Οσο και να ενοχλούνται οι μεγαλύτεροι ηλικιακά εργαζόμενοι από τους νεότερους και θορυβώδεις συναδέλφους τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν θύματα παρενόχλησης. Τουλάχιστον αυτό αποφάνθηκε ένα δικαστήριο εργατικών διαφορών.

Συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι ηλικίας από 20 έως και 30 χρονών, έχουν κάθε δικαίωμα να ενοχλούν τους μεγαλύτερους συναδέλφους τους συνομιλώντας και κοιτάζοντας τα τηλέφωνά τους, δίχως να παραβιάζουν τους κανόνες ισότητας στον χώρο εργασίας, δήλωσε το δικαστήριο.

Advertisement
Advertisement

Η υπόθεση της Catherine Ritchie

Η εν λόγω απόφαση ελήφθη στην υπόθεση της Catherine Ritchie, η οποία ήταν μια διοικητική υπάλληλος, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η Catherine οδήγησε τους προϊσταμένους της σε δικαστήριο εργατικών διαφορών εξαιτίας ορισμένων παραπόνων που είχε. Μεταξύ αυτών, συγκαταλεγόταν και η θορυβώδης διασκέδαση που έκαναν οι νεότεροι συνάδελφοί της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να συνεχίσει τη δουλειά της.

Η ίδια έκανε λόγο για «ακραία σπατάλη χρόνου και χαμηλή παραγωγικότητα» από «θορυβώδεις» νεότερους συναδέλφους της. Ανέφερε μάλιστα πως της προκαλούταν δυνατοί πονοκέφαλοι και πως βράχνιαζε η φωνή της επειδή έπρεπε να μιλάει δυνατά για να ακουστεί.

Σύμφωνα με το δικαστήριο του Γουότφορντ του Χερτφορντσάιρ, η Catherine ηταν 66 ετών, όταν ξεκίνησε να εργάζεται σε εταιρεία ηλεκτρολόγων μηχανικών, αποτελώντας το γηραιότερο άτομο στο γραφείο.

«Υπογράμμισε (σ.σ. η catherine) ότι θεωρούσε αντιεπαγγελματικό εκ μέρους των συναδέλφων της να συμμετέχουν σε προσωπικές συζητήσεις στο γραφείο, την ώρα που θα έπρεπε να εργάζονται. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν πληρώνονταν για να κοινωνικοποιούνται και ότι (σ.σ. η ίδια) δυσκολευόταν να παρακολουθεί τέτοια σπατάλη χρόνου και χαμηλή παραγωγικότητα», αναφέρει το δικαστήριο.
Οταν η 66χρονη στράφηκε στον διευθυντή της για να του εκφράσει τα παράπονα της, εκείνος της είπε πως έπρεπε να επικεντρωθεί στην επίτευξη των στόχων της και να μην ανησυχεί για το τι συνέβαινε γύρω της.

Εν τέλει, το δικαστήριο έκρινε πως αυτά που βίωνε η Catherine δεν αποτελούσαν παρενόχληση.

«Το δικαστήριο δέχτηκε ότι η ενάγουσα έπαιρνε στα σοβαρά την εργασία της και επιθυμούσε να παραμένει επαγγελματίας ανά πάσα στιγμή, αλλά έκρινε ότι η προβολή αυτού του προτύπου σε όλους όσους συνεργαζόταν δεν ήταν λογική και είχε ως αποτέλεσμα να έχει παράλογα συναισθήματα αγανάκτησης για τη συμπεριφορά τους, ενώ δεν είχε βάσιμο λόγο να το πράξει».

«Το δικαστήριο έκρινε ότι η αντίληψη της ενάγουσας για τη θορυβώδη και ενοχλητική συμπεριφορά ως παρενόχληση, δεν ήταν εύλογη».

(με πληροφορίες από τον Guardian)