Η νέα αμερικανική «ειρηνευτική» πρωτοβουλία για την Ουκρανία εκθέτει με τον πιο ωμό τρόπο την ευρωπαϊκή αδυναμία και προβάλλει την ωμή δύναμη έναντι κάθε έννοιας δικαίου. Η Ουάσιγκτον, παρακάμπτοντας, για ακόμη μια φορά πλήρως τις Βρυξέλλες, μεταξύ άλλων, επιχειρεί να βάλει χέρι στα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, προς όφελος δικών της επενδυτικών σχεδίων, με τη Ρωσία μάλιστα να συνδιαχειρίζεται μέρος τους. Τα περισσότερα από αυτά τα κεφάλαια βρίσκονται σε ευρωπαϊκές δικαιοδοσίες και συγκεκριμένα στο Βέλγιο. Οι πρώτες ενδείξεις, η απόγνωση του Ζελένσκι και οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις των Ευρωπαίων ηγετών, μαρτυρούν τον αιφνιδιασμό και αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη καλείται να χρηματοδοτήσει χωρίς να αποφασίζει, να συνεισφέρει χωρίς να έχει λόγο και να αποδεχθεί έναν ταπεινωτικό ρόλο. Πρόκειται για τον πιο ξεκάθαρο παραγκωνισμό της ΕΕ στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρώτες δηλώσεις όπως εκείνες της προέδρου της Κομισιόν, «τίποτα για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία» και «καμία συμφωνία χωρίς την ΕΕ στο τραπέζι, ακούγονται περισσότερο ως αμυντικές αντιδράσεις παρά ως πραγματικές δεσμεύσεις. Στην πράξη, το αμερικανικό σχέδιο, συνταγμένο εν κρυπτώ και χωρίς ευρωπαϊκή συμμετοχή, ζητά από την ΕΕ να εγκαταλείψει το δικό της σχέδιο αξιοποίησης των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων για πολεμικές αποζημιώσεις, δηλαδή για τη στήριξη των οικονομικών και στρατιωτικών αναγκών της Ουκρανίας. Αντιθέτως, η Ευρώπη καλείται όχι μόνο να παραιτηθεί από αυτό τον στόχο, αλλά και να συνεισφέρει επιπλέον κεφάλαια, την ώρα που οι ΗΠΑ εξασφαλίζουν το 50% των κερδών από την ανοικοδόμηση. Πρόκειται για μια ανατροπή που ακυρώνει ευθέως τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό και εκθέτει την αδυναμία της Ένωσης να διαμορφώσει τις εξελίξεις.
Μπορεί χθες κατά την καθιερωμένη ενημέρωση της Κομισιόν οι εκπρόσωποι να διαβεβαίώσαν ότι οι εντατικές εργασίες αναφορικά με την αξιοποίηση των ρωσικών κεφαλαίων συνεχίζονται εντατικά, άλλωστε είχε προηγηθεί η επιστολή της φον ντερ Λάιεν προς τους Ευρωπαίους ηγέτες με τις τρεις επιλογές για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Θέμα που θα κυριαρχούσε στην σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες, όμως τώρα αναμένεται να συζητηθεί και στη συνάντηση που θα έχουν κάποια στιγμή σήμερα οι ευρωπαίοι ηγέτες μαζί με την πρόεδρο της Κομισιόν στο περιθώριο της Συνόδου των G20 στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Όμως φαίνεται ότι παλεύουν ενάντια στο χρόνο δεδομένου του τελεσιγράφου που έχει δώσει ο Τραμπ στον Ζελένσκι, μέχρι την επόμενη Πέμπτη, Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ. Βάσει του σχεδίου είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο βάζουν χέρι στα μισά παγωμένα κεφάλαια της Ρωσίας, αναλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος στην ανακοιδόμηση της Ουκρανίας, αλλά θέτουν και τις βάσεις για την ρωσο-αμερικανική συνεργασία στην Αρκτική.
Σύμφωνα με το αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο, δημιουργούνται δύο ταμεία: ένα υπό αμερικανική ηγεσία με ευρωπαϊκή συνεισφορά για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και ένα δεύτερο αμερικανο-ρωσικό για «κοινά έργα» σε επιλεγμένους τομείς. Από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, 100 δισ. δολάρια θα κατευθυνθούν στο αμερικανικό ταμείο, με τις ΗΠΑ να λαμβάνουν το 50% των κερδών, ενώ η Ευρώπη καλείται να προσθέσει ακόμη 100 δισ. Το υπόλοιπο ποσό θα επενδυθεί στο κοινό ταμείο ΗΠΑ-Ρωσίας, που παρουσιάζεται ως μέσο «ενίσχυσης συνεργασίας». Στην πράξη, η Ρωσία κερδίζει και η Ευρώπη πληρώνει.
Σύμφωνα με τους Financial Times, από τα περίπου 300 δισ. δολάρια παγωμένων ρωσικών αποθεμάτων, οι ΗΠΑ ελέγχουν μόλις 5 δισ., ενώ σχεδόν όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι το αμερικανικό σχέδιο για τα 100 δισ. στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μπορεί να υλοποιηθεί μόνο αν η Ευρώπη παραχωρήσει τα δικά της κεφάλαια κάτι που σημαίνει ότι θα μεταβίβαζε ευρωπαϊκούς πόρους σε ένα αμερικανο-ρωσικό επενδυτικό σχήμα.
Οι FT προειδοποιούν ότι, αν η Μόσχα υποστηρίξει πως το ευρωπαϊκό σχέδιο για «δάνειο αποζημιώσεων» υπονομεύει την αμερικανική ειρηνευτική πρόταση, η Ουάσιγκτον θα ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην ΕΕ να αλλάξει στάση. Ήδη αναλυτές επισημαίνουν ότι όσο η Ευρώπη καθυστερεί, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να εξαναγκαστεί να ξεπαγώσει τα κεφάλαια με όρους που δεν υπηρετούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Η δυσκολία φάνηκε και στην πρόσφατη σύνοδο των Ευρωπαίων ηγετών, όπου δεν υπήρξε συμφωνία καθώς το Βέλγιο, που μέσω της Euroclear κατέχει τη μερίδα του λέοντος των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων, ζητά ισχυρές εγγυήσεις για τον κίνδυνο ρωσικών αντιποίνων. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές, οδήγησαν τη φον ντερ Λάιεν να προτείνει λύσεις όπως ατομικές συνεισφορές, κοινό δανεισμό και ως τη καλύτερη λύση το ευρωπαϊκό δάνειο με εγγύηση τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια.
«Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι συνεχιζόμενες εντατικές εργασίες σχετικά με τα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία θα συνεχιστούν», δήλωσε την Παρασκευή ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όμως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η συμπεριφορά της Ουάσιγκτον παραπέμπει σε πρακτικές που θυμίζουν περισσότερο “μαφιόζικη συναλλαγή” παρά σύμμαχο με κοινές στρατηγικές αρχές. Το μήνυμα που στέλνουν οι ΗΠΑ είναι ωμό: just business, nothing personal. Η αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών πόρων, η διαμόρφωση των όρων ειρήνης και οι επενδυτικές ευκαιρίες παρουσιάζονται όχι ως ζήτημα διεθνούς δικαιοσύνης ή ευρωπαϊκής ασφάλειας, αλλά ως μια μεγάλη συμφωνία, όπου η Αμερική ορίζει τους κανόνες και οι υπόλοιποι καλούνται απλώς να τους αποδεχθούν.
Με τις αμερικανικές κυρώσεις στις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, τη κλιμάκωση της ρητορικής του Τραμπ κατά του Πούτιν, αλλά και την πώληση αμερικανικών όπλων στην Ουκρανία, τα οποία ωστόσο αγόραζαν τα ευρωπαϊκά κράτη μέσω συμφωνιών που είχαν κάνει με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τους εμπορικούς δασμούς, οι Βρυξέλλες πίστεψαν ότι κάτι αλλάζει, ότι διαμορφωνόταν μια κοινή δυτική στρατηγική απέναντι στη Μόσχα. Αντίθετα, η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια αμείλικτη πραγματικότητα, μια προειδοποίηση για το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν δεν καταφέρει να ξεπεράσει τις χρόνιες αδυναμίες της. Γιατί στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που αναδύεται, δεν κινδυνεύει να βρεθεί υποτελής μόνο η Ουκρανία. Η άνοδος των αναθεωρητικών δυνάμεων και η αδυναμία της ΕΕ να ενεργήσει ως πραγματική ενιαία ισχύς απειλούν να υπονομεύσουν και τη δική της ύπαρξη και θέση.