«Λατρεύω την Ελλάδα και τους Ελληνες».
Η δήλωση ανήκει στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σήμερα, 16 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 89 ετών.
Το 1967 είχε ζήσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Κρήτη (!) πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στην ενδοχώρα στο πλαίσιο ταξιδιού του στην Ευρώπη με τη στάση στην Ισπανία να προηγείται, μεταξύ άλλων, της χώρας μας. Μάλιστα, όπως είχε εξομολογηθεί σην εφημερίδα Το Βήμα και τον Γιάννη Ζουμπουλάκη (2013) προσπάθησε να πείσει την οικογένειά του να ζήσουν σε μια … σπηλιά στα Μάταλα.
Στην πραγματικότητητα, ο ίδιος ανδρώθηκε ως «ταξιδευτής». «Εχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου. Προτού ακόμη γίνω ηθοποιός. Ενιωσα ότι τα ταξίδια θα ήταν η πραγματική εκπαίδευσή μου», ανέφερε στην ίδια συνέντευξη. Δεν τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής. Βαριόμουν. Το βλέμμα μου, οι σκέψεις μου, η φαντασία μου ήταν διαρκώς έξω από το παράθυρο. Βαριόμουν να βλέπω κάποιον να μιλάει όρθιος. Ηθελα απλώς να… φύγω. Πήγα στο Κολέγιο και στον έναν χρόνο μού ζητήθηκε να το αφήσω (χαμόγελο). Και τότε, περίπου στα 18 μου, κάτι μέσα μου μού είπε ότι η εκπαίδευσή μου βρισκόταν εκεί έξω, στον κόσμο. Στην εμπειρία από τους άγνωστους πολιτισμούς. Και αυτό έκανα».
«Ταξίδεψα στην Ευρώπη για να κατανοήσω την Αμερική»
Ο άνθρωπος του οποίου οι επιτυχημένες ταινίες συχνά βοήθησαν την Αμερική να κατανοήσει τον εαυτό της μπόρεσε, όπως ανέφερε στην ίδια συνέντευξη, να αντιληφθεί μια ευρύτερη εικόνα της Αμερικής μέσα από τα ταξίδια του αυτά. «Οταν ήμουν νέος τη δεκαετία του ’50, η πατρίδα μου ήταν βουτηγμένη στην προπαγάνδα. Προπαγάνδα για το πόσο σπουδαίοι ήμασταν εμείς οι Αμερικανοί που είχαμε κερδίσει τον πόλεμο, για τη χώρα με τις πολλές ευκαιρίες μπλα… μπλα… μπλα… Πίσω από καθετί κρυβόταν μια πολύ βαριά προπαγάνδα. Και το αποδεχόσουν. Πηγαίνοντας στην Ευρώπη είδα μια διαφορετική εικόνα της πατρίδας μου, μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Και όπου πήγαινα αυτή η εικόνα είχε και μια ιδιαιτερότητα. Στη Φλωρεντία, στο Παρίσι, στη Μαγιόρκα, στη Βαρκελώνη. Ολες αυτές οι πόλεις είχαν το δικό τους χρώμα».
Φεστιβάλ Sundance: «Θέλω οι άνθρωποι με τις τσάντες δώρων και οι Πάρις Χίλτον να φύγουν για πάντα»
Το 1981, ίδρυσε το Sundance Institute, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό αφιερωμένο στην ανακάλυψη, εξέλιξη κι ανάδειξη των νέων κινηματογραφικών φωνών. Το 1984 ανέλαβε ένα κινηματογραφικό Φεστιβάλ που αντιμετώπιζε προβλήματα στην Γιούτα και λίγα χρόνια αργότερα το μετονόμασε προς τιμήν του Ινστιτούτου αυτού. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ διαμαρτυρήθηκε πικρά για τον εμπορικό κυκεώνα που δημιούργησε το φεστιβάλ, καθώς ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε από μερικές εκατοντάδες στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε περισσότερους από 85.000 το 2025.
«Θέλω οι μάρκετινγκ-επιδρομείς — οι μάρκες βότκας, οι άνθρωποι με τις τσάντες δώρων και οι Πάρις Χίλτον — να φύγουν για πάντα», είχε δηλώσει σε έναν δημοσιογράφο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ του 2012. «Δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει εδώ!»
Το χαμένο Οσκαρ ερμηνείας: «Το Χόλιγουντ είναι αυτό που είναι: μπίζνες!»
Στην παραδοσιακή τελετή έναρξης του Φεστιβάλ του Sundance το 2014 ο Ρέντφορντ είχε σχολιάσει την απουσία του από τα Όσκαρ της χρονιάς, κάτι που όπως είπε δεν αποτέλεσε τόσο μεγάλη έκπληξη για εκείνον – να σημειώσουμε ότι ο, βραβευμένος δις με Οσκαρ Ρέντφορντ, το πρώτο το 1980 για τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (Ordinary People) και το δεύτερο το 2002 για τη συνολική του προσφορά στο σινεμά, ακουγόταν ότι είχε σίγουρη τη θέση του στην χρυσή πεντάδα της Ακαδημίας για την ερμηνεία του στο «Όλα χάθηκαν» (All is lost ) του 2013 ενσαρκώνοντας έναν ηλικιωμένο ιστιοπλόο που έπειτα από ένα ατύχημα με το σκάφος του στον Ινδικό ωκεανό, προσπαθεί να επιβιώσει παλεύοντας με τη θάλασσα..
Στην συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει ο ηθοποιός, είχε κατηγορήσει ανοιχτά τους διανομείς της ταινίας λέγοντας: «Το Χόλιγουντ είναι αυτό που είναι: μπίζνες! Και έτσι όταν έρχεται η ώρα να ψηφιστούν οι ταινίες όλα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εκστρατείες προώθησης. Στην περίπτωση μας νομίζω ότι υποφέραμε λίγο από την διανομή. Οι διανομείς μας – δεν ξέρω γιατί – δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα! Φοβήθηκαν, ήταν απλώς ανίκανοι, δεν ξέρω!»
Στην πραγματικότητα είχε αναφερθεί ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που τελικά του στέρησε την υποψηφιότητα στα Όσκαρ πιθανώς να ήταν η απροθυμία του να την προωθήσει σε «μαζικά» Φεστιβάλ και οι μετρημένες συνεντεύξεις που είχε δώσει.
«Χωρίς διαλόγους νιώθω αληθινός ηθοποιός»
Η ταινία Ολα χάθηκαν, ωστόσο, όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο Hiollywood Reporter, του είχε δώσει μια θαυμάσια ευκαιρία να επιστρέψει στις ρίζες του. «Αφαιρώντας τους διαλόγους και τα ειδικά εφέ, κάναμε καθαρό σινεμά!» είχε δηλώσει. Ένα στοιχείο που λάτρεψε ο Ρέντφορντ στην ταινία είναι ότι απουσιάζουν οι διάλογοι.
«Κανένα κίνημα δεν μπόρεσε να γευθεί την τελική νίκη του»
Για τον ίδιο, «η πολιτική κυριαρχείται από τη συντηρητική σκέψη επειδή ο κόσμος φοβάται. Δεν υπάρχουν σήμερα “Μπάαντερ-Μάινχοφ” (σ.σ. η ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση “Φράξια Κόκκινος Στρατός”)».
Στο υπόβαθρο όμως; «Από κάτω υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν κινήματα. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι που λένε ότι αυτό ή εκείνο δεν είναι σωστό. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αλλάξει η κατάσταση. Το κίνημα “Occupy Wall Street” ήταν μια ένδειξη ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και μπορούν να πράξουν. Μια στο τόσο αυτή η οργή γίνεται αναβρασμός και έτσι ξεσπά κάποιο κίνημα. Το επίσης ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι κανένα κίνημα δεν έχει πετύχει απολύτως. Κανένα κίνημα δεν κατάφερε ποτέ να υλοποιήσει πλήρως τον πραγματικό στόχο του. Κανένα κίνημα δεν μπόρεσε να γευθεί την τελική νίκη του, είτε αυτή λέγεται αναρχισμός, στις αρχές του 20ού αιώνα με την Εμα Γκόλντμαν, είτε τα κινήματα την εποχή της οικονομικής κρίσης, είτε οι Μαύροι Πάνθηρες…», είχε πει στην ίδια συνέντευξη στο Βήμα. Κι είχε συνεχίσει:
«Ολες οι ταινίες μου είναι για την Αμερική. Μπορεί να πήγα στην Ελλάδα, μπορεί να πήγα στη Γαλλία, μπορεί να έμαθα τη ζωή μέσα από τα ταξίδια μου, όμως οι ιστορίες που αποφασίζω να πω στον κινηματογράφο αφορούν πάντα την γκρίζα ζώνη της αμερικανικής ζωής. Δεν με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μαύρα ή άσπρα. Ούτε με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μπλε, άσπρα ή κόκκινα (σ.σ. τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας). Η γκρίζα ζώνη είναι που με ενδιαφέρει, γιατί εκεί βρίσκονται οι συνθέσεις και η πολυπλοκότητα».
«Είμαι ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι κοντά στη φύση»
Προτιμώντας τη ζωή στο απομονωμένο ράντσο του στη Γιούτα, ο Ρέντφορντ δημιούργησε την εικόνα ενός αντιστάρ. «Η καριέρα μου στο Χόλιγουντ» επέμενε ο ίδιος με τη χαρακτηριστική του οξυθυμία «είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τα πραγματικά μου ενδιαφέροντα, ένα από τα οποία ήταν το περιβάλλον».
Αλήθεια πως διήγαγε το βίο του στον ελεύθερο χρόνο του; «Προφανώς, η δουλειά είναι η ζωή μου και η τέχνη είναι η δουλειά μου. Αλλά δεν θα μπορούσα να το κάνω αν δεν είχα ισόποσο χρόνο για τον εαυτό μου. Και είμαι ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι κοντά στη φύση. Το να περνάς χρόνο στη φύση, επάνω σε ένα άλογο, κάνοντας σκι ή απλώς περπατώντας, είναι μαγεία. Για μένα είναι σαν την τροφή», είχε απαντήσει στο ελληνικό μέσο. Και στην ερώτηση τι είναι αυτό που τον «τραβούσε» στη φύση είχε απαντήσει: «Το γεγονός ότι ένα μέρος της είναι άθικτο, αμόλυντο από την εξέλιξη. Θα τρελαινόμουν αν η ζωή μου ήταν μόνο δεσμεύσεις σε μεγαλουπόλεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πήγα στη Γιούτα. Δεν πήγα εκεί για την πολιτική της. Βέβαια, το πώς κατάφερα να επιβιώσω στο (σ.σ.: συντηρητικό) πολιτικό περιβάλλον της είναι αξιοθαύμαστο».