Το Συμβούλιο της ΕΕ οριστικοποίησε σήμερα τη θέση του για έναν νέο ευρωπαϊκό κανονισμό που αποσκοπεί στην επιτάχυνση και απλούστευση των διαδικασιών επιστροφής όσων δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στην Ένωση. Πιο σημαντικό είναι ότι οι αρμόδιοι υπουργοί συμφώνησαν για πρώτη φορά στη δημιουργία «κόμβων επιστροφής» (return hubs) σε τρίτες χώρες, βάσει διμερών ή ευρωπαϊκών συμφωνιών. Παράλληλα, κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία σχετικά με τη σύσταση του ετήσιου Μηχανισμού Αλληλεγγύης για το 2026, που αφορά άμεσα τη χώρα μας και είναι ένα από τα βασικά εργαλεία του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.
Ο Δανός Υπουργός Μετανάστευσης Ράσμους Στόκλουντ δήλωσε ότι «τρεις στους τέσσερις μετανάστες που λαμβάνουν απόφαση επιστροφής παραμένουν στην ΕΕ», επισημαίνοντας ότι το νέο κανονιστικό πλαίσιο μπορεί να αλλάξει αυτή την εικόνα.
«Για πρώτη φορά, οι παράτυπα διαμένοντες θα έχουν σαφείς υποχρεώσεις, ενώ τα κράτη–μέλη αποκτούν πολύ πιο διευρυμένα εργαλεία από μεγαλύτερες περιόδους κράτησης έως παρατεταμένες απαγορεύσεις εισόδου», σημείωσε. Εξήγησε επίσης ότι πλέον θα είναι δυνατή η σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες για τη λειτουργία κέντρων επεξεργασίας και επιστροφής.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε σήμερα θα αποτελέσει τη βάση για την έναρξη διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο την κατάληξη σε οριστικό νομικό κείμενο.
Πολιτική συμφωνία για τον Μηχανισμό Αλληλεγγύης
Η συμφωνία για τον ετήσιο Μηχανισμό Αλληλεγγύης αποτελεί βασικό πυλώνα του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή στις 12 Ιουνίου 2026. Προβλέπει συνολικό αριθμό αναφοράς 21.000 μετεγκαταστάσεων ή άλλων ισοδύναμων τύπων αλληλεγγύης, καθώς και οικονομικές εισφορές που μπορούν να φθάσουν τα 420 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία βρίσκονται υπό μεταναστευτική πίεση και μπορούν να επωφεληθούν από το νέο πλαίσιο.
Παράλληλα, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Τσεχία, η Εσθονία και η Πολωνία έχουν χαρακτηριστεί ως χώρες που υφίστανται συσσωρευμένη μεταναστευτική πίεση τα προηγούμενα έτη και μπορούν να ζητήσουν μερική ή πλήρη μείωση της συνεισφοράς τους.
Ορισμένες ακόμη χώρες που θεωρούνται πιθανό να βρεθούν υπό πίεση θα έχουν προτεραιότητα στην πρόσβαση της Εργαλειοθήκης Στήριξης Μετανάστευσης της ΕΕ.
Το Συμβούλιο σημειώνει ότι το νέο Σύμφωνο θα καταστήσει το ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου πιο αποτελεσματικό, θεσπίζοντας σαφείς κανόνες για την κατανομή ευθύνης, μειώνοντας τις παράτυπες εισόδους και ενισχύοντας την αλληλεγγύη προς τα κράτη πρώτης γραμμής.
Δυσκολεύουν η κατάσταση για τα πρόσωπα που διαμένουν παράνομα
Ο κανονισμός περί επιστροφών επιβάλλει αυστηρές υποχρεώσεις στα πρόσωπα που διαμένουν παράνομα, με βασική την υποχρέωση να εγκαταλείψουν το έδαφος του οικείου κράτους μέλους και να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές.
Παράλληλα, οφείλουν να παραμένουν διαθέσιμα στις αρχές, να τους προσκομίζουν δελτίο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο, να παρέχουν τα απαραίτητα βιομετρικά δεδομένα και να μην παρεμποδίζουν με δόλο τη διαδικασία επιστροφής.
Σε περίπτωση μη συνεργασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την άρνηση ή περικοπή ορισμένων παροχών και επιδομάτων, την άρνηση ή απόσυρση άδειας εργασίας ή την επιβολή ποινικών κυρώσεων, οι οποίες, σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου, μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμη και ποινή φυλάκισης.
Διευκόλυνση της λειτουργίας «κόμβων επιστροφής»
Ο κανονισμός αποσαφηνίζει ότι ως «χώρα επιστροφής» μπορεί να θεωρηθεί μια χώρα με την οποία υπάρχει συμφωνία ή διευθέτηση βάσει της οποίας γίνεται δεκτό το πρόσωπο που δεν έχει δικαίωμα παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών ή διευθετήσεων. Αυτές μπορούν να συναφθούν μόνο με τρίτη χώρα όπου γίνονται σεβαστά τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι αρχές του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Επιπλέον, οι συμφωνίες θα πρέπει να καθορίζουν τις διαδικασίες επιστροφής ενός παράνομα διαμένοντος προσώπου, τους όρους παραμονής του στη μη κοινοτική χώρα και τις συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων.
Τέτοιοι κόμβοι επιστροφής μπορούν να λειτουργούν είτε ως ενδιάμεσοι σταθμοί για τη συνέχιση της επιστροφής προς την τελική χώρα είτε ως τελικός προορισμός.
Επιστροφή προσώπων που συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλεια
Ο κανονισμός προβλέπει ειδικά μέτρα για πρόσωπα που θεωρείται ότι αποτελούν απειλή για την ασφάλεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση εισόδου που υπερβαίνει τη συνήθη μέγιστη διάρκεια των δέκα ετών ή ακόμη και απαγόρευση εισόδου αόριστης διάρκειας. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιβάλλουν κράτηση, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης σε σωφρονιστικά ιδρύματα, ενώ η διάρκεια της κράτησης μπορεί να υπερβαίνει την κατά κανόνα προβλεπόμενη.
Αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων επιστροφής
Μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επιστροφής, τα κράτη μέλη θα μπορούν να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν άμεσα μια απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος για πρόσωπο που πρέπει να αποχωρήσει από το έδαφος της Ένωσης, χωρίς να χρειάζεται η έναρξη νέας διαδικασίας. Αυτό στέλνει σαφές μήνυμα στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα ότι δεν μπορούν να αποφύγουν την επιστροφή μεταβαίνοντας απλώς σε άλλο κράτος μέλος.
Η αμοιβαία αναγνώριση δεν είναι ακόμη υποχρεωτική. Σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αξιολογήσει τη λειτουργία του συστήματος δύο χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού και, εφόσον ενδείκνυται, θα προτείνει θεσμικά μέτρα ώστε να καταστεί υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη.
Ευρωπαϊκή Εντολή Επιστροφής
Ο κανονισμός εισάγει την Ευρωπαϊκή Εντολή Επιστροφής (European Return Order – ERO), ένα τυποποιημένο έντυπο στο οποίο τα κράτη μέλη θα καταχωρίζουν τα βασικά στοιχεία της απόφασης επιστροφής. Η Εντολή θα πρέπει να εισάγεται στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και τη διαχείριση των συνόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η αμοιβαία αναγνώριση, καθώς τα κράτη μέλη θα διαθέτουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν την απόφαση επιστροφής που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.
Αν ένα πρόσωπο στο οποίο έχει επιβληθεί εντολή αποχώρησης μετακινηθεί σε άλλο κράτος μέλος, αυτό θα μπορεί να εφαρμόζει άμεσα την απόφαση του πρώτου κράτους, βάσει της Ευρωπαϊκής Εντολής Επιστροφής. Τα κράτη μέλη αποφάσισαν ότι η ΕΕΕ θα τεθεί σε ισχύ το αργότερο εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος του κανονισμού.
Η σημερινή συνεδρίαση, η τελευταία για το 2025, θεωρείται καθοριστική για να διαμορφωθεί το κλίμα των επόμενων μηνών, καθώς τα κράτη μέλη προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις πολιτικές δεσμεύσεις στο εσωτερικό τους, τις διεθνείς τους υποχρεώσεις και τις ανάγκες συνοχής της ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.