Με αφορμή την 51η επετείο από την Ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ μια συνοπτική εικόνα για τα επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ στο κοινωνικό πεδίο, αλλά και τις καταστροφές που προκάλεσε στην οικονομία και το παραγωγικό μοντέλο ήδη από την δεκαετία του ’80, των «ένδοξων» χρόνων του Ανδρέα. Αποσπάσματα σελ. 36-37 και 43-46. Από το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ
Κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως επικεφαλής μιας ισχυρής κοινωνικής συμμαχίας των «μικρομεσαίων», δηλαδή των λαϊκών, εργατικών και αγροτικών τάξεων, καθώς και ενός μεγάλου μέρους των κατώτερων μεσαίων βιοτεχνικών και εμπορικών στρωμάτων. έτσι, στις εκλογές του 1981, θα αποσπάσει το 48% των ψήφων ενώ σε εκείνες του 1985 το 45,8%.
Αυτή η κοινωνική συμμαχία απαιτούσε «ισονομία», δηλαδή ενίσχυση του υποτυπώδους κοινωνικού κράτους και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ενίσχυση των εισοδημάτων, καθώς και πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό, δεδομένου ότι το κράτος, σε όλη τη μετεμφυλιακή, αλλά ακόμα και κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, αποτελούσε λάφυρο των νικητών του εμφυλίου.
Μάλιστα, με την έλευση του ΠΑΣΟΚ, η άρση των αποκλεισμών θα συνοδευτεί από τη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού ο οποίος, από 300.000 άτομα στα 1980, και 7-8% του ενεργού πληθυσμού, θα περάσει στις 600.000 δέκα χρόνια αργότερα – για να ξεπεράσει το εκατομμύριο στη δεκαετία του 2000 και το 23% του ενεργού πληθυσμού. Όσο για τους πολίτες που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας, αυτοί μειώθηκαν κατά 300 χιλιάδες, από 2,1 εκατομ. το 1980, σε 1,8 εκατ. το 1986, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε βάσιμα πως, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1989, θα κλείσει οριστικά και το χάσμα ανάμεσα στις προσφυγικές και μικρασιατικές μάζες, συνδεδεμένες με τον βενιζελισμό και την Αριστερά, και το «παλαιοελλαδίτικο» κατεστημένο του στρατού και του κρατικού μηχανισμού. Ίσως δε η στρατιωτική χούντα να αποτέλεσε την τελευταία έκφραση της εμφυλιοπολεμικής και «παλαιοελλαδίτικης» βασιλικής παράταξης. [Άλλωστε και η ηγετική ομάδα των συνταγματαρχών της στρατιωτικής δικτατορίας καταγόταν από την «παλαιά Ελλάδα».
Ο Παπαδόπουλος, ο Ρουφογάλης, ο Λαδάς από την Πελοπόννησο, ο Μακαρέζος από τη Στερεά Ελλάδα και ο Ιωαννίδης από την Αθήνα.] Μέσα στη χοάνη της μεταπολίτευσης, με την αστικοποίηση και την ανάμειξη πληθυσμών από όλες τις γωνιές της παλιάς και νέας Ελλάδας, καθώς και με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, θα λάβει τέλος εν τοις πράγμασι, 60 ή 70 χρόνια μετά το 1920, ο παλαιός εθνικός διχασμός αν όχι ακόμα και ο εμφύλιος.
Η πρώτη κρίση
Το μοντέλο ΠΑΣΟΚ εισήλθε σε κρίση ήδη το 1985, μπροστά στα αδιέξοδα ενός κοινωνικού κράτους με τη συνακόλουθη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού, που δεν στηριζόταν στην αναδιανομή παραγόμενου πλούτου, αλλά κατ’ εξοχήν στον δανεισμό, και μάλιστα σε συνθήκες ιδιαίτερα χαμηλής ανάπτυξης (που επιβραδύνθηκε κατά την περίοδο 1981-89 σε λιγότερο από 1% ετησίως).
Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να επιβάλει μια πρώτη πολιτική λιτότητας, θα διορίσει υπουργό Οικονομικών τον Κωνσταντίνο Σημίτη, οπαδό ήδη μιας πιο σφιχτής οικονομικής πολιτικής, και θα οδηγηθεί σε σύγκρουση με τα συνδικάτα, η οποία είχε ως συνέπεια μια, έστω πρόσκαιρη, διάσπαση του ΠΑΣΟΚ από τον Γεράσιμο Αρσένη[1], ενώ οι υψηλές αυξήσεις του κατώτατου μισθού της περιόδου 1982-1983 θα εξανεμιστούν από τον πληθωρισμό.
Η θεαματική αύξηση των μισθών, των ημερομισθίων και των συντάξεων στόχο είχε να ικανοποιήσει τα αιτήματα των εργαζομένων και να ενισχύσει τη ζήτηση. Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση το 1981, 13,5%, το 1982 18,5% και το 1984 8,53%. Λόγω του μέσου ετήσιου πληθωρισμού της πενταετίας 1981-1985, ύψους 20,7%, αυτές οι αυξήσεις εξανεμίστηκαν ταχύτατα… Το ΑΕΠ, αντί να αυξηθεί, παρέμεινε στάσιμο κατά την πενταετία 1981-1985[2].
Αναδείχθηκαν οι βαθύτατες παθογένειες του ελληνικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Το ΠΑΣΟΚ δεν μετασχηματίζει την υφή του κράτους, από πελατειακό σε αναπτυξιακό, απλώς το διογκώνει, με αποτέλεσμα ο εξισωτισμός, αντί να ωθεί την ελληνική κοινωνία προς μια δικαιότερη αναδιανομή, στηριγμένη στην παραγωγή, να καταλήγει σε ένα σπάταλο πελατειακό κράτος. Συνέπεια αυτού ήταν η γενίκευση της διαφθοράς, στην οποία ενεπλάκησαν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα μικρομεσαίων – και όπως έχει προσφυώς ειπωθεί, έστω και καθ’ υπερβολήν, «η μόνη κοινωνικοποίηση την οποία έφερε επιτυχώς εις πέρας το ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνικοποίηση της διαφθοράς».
Η νίκη του ΠΑΣΟΚ μεταφράστηκε από τους χιλιάδες οπαδούς που κινητοποιήθηκαν για το κόμμα και ιδίως για την εκλογή των βουλευτών ως αλλαγή του κατόχου του προνομίου των διορισμών. Η νέα κυβέρνηση έπρεπε πλέον να ανοίξει τις θέσεις σε όσους προηγουμένως ήταν αποκλεισμένοι, στους πολλούς που δεν γνώρισαν ποτέ καμία εύνοια. Το ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε το αίτημα να εξυπηρετήσει τους νεοεμφανισθέντες πελάτες του[3].
Συναφώς, κατά τη δεκαετία του 1980, οι δημόσιες δαπάνες θα εκτιναχθούν από το 29% στο 49%, του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος θα τριπλασιαστεί από το 28%, το 1980, στο 89% το 1990. Καθώς τα κρατικά έσοδα θα φθάσουν μόλις το 31% του ΑΕΠ, το 1990, και τα έξοδα το 45,2%, το έλλειμμα θα προσεγγίσει το 14,2%, ανάλογο με εκείνο του 2009[4].
Τελικώς, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος πραγματοποιούσε τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στηριζόμενος στην ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγικής δυναμικής της χώρας, και τον οποίο προέβαλλε ως πρότυπο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο ίδιος θα προχωρήσει στη δημιουργία κοινωνικού κράτους με υπερβολικό δανεισμό και υπέρμετρη διόγκωση του κράτους.
Ως συνέπεια αυτών των εξελίξεων, η ελληνική οικονομία αρχίζει να εξαρτάται όλο και πιο παρασιτικά από την Ευρώπη, σε έναν φαύλο κύκλο που θα διογκωθεί μέχρι καταστροφής στη δεκαετία του 2000: διαρκής αύξηση των εισαγωγών βιομηχανικών αλλά και αγροτικών προϊόντων από τις ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας και της κατάργησης των δασμών. αποβιομηχάνιση, μια και η ελληνική βιομηχανία δεν κατόρθωσε να αναβαθμιστεί τεχνολογικά ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. αυξανόμενο έλλειμμα. αυξανόμενες εισροές πόρων και εξάρτηση από την ΕΟΚ/ΕΕ.

[1] Βλ. Γεράσιμος Αρσένης, Πολιτική κατάθεση, Οδυσσέας, Αθήνα 1987.
[2] Κ. Σημίτης, Δρόμοι ζωής, ό.π., σ. 288.
[3] Κ. Σημίτης, Δρόμοι ζωής, ό.π., σ. 294.
[4] Βλ. Γεώργιος Οικονόμου, Ισαάκ Σαμπεθάι, Γεώργιος Συμιγιάννης (επιμ.), Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, Ιούλιος 2010. Βλ. και www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/Ισοζύγιο_Τρέχουσων_Συναλλαγών.pdf.