπή του War Department σε Department of Defense το 1947 συνέβη για τον υπερτονισμό της Ανάσχεσης κατά το πρότυπο του Kennan) και ενισχύοντάς τον με επιθετικότερη δομή (Aggressive posture).
Επιπρόσθετα το πολεμικό ήθος ( Warrior ethos) που προτάθηκε προσεγγίζει μια πτυχή του μάχεσθαι που παραπέμπει στην Περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Και αυτό γιατί προωθεί, πέραν των παραδοσιακών αξιών που διέπουν τον κώδικα του Επαγγελματισμού των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, και πολιτικά προτάγματα όπως την επίκληση στην Αφοσίωση στη Διατήρηση και Προστασία του Αμερικανικού Έθνους και Ιδεώδους παραπλήσια με τη διακήρυξη του Λίνκολν (Preserve the Union).
Ο νέος πολεμικός κώδικας αναφέρεται σαφώς στην Κλασική Αμερικανική Στρατιωτική Παράδοση εμπεριέχοντας την έννοια του lethality ένα δομικό στοιχείο του ολιστικού -υβριδικού Πολέμου στον 21ο αιώνα.
Το πλαίσιο συνεπώς του Ολιστικού /Υβριδικού Πολέμου στον 21ο αιώνα το οποίο θολώνει τα όρια μεταξύ Ειρήνης και Πολέμου , Εξωτερικού και Εσωτερικού Εχθρού επιβάλλει μια κουλτούρα απεμπόλησης μεταμοντέρνων προτύπων και επιστροφής σε πιο παραδοσιακούς κώδικες.
Η φονικότητα των αμερικανικών ΕΔ υπερτονίζεται ως ένδειξη πραγματικής ισχύος.
Το δόγμα Peace through Strength όπως παρουσιάστηκε στο Quantico αναφέρεται σε φονική στρατιωτική ισχύ.
Αποτελεί αναντίρρητη παραδοχή ότι συμβαδίζει με την εναρμόνιση των ΗΠΑ σ ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα στο οποίο η πυγμή δια της στρατιωτικής ισχύος είναι το ενδεδειγμένο “νόμισμα” που έχει αντίκρισμα.
Η επισήμανση σε Εχθρό εντός των Πυλών επιβάλλει την συσπείρωση γύρω από τον Πρόεδρο Τραμπ (Rally around the Flag) και οδηγεί στην μετεξέλιξη μονάδων των αμερικανικών ΕΔ σε σιδηρούν χέρι (iron hand) και για ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας σε ad hoc βάση (ειδικά τις μονάδες εκπαιδευμένες σε Counterinsurgency Ops -COIN).
Είναι η πρώτη φορά, μετά, τη φάση της Ανοικοδόμησης (Reconstruction) στις ΗΠΑ που η εσωτερική πολιτική πόλωση, δημιουργεί ένα καθεστώς ασφυκτικό για το Στράτευμα το οποίο δια της Αποστολής του και δια του Επαγγελματισμού του πρέπει να διατηρεί καθεστώς μη ανάμειξης σε πολιτικές αντιπαλότητες( bipartisanship).
Εν κατακλείδι, η συνάντηση στο Quantico δύναται να λειτουργήσει ως ένα εφαλτήριο από το οποίο θα προκύψει ένας μετασχηματισμός των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων εκ νέου σε μια δύναμη που θα αναλάβει να φέρει εις πέρας επιχειρήσεις πλήρους φάσματος κατανικώντας κάθε πιθανό αντίπαλο αν κι εφόσον χρειαστεί.
Ο Χέγκσεθ επανέλαβε το περίφημο ρητό του Βεγέτιου: Si vis pacem para bellum (Αν θέλεις ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο»
Περισσότερο όμως το χομπσιανό απόφθεγμα bellum omnium contra omnes (πόλεμος όλων εναντίον όλων) ενδείκνυται για να περιγράψει την εχθροπάθεια εντός του πολιτικού συμπλέγματος των ΗΠΑ. Μια εχθροπάθεια που ταλανίζει το υφιστάμενο πλαίσιο των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στις ΗΠΑ.