Γράφει ο Τέρενς Κουίκ
Η Φεντερίκα Μογκερίνι, η γυναίκα που για μια πενταετία «φόρεσε» το πρόσωπο της ευρωπαϊκής διπλωματίας, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας βαριάς έρευνας για απάτη, διαφθορά και σύγκρουση συμφερόντων γύρω από προγράμματα εκπαίδευσης νέων διπλωματών. Συνελήφθη και κρατήθηκε για ανάκριση στο Βέλγιο, και λίγα 24ωρα αργότερα υπέβαλε την παραίτησή της από τη θέση της πρύτανη του Κολλεγίου της Ευρώπης στην Μπριζ και διευθύντριας της Ευρωπαϊκής Διπλωματικής Ακαδημίας, επιμένοντας ότι είναι αθώα.
Η υπόθεση ξέσπασε όταν, με εντολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), βελγικές αρχές πραγματοποίησαν έφοδο στην έδρα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (EEAS) στις Βρυξέλλες, σε κτίρια του Κολλεγίου της Ευρώπης στην Μπριζ, αλλά και σε ιδιωτικές κατοικίες. Στο πλαίσιο της έρευνας συνελήφθησαν τρία πρόσωπα, ανάμεσά τους η Φεντερίκα Μογκερίνι, ένας ανώτατος Ευρωπαίος διπλωμάτης και ένα στέλεχος της Κομισιόν.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απάτη και διαφθορά στις προμήθειες, σύγκρουση συμφερόντων και παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου, σε σχέση με την ανάθεση σε ευρωπαϊκό ίδρυμα – το Κολλέγιο της Ευρώπης – ενός προγράμματος εκπαίδευσης νέων διπλωματών της ΕΕ. Μετά την ανάκριση, και οι τρεις αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς δεν θεωρήθηκαν ύποπτοι φυγής, αλλά η έρευνα συνεχίζεται.
Λίγες ώρες πριν γίνει γνωστό το περιεχόμενο των κατηγοριών, η ίδια έστειλε e-mail σε φοιτητές, αποφοίτους και προσωπικό του Κολλεγίου της Ευρώπης, ανακοινώνοντας την παραίτησή της από τη θέση της πρύτανη και διευθύντριας της Ευρωπαϊκής Διπλωματικής Ακαδημίας. Στο μήνυμα δηλώνει ότι έχει ενεργήσει «με απόλυτη αυστηρότητα και ορθότητα», εκφράζει υπερηφάνεια για όσα πέτυχε στο ίδρυμα και διαβεβαιώνει πως θα συνεργαστεί πλήρως με τις αρχές. Τόσο ο δικηγόρος της όσο και η ίδια αρνούνται κάθε παράνομη πράξη· μέχρι να αποφανθεί η βελγική Δικαιοσύνη, όλοι οι εμπλεκόμενοι τεκμαίρονται αθώοι.
Από τη Ρώμη στην κορυφή της ΕΕ
Η Φεντερίκα Μογκερίνι γεννήθηκε στη Ρώμη στις 16 Ιουνίου 1973. Μεγάλωσε σε έντονα πολιτικοποιημένο και καλλιτεχνικό περιβάλλον. Ο πατέρας της, Φλάβιο Μογκερίνι, ήταν γνωστός σκηνογράφος και σκηνοθέτης. Σπούδασε
Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο «La Sapienza» της Ρώμης, με διπλωματική εργασία πάνω στη σχέση θρησκείας και πολιτικής στο Ισλάμ, στοιχείο που εξηγεί και το πρώιμο ενδιαφέρον της για τη Μέση Ανατολή.
Στο οργανωμένο κίνημα μπαίνει νωρίς: στα τέλη της δεκαετίας του ’80 εντάσσεται στη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, ακολουθώντας στη συνέχεια τη διαδρομή των διαδοχικών μετασχηματισμών της ιταλικής κεντροαριστεράς (PDS, DS και αργότερα Δημοκρατικό Κόμμα). Από το 2003 αναλαμβάνει όλο και πιο κεντρικούς ρόλους σε θέματα διεθνών σχέσεων, φτάνοντας να είναι υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής του κόμματος. Το 2008 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής. Στο ιταλικό κοινοβούλιο ασχολείται κυρίως με ζητήματα άμυνας, ΝΑΤΟ και διεθνών οργανισμών, ενώ εκπροσωπεί τη χώρα σε κοινοβουλευτικές συνελεύσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2014 είναι χρονιά-σταθμός. Ο Ματέο Ρέντσι, τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, την τοποθετεί Υπουργό Εξωτερικών. Σε ηλικία 40 ετών γίνεται η νεότερη υπουργός Εξωτερικών στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας και μόλις η τρίτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτό το χαρτοφυλάκιο. Μερικούς μήνες αργότερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την ορίζει Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ. Από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως τον Νοέμβριο του 2019, η Μογκερίνι γίνεται το κεντρικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Στη διάρκεια της θητείας της:
• Παίζει καθοριστικό ρόλο στη Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA) – ίσως τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία της ΕΕ εκείνη την περίοδο.
• Διαχειρίζεται την προσφυγική κρίση, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
• Συντονίζει την ευρωπαϊκή θέση σε Ουκρανία, Συρία, στη σύγκρουση Ισραήλ–Παλαιστίνης και στην ευρύτερη γειτονιά της Μεσογείου.
Μετά το τέλος της θητείας της στις Βρυξέλλες, το 2020 αναλαμβάνει πρύτανης του Κολλεγίου της Ευρώπης στην Μπριζ – της εμβληματικής σχολής που «εκπαιδεύει» πολλές γενιές Ευρωπαίων αξιωματούχων – και από το 2022 διευθύνει και τη νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Διπλωματική Ακαδημία.
Η σχέση της με την Ελλάδα
Στην Αθήνα, η Μογκερίνι είχε εικόνα πολιτικού που – τουλάχιστον στο διπλωματικό κομμάτι – κρατούσε ανοιχτούς διαύλους και έδειχνε κατανόηση για τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, ιδίως στα Βαλκάνια και στο μεταναστευτικό. Ως ύπατη εκπρόσωπος:
• Στήριξε την ευρωατλαντική προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, γραμμή που συνέδεε και με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μια συμφωνία όπου η ΕΕ έβλεπε την Ελλάδα ως «πάροχο σταθερότητας» στην περιοχή.
• Επανέλαβε κατ’ επανάληψη την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο, σε περιόδους έντασης με την Τουρκία, υιοθετώντας διατυπώσεις που στην Αθήνα διαβάστηκαν ως πολιτική κάλυψη, έστω και αν πολλές φορές κρίθηκαν «ήπιες» σε σχέση με τις ελληνικές προσδοκίες.
Στις ευρωαφρικανικές συναντήσεις, όπως η σύνοδος κορυφής ΕΕ–Αφρικανικής Ένωσης στο Αμπιτζάν στα τέλη του 2017, όπου αυνεργαστήκαμε από την θέση μου ως υφυπουργός Εξωτερικών, η Μογκερίνι προώθησε σταθερά την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι κρίσιμος κρίκος στη γέφυρα Ευρώπης–Αφρικής, τόσο ως χώρα πρώτης γραμμής για τις μεταναστευτικές ροές όσο και ως πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης είχε ανάψει το πράσινο φως για επισκέψεις μου στο Κονγκό, όπου έχουμε δύο πολύ μεγάλες ελληνικές κοινότητες και μάλιστα με ελληνικά σχολεία. Το πράσινο φως ήταν αναγκαίο, γιατί το Κονγκό ήταν στη μαύρη λίστα της Ε.Ε. ως προς τις επισκέψεις ευρωπαίων αξιωματούχων στην συγκεκριμένη χώρα. Έλλειμα δημοκρατίας, ελευθεριών κλπ
Γι’ αυτό και η σημερινή εξέλιξη αντιμετωπίζεται στην Αθήνα όχι μόνο ως ένα ακόμη «σκάνδαλο των Βρυξελλών», αλλά και ως πτώση μιας πολιτικού με την οποία η Ελλάδα είχε συχνά μια προνομιακή, άμεση γραμμή επικοινωνίας σε ευαίσθητα θέματα.
Η υπόθεση Μογκερίνι έρχεται σε μια στιγμή που η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς
έχει ήδη διαβρωθεί από υποθέσεις όπως το Qatargate και άλλες ιστορίες διαφθοράς στις Βρυξέλλες.
Ακόμη κι αν τελικά αποδειχθεί ότι η πρώην ύπατη εκπρόσωπος δεν έχει διαπράξει τίποτε παράνομο, το γεγονός και μόνο ότι η Ευρωπαϊκή Δημόσια Εισαγγελία έκρινε πως υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για να προχωρήσει σε συλλήψεις υψηλόβαθμων στελεχών –και μάλιστα πρώην αντιπροέδρου της Κομισιόν – ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση διαφάνειας, λογοδοσίας και πολιτικής ευθύνης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ταυτόχρονα, υπενθυμίζει κάτι που συχνά ξεχνιέται στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση: ότι τα πρόσωπα που για χρόνια διαχειρίστηκαν κρίσιμα θέματα – από την ελληνική κρίση μέχρι το μεταναστευτικό και τις μεγάλες γεωπολιτικές συγκρούσεις – μπορούν, μέσα σε μια νύχτα, να βρεθούν στην απέναντι πλευρά του συστήματος που οι ίδιοι υπηρέτησαν.
Το αν η Φεντερίκα Μογκερίνι θα δικαιωθεί ή θα καταδικαστεί, θα το δείξει ο χρόνος και η βελγική Δικαιοσύνη. Προς το παρόν, όμως, η εικόνα της, ως «πρόσωπο της Ευρώπης» που γύρισε τον κόσμο με τη σημαία της ΕΕ, έχει ήδη χαραχτεί με μια βαριά υποσημείωση: εκείνη της πρώην κορυφαίας αξιωματούχου που βρέθηκε στο επίκεντρο μιας πολύκροτης έρευνας για απάτη με χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.