Με την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ κατά 5% από 2% που είναι σήμερα να μονοπωλεί το ενδιαφέρον σήμερα από τη Χάγη, το CNBC, κάνει μια εκτενή αναφορά στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι στην πεντάδα των χωρών με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ.
Με έναν τόνο έκπληξης, λόγω της δεκαετούς οικονομικής κρίσης αλλά και του μεγέθους της χώρας, το CNBC υπογραμμίζει ότι μετά τις ΗΠΑ, την Πολωνία, τη Λετονία και την Εσθονία, οι οποίες αύξησαν τις αμυντικές τους δαπάνες εξαιτίας του φόβου μιας ρωσικής επίθεσης, η Ελλάδα δαπάνησε περίπου το 3,1% του ΑΕΠ της για την άμυνα το 2024.
Ο βασικός λόγος φυσικά είναι η ένταση με την Τουρκία, η οποία ωστόσο είναι επίσης μέλος του ΝΑΤΟ.
«Ελλάδα και Τουρκία έχουν «πολλές ιστορικές αποσκευές», δήλωσε στο CNBC ο Jacob Kirkegaard, ανώτερος συνεργάτης στο Bruegel.
Οι εντάσεις μεταξύ των δύο γειτόνων χρονολογούνται αρκετές εκατοντάδες χρόνια πριν και περιλαμβάνουν έναν πόλεμο, την καταστροφή της Σμύρνης και τον εκτοπισμό πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπων, συγκρούσεις για τον έλεγχο της Κύπρου και μια συνεχή σύγκρουση για τα νησιά, που είναι πολύ κοντά στις τουρκικές ακτές, και οι Τούρκοι θα μπορούσαν να εισβάλουν σχετικά εύκολα», δήλωσε ο Kirkegaard.
«Η Ελλάδα παραδοσιακά διατηρεί μια δαπανηρή ισχυρή στρατιωτική παρουσία σε σχεδόν όλα αυτά τα νησιά, όμως οι ανησυχίες για την «τουρκική απειλή» εξακολουθούν να είναι επίκαιρες ως σήμερα, δήλωσε στο CNBC ο Γιώργος Τζογόπουλος, ανώτερος συνεργάτης στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
«Η Ελλάδα ξοδεύει πολλά στην άμυνα για να προστατεύσει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα», είπε.
Η αστάθεια σε κοντινές χώρες και περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, και ιδιαίτερα η «μυϊκή πολιτική» της Τουρκίας σε όλη τη Μεσόγειο, έχουν καταστήσει κρίσιμο για την Ελλάδα να συνεχίσει τις ισχυρές αμυντικές της δαπάνες, εξήγησε ο Τζογόπουλος.
«Η Ελλάδα δεν έχει άλλη εναλλακτική από το να είναι προετοιμασμένη για όλα τα σενάρια», πρόσθεσε.
Είναι η Ελλάδα μια στρατιωτική υπερδύναμη;
Η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδας έχει ρωγμές παρά τον μεγάλο αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, εκτιμούν οι ειδικοί.
«Για παράδειγμα, η Ελλάδα επενδύει σε εξελιγμένα οπλικά συστήματα, ειδικά μετά τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, τα οποία αναγκάζεται να αγοράζει από άλλες μεγάλες δυνάμει χωρίς να επενδύει στην εγχώρια κατασκευή τους» δήλωσε στο CNBC ο Wolfango Piccoli, συμπρόεδρος συμβουλευτικής πολιτικού κινδύνου στην Teneo.
«Η χώρα εξακολουθεί να μην διαθέτει ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία και μια βασική προτεραιότητα για το μέλλον είναι η οικοδόμηση και η διατήρηση μιας εγχώριας βιομηχανικής βάσης που μπορεί να μειώσει την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές όπλων», δήλωσε ο Piccoli.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες της Ελλάδας μαστίζονται επίσης από πρακτικά προβλήματα, πρόσθεσε ο Kirkegaard. Πολλά από τα πολυάριθμα άρματα μάχης του ελληνικού στρατού είναι σχετικά παλιά και το προσωπικό δεν είναι εκπαιδευμένο να χρησιμοποιεί αυτά τα οχήματα σε μεγάλους σχηματισμούς. Ο εξοπλισμός είναι επίσης συχνά πολύ διασκορπισμένος στα νησιά της χώρας.
«Επομένως, θα ήταν λάθος, στην περίπτωση της Ελλάδας, να εξισώσουμε τις δαπάνες με ένα είδος άδειων στρατιωτικών δυνατοτήτων», δήλωσε ο Kirkegaard.
Η Ελλάδα δεν βιάζεται να φτάσει το στόχο του 5%
Οι δαπάνες έχουν ήδη ενισχύσει τη σχέση της Ελλάδας με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία καθώς αυτά τα έθνη προμηθεύουν στρατιωτικό εξοπλισμό στην Αθήνα.
«Οι αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα λειτουργούν επίσης ως εργαλείο γεωπολιτικής μόχλευσης, ενισχύοντας τη θέση της και τις εγγυήσεις ασφαλείας σε ένα σύνθετο περιφερειακό περιβάλλον», πρόσθεσε ο Piccoli.
Κορυφή της ημερήσιας διάταξης στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ θα είναι οι αμυντικές δαπάνες, με το Reuters να αναφέρει ότι τα μέλη της Συμμαχίας συμφώνησαν κατ′ αρχήν να αυξήσουν τον στόχο τους για τέτοιες δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ τους. Αυτό περιλαμβάνει 3,5% σε παραδοσιακά αμυντικά ζητήματα και 1,5% σε σχετικά στοιχεία όπως οι υποδομές και η κυβερνοασφάλεια.
Το άλμα σε έναν στόχο 5% θα είναι πολύ μικρότερο για την Ελλάδα σε σύγκριση με πολλά άλλα έθνη, αλλά ακόμη και η Αθήνα μπορεί να μην τα καταφέρει, υποστηρίζει ο Kirkegaard υπογραμμίζοντας ότι «η απειλή της Ρωσίας δεν φτάνει έως την Ελλάδα».