Το 1954, μόλις λίγα χρόνια μετά την εισαγωγή στα αντιβιοτικά, οι γιατροί είχαν ήδη αντιληφθεί το πρόβλημα της αντοχής. Η φυσική επιλογή ευνοούσε τα μικρόβια που επιβίωναν από τη θεραπεία· έτσι, ένα φάρμακο που ήταν αποτελεσματικό σήμερα μπορούσε να αποδειχθεί άχρηστο αύριο. Ένας Βρετανός γιατρός προειδοποίησε τότε: «Μπορεί να ξεμείνουμε εντελώς από αποτελεσματικά πυρομαχικά. Τότε τα βακτήρια και η μούχλα θα κυριαρχήσουν».
Περισσότερο από 70 χρόνια μετά, αυτή η ανησυχία φαίνεται προφητική. Ο ΟΗΕ χαρακτηρίζει την αντοχή στα αντιβιοτικά «μία από τις πιο επείγουσες παγκόσμιες απειλές για την υγεία». Υπολογίζεται ότι ήδη σκοτώνει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους ετησίως, με τον αριθμό να αυξάνεται. Κι όμως, νέα αντιβιοτικά δεν ανακαλύπτονται αρκετά γρήγορα· τα περισσότερα που χρησιμοποιούμε σήμερα βρέθηκαν πριν από 60 και πλέον χρόνια.
Σε αντίθεση με άλλα φάρμακα που επηρεάζουν το ανθρώπινο σώμα, τα αντιβιοτικά στοχεύουν τα βακτήρια – οργανισμούς που εξαπλώνονται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι, η αντοχή δεν είναι απλώς ατομικό, αλλά κοινωνικό πρόβλημα: είναι σαν κάθε παυσίπονο που παίρνουμε να αυξάνει την πιθανότητα κάποιος άλλος να χρειαστεί χειρουργείο χωρίς αναισθησία.
Η ισχύς των αντιβιοτικών δεν είναι δικό μας κατόρθωμα. Τα περισσότερα προέρχονται από ουσίες που παράγουν βακτήρια και μύκητες στον «πόλεμο» της φύσης εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Σε αυτό θυμίζουν έναν άλλο φυσικό πόρο που τροφοδότησε τον σύγχρονο κόσμο, αλλά καταναλώθηκε αλόγιστα: τα ορυκτά καύσιμα. Και στις δύο περιπτώσεις, μια φθηνή, φαινομενικά ανεξάντλητη πηγή δύναμης έδωσε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τα όρια της φύσης.
Η «εποχή των αντιβιοτικών» μετρά λιγότερο από έναν αιώνα. Από την τυχαία παρατήρηση του Fleming το 1928, μέχρι τη μαζική παραγωγή της πενικιλίνης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετάβαση από τη σπανιότητα στην αφθονία άλλαξε ριζικά την ιατρική. Χειρουργικές επεμβάσεις, μεταμοσχεύσεις, θεραπείες καρκίνου – όλα έγιναν εφικτά χάρη σε αυτά. Παράλληλα, η χρήση τους στην κτηνοτροφία μείωσε τις λοιμώξεις στα ζώα και αύξησε την παραγωγή κρέατος, με σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον.
Όμως, όπως τα καύσιμα ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, έτσι και τα αντιβιοτικά ρυπαίνουν τα οικοσυστήματα. Μεγάλο μέρος καταλήγει σε ποτάμια και εδάφη, όπου ενισχύει την αντοχή. Στη βιομηχανική παραγωγή, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ινδία, έχουν ανιχνευθεί επίπεδα αντιβιοτικών στα απόβλητα εκατομμύρια φορές υψηλότερα από τον φυσιολογικό μέσο όρο.
Η αντοχή, όπως και η κλιματική κρίση, αναδεικνύει παγκόσμιες ανισότητες. Οι πλούσιες χώρες μπόρεσαν να επωφεληθούν από την αφθονία των αντιβιοτικών και σήμερα προτρέπουν τις φτωχότερες να περιορίσουν τη χρήση τους – μια κατάσταση που θυμίζει τις εκκλήσεις των μεταβιομηχανικών χωρών για περιορισμό των ορυκτών καυσίμων στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Σε αντίθεση όμως με τα καύσιμα, τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να καταργηθούν. Θα παραμείνουν θεμελιώδες εργαλείο. Το ζητούμενο είναι η βιώσιμη ανάπτυξη και χρήση τους. Επειδή δεν είναι οικονομικά ελκυστικά προϊόντα, πολλές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει την έρευνα. Προτείνονται εναλλακτικά μοντέλα, όπως δημόσια ερευνητικά ινστιτούτα ή «συνδρομητικά» σχήματα αποζημίωσης που αποσυνδέουν τα κέρδη από τον όγκο πωλήσεων.
Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθούν οι «ανανεώσιμες» λύσεις: εμβόλια, μέτρα δημόσιας υγείας, καλύτερη υγιεινή. Άλλωστε, οι μεγαλύτερες μειώσεις λοιμώξεων στον 20ό αιώνα οφείλονταν όχι στα αντιβιοτικά, αλλά στο καθαρό νερό, την αποχέτευση και την πρόληψη. Η εμπειρία με τον MRSA έδειξε πως ακόμα και απλές πρακτικές, όπως το πλύσιμο χεριών, παραμένουν κρίσιμες.
Η εποχή της ανεμελιάς στη χρήση αντιβιοτικών έχει τελειώσει. Όπως με την κλιματική κρίση, η κατανόηση των ορίων είναι αναγκαία. Η ψευδαίσθηση της απουσίας συνεπειών ήταν πάντα ακριβώς αυτό: ψευδαίσθηση. Το στοίχημα τώρα είναι να μάθουμε να ζούμε με αυτά τα πολύτιμα φάρμακα με τρόπο που να τα διατηρήσει για τις επόμενες γενιές.
Πηγή: Guardian