«Είμαι βαθιά χαρούμενος που τιμήθηκα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας – κυρίως επειδή αυτή η διάκριση αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία υπάρχει αφ’ εαυτής, πέρα από διάφορες μη λογοτεχνικές προσδοκίες, και ότι εξακολουθεί να διαβάζεται. Και για εκείνους που τη διαβάζουν, προσφέρει μια ελπίδα ότι η ομορφιά, η ευγένεια και το υπέρτατο μεγαλείο εξακολουθούν να υπάρχουν χωρίς να υπηρετούν κανέναν σκοπό. Ίσως να προσφέρει ελπίδα ακόμη και σε όσους η ίδια η ζωή μόλις και μετά βίας τρεμοσβήνει. Εμπιστοσύνη – ακόμα κι αν δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος για αυτήν».
Αυτή είναι η δήλωση του Λάσλο Κρασναχορκάι, νικητή του φετινού Νόμπελ Λογοτεχνίας –ίσως του πιο δίκαιου Νόμπελ Λογοτεχνίας των τελευταίων ετών– προς τους αναγνώστες του.
Μία δήλωση τόσο ουσιαστική, λέξη προς λέξη -μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας έζησε την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ το 1987 έφυγε από την Ουγγαρία για να εγκατασταθεί στο Δυτικό Βερολίνο, όπου, όπως είπε, βρήκε «ένα δημοκρατικό κλίμα» που δεν είχε ξαναζήσει– που ενώ δεν ξέρεις ποιά φράση να πρωτοδιαλέξεις για να φωτίσεις, στο τέλος σε αφοπλίζει: Παρότρυνση για εμπιστοσύνη σε μία εποχή που θεσμοί και πρόσωπα έχουν πλήρως αποδομηθεί;
Σε κάθε περίπτωση, για όσους ανακαλύπτουν τώρα τον Λάσλο Κρασναχορκάι με αφορμή το Νόμπελ, τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί στα ελληνικά το βιβλίο του με τίτλο «Πάει και το Φραντζολάκι» (μετάφραση από τα ουγγρικά Μανουέλα Μπέρκι). Όπως μάθαμε από τις εκδόσεις Πόλις, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο τυπογραφείο.
Κεντρικός ήρωας του νέου μυθιστορήματος του είναι ο 91χρονος Γιόζι Κάντα, ο οποίος μάταια έκανε τα πάντα για να εξαφανιστεί από τα μάτια του κόσμου. Οι οπαδοί του, όμως, καταφέρνουν να τον εντοπίσουν σ’ ένα χωριό της Ουγγαρίας. Ο Κάντα, συνταξιούχος ηλεκτρολόγος, έχει στο αίμα του το ινκόγκνιτο, η οικογένειά του κρατάει μυστική την καταγωγή της εδώ και αιώνες και, προς το παρόν, ούτε κι ο ίδιος θέλει να μαθευτεί ευρέως ότι, σαν απόγονος του Τζένγκις Χαν και του Μπέλα Δ΄, θα μπορούσε να διεκδικήσει τον ουγγρικό θρόνο ως Ιωσήφ Α΄ του οίκου των Άρπαντ. Δεν θέλει ωστόσο να αναμειχθεί στην πολιτική: δηλώνει ότι δεν θέλει να ταΐσει άλλο τη φωτιά, αλλά να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.

Τι λένε όμως γι’ αυτό οι ενθουσιώδεις μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται αιθεροβάμονες βασιλόφρονες αλλά και επίδοξοι τρομοκράτες; Και γενικά: μπορεί κανείς να προλάβει ποτέ το μοιραίο;
Στο νέο του σατιρικό μυθιστόρημα –μετά τη Νέα Υόρκη, τη Δαλματία και τη Θουριγγία– επιστρέφει σε μια καρναβαλική Ουγγαρία. Όλοι είναι βυθισμένοι στο τέλμα: ο γερο-βασιλιάς με το εξοχικό του σπιτάκι αλλά και οι φιλοξενούμενοί του που εμφανίζονται από το πουθενά, ανάμεσά τους και ένας περιπλανώμενος μουσικός ονόματι Λάσλο Κρασναχορκάι. Και πού να βρίσκεται στο μεταξύ το Φραντζολάκι, το σκυλί-φύλακας του Γιόζι; Θα χαθεί στην ομίχλη; Ή θα παραμείνει μαζί μας για πάντα;