Ο κορυφαίος ηθοποιός, βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης και συνιδρυτής του Φεστιβάλ Sundance, Ρόμπερτ Ρέντφορντ πέθανε το πρωί της Τρίτης 16 Σεπτεμβρίου, στην κατοικία του στην Γιούτα, περιτριγυρισμένος από τους αγαπημένους του.

Τη μεγάλη απώλεια ανακοίνωσε η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων Σίντι Μπέργκερ στους New York Times, σύμφωνα με την οποία, ο εξαιρετικός ηθοποιός, ο οποίος απεβίωσε σε ηλικία 89 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή στον ύπνο του. Περισσότερες πληροφορίες δεν έχουν δοθεί προς το παρόν.

Advertisement
Advertisement

Βραβευμένος με δύο Όσκαρ, το πρώτο το 1980 για τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (Ordinary People) και το δεύτερο το 2002 για τη συνολική του προσφορά στο σινεμά, ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε σε ταινίες που άφησαν εποχή, όπως μεταξύ άλλων, «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» για το Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ», «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα», «Πέρα από την Αφρική», «Το Κεντρί», «Τα Καλύτερα μας Χρόνια».

Πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Μάρτιο, σε μια κίνηση που αιφνιδίασε τους πάντες, ακόμη και τo ίδιο το Xόλιγουντ, ο εμβληματικός ηθοποιός, μετά από παύση έξι ετών από την υποκριτική, έκανε μια σύντομη αλλά αξιομνημόνευτη εμφάνιση στην πρεμιέρα της τρίτης σεζόν του γουέστερν «Dark Winds», που έμελλε να ειναι η τελευταία του: Υποδύθηκε έναν κρατούμενο μαζί με τον συγγραφέα του «Game of Thrones» Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν. 

Στην εν λόγω σκηνή, οι δυό τους παίζουν σκάκι στο μικρό κελί μιας φυλακής. Τα γυρίσματα είχαν γίνει κεκλεισμένων των θυρών, κατόπιν αιτήματος του Ρέντφορντ.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, σε μια φτωχή οικογένεια, με καταγωγή βρετανική, αγγλική, σκωτσέζικη και ιρλανδική και μεγάλωσε σε μια γειτονιά με πολλούς μετανάστες. Οι γονείς του, Τσαρλς Ρέντφορντ και Μάρθα Χαρτ, παντρεύτηκαν τρεις μήνες μετά τη γέννηση του. Ο πατέρας του εργαζόταν ως γαλατάς. Αργότερα έγινε λογιστής και προσελήφθη στην Standard Oil. Η μητέρα του πέθανε το 1955, όταν ο Ρόμπερτ ήταν 18 ετών, όπως είχε πει ωστόσο, σε συνέντευξη του το 2014 στο The Hollywood Reporter, ο πατέρας του δούλευε πολλές ώρες και δεν τον έβλεπε πολύ όταν ήταν μικρός. Πιτσιρικάς ήταν μάλλον ιδιαιτέρως ζωηρός. Έκανε μικροκλοπές και έπινε, ενώ χάζευε τους σταρ του σινεμά έξω από τα στούντιο της Fox. 

Η επιθυμία να ασχοληθεί με την υποκριτική γεννήθηκε όταν άφησε το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο -όπου μπήκε με υποτροφία κυρίως χάριν στο ταλέντο του στο μπέιζμπολ- και μετά τον θάνατο της μητέρας του αποφάισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Επηρεάστηκε βαθιά από τις εμπειρίες του στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. «Ήταν η πρώτη φορά που ανέπτυξα κάποιο είδος πολιτικής άποψης, γιατί η πολιτική δεν με ένοιαζε καθόλου παλαιότερα», είχε πει.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, σπούδασε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών και έκανε το ντεμπούτο του στην οθόνη το 1960 σε ένα επεισόδιο της σειράς Maverick του ABC. Τρία χρόνια αργότερα, απέσπασε υποψηφιότητα για Emmy για την ερμηνεία του στη σειρά Alcoa Premiere, και πρωταγωνίστησε στο έργο του Νιλ Σάιμον «Ξυπόλητοι στο Πάρκο»-σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς-, σε μία παράσταση που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ και συζητήθηκε, την οποία αργότερα έκανε ταινία μαζί με τη Τζέιν Φόντα.

Advertisement

Στη συνέχεια, όπως είχε αποκαλύψει σε συνεντεύξεις του, απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Ο Πρωτάρης», που τελικά ερμήνευσε ο Ντάστιν Χόφμαν, ενώ πήρε στα σοβαρά μία συμβολή που του είχε δώσει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν: «Κάνε μόνο καλές δουλειές».

Έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με το «Tall Story» (1960). Ακολούθησε το «Inside Daisy Clover» (1965), που του χάρισε μια Χρυσή Σφαίρα. Ήταν σταρ, αλλά όχι ακόμη σούπερ σταρ. Αυτό άλλαξε το 1969 όταν ενσάρκωσε τον Sundance Kid στην ταινία «Butch Cassidy and the Sundance Kid» με τον επίσης, κορυφαίο Πολ Νιούμαν, αναλαμβάνοντας έναν ρόλο που είχαν απορρίψει οι Τζακ Λέμον, Γουόρεν Μπίτι και Στιβ ΜακΚουίν.

Σε ηλικία 40 ετών αποφασίζει να σκηνοθετήσει. Το 1980 θα κερδίσει και το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την εξαιρετική ταινία «Συνηθισμένοι Άνθρωποι».

Advertisement

Έπαιξε στο πολιτικό δράμα «Ο Υποψήφιος» του Μάικλ Ρίτσι, ενώ με τον Πολ Νιούμαν θα καταγράψουν λίγο μετά, με το κλασικό, κεφάτο γκανγκστερικό φιλμ «Το Κεντρί» και πάλι του Χιλ, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Θα πρωταγωνιστήσει στο πολιτικό θρίλερ «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» του Σίντνεϊ Πόλακ και την επόμενη χρονιά στο πολιτικό θρίλερ «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου», μαζί με τον Ντάστιν Χόφμαν.

Μετά το «Μπρουμπέικερ» του Στίβεν Ρόζεμπεργκ, θα γίνει «Ο Ηλεκτρικός Καβαλάρης», ενώ θα πρωταγωνιστήσει στο αξέχαστο ρομαντικό δράμα εποχής «Πέρα από την Αφρική» και πάλι του Πόλακ, με την Μέριλ Στριπ. Θα σκηνοθετήσει και θα πρωταγωνιστήσει στον «Γητευτή των Αλόγων», ενώ θα εκτοξεύσει τη γοητεία του στην «Αβάνα», κρύβοντας τις αδυναμίες της ταινίας. Είναι ο αντισυμβατικός και με τις δικές του αξίες, στο κατασκοπικό θρίλερ «Παιχνίδι Κατασκόπων», ενώ δεν θα διστάσει να βγάλει τα άπλυτα της δημοσιογραφικής ψευτοαριστεράς στη φόρα, με το «Λέοντες Αντί Αμνών» ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, μαζί με τη Στριπ και τον Τομ Κρουζ.

Στην τελευταία ταινία του, ως πρωταγωνιστής, «Ο Κύριος και το Όπλο» (2018), θα συνοψίσει την καριέρα του, με μια απολαυστική, παλιομοδίτικη και συγκινητικά σινεφίλ αναφορά στο τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

Advertisement

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έγινε πατέρας σε νεαρή ηλικία και απέκτησε τέσσερα παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, Lola Van Wagenen, την οποία είχε γνωρίσει όταν ήταν 17χρονη φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο. Χώρισαν το 1985. Ο ένας γιος του, ο Σκοτ, πέθανε σε ηλικία 2 1/2 μηνών από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου το 1959, αφήνοντας τον Ρέντφορντ να νιώθει ενοχές, παρόλο που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο άλλος γιος του, Τζέιμι, πέθανε τον Οκτώβριο του 2020 από καρκίνο του χοληδόχου πόρου στο ήπαρ. Το 2009 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Σίμπιλ Ζάγκαρς.

Πολιτικοποιημένος και ευαισθητοποιημένος στα ζητήματα του περιβάλλοντος, ο εξόχως γοητευτικός Ρόμπερτ Ρέντφορντ αφήνει πίσω του, πέρα από τις ερμηνείες του και τις ταινίες που σκηνοθέτησε, μία σημαντική παρακαταθήκη για τη δημιουργική ελευθερία στο σινεμά, με το Φεστιβάλ Sundance, το οποίο σύστησε στο κοινό από τον Κουέντιν Ταραντίνο και τον Στίβεν Σόντερμπεργκ μέχρι τον Ντάρεν Αρονόφσκι και τον Γουές Άντερσον.

Advertisement