Ένας ακτιβιστής στην Τσονγκίνγκ της Κίνας– μια πόλη 30 εκατομμυρίων κατοίκων- πραγματοποίησε μια διαμαρτυρία εν όψει της μεγάλης στρατιωτικής παρέλασης που ήταν συνάμα και καλλιτεχνική «performance», αποδοκιμάζοντας το κομμουνιστικό κόμμα κυριολεκτικά «κάτω από τη μύτη» των αρχών, σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά εκτεταμένη κρατική παρακολούθηση των πολιτών.
Στις 10 μμ την Παρασκευή στην Τσονγκίνγκ μια μεγάλων διαστάσεων προβολή σε ένα κτίριο φώτισε τη νύχτα με συνθήματα εναντίον του κομμουνιστικού κόμματος. «Μόνο χωρίς το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να υπάρξει μια νέα Κίνα» «Όχι άλλα ψέματα, θέλουμε την αλήθεια. Όχι άλλη σκλαβιά, θέλουμε ελευθερία» «Η ελευθερία δεν είναι δώρο- πάρτε την πίσω» «ανατρέψτε την τυραννία του κομμουνιστικού κόμματος» και άλλα παρεμφερή συνθήματα εμφανίστηκαν στο κτίριο.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα των New York Times, η αστυνομία χρειάστηκε 50 λεπτά για να εντοπίσει την πηγή της προβολής (ένα ξενοδοχείο κοντά) και να την κλείσει. Συνήθως τέτοιου είδους διαμαρτυρίες στην Κίνα ολοκληρώνονται κάπως έτσι- ωστόσο σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά: Μερικές ώρες αργότερα, ο ακτιβιστής έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο με πέντε αστυνομικούς να εισβάλλουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και να βρίσκουν τον προτζέκτορα πίσω από μία κουρτίνα. Ενώ οι τέσσερις προσπαθούσαν να τον κλείσουν, ο πέμπτος έδειχνε έκπληκτος μια κάμερα που τους «κοιτούσε». Σε ένα τραπεζάκι υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα. «Ακόμα και αν είστε από τους ωφελούμενους του συστήματος σήμερα, μία ημέρα θα γίνετε αναπόφευκτα θύματα αυτής της χώρας» έγραφε στο σημείωμα, που κυκλοφόρησε επίσης online. «Οπότε παρακαλώ να αντιμετωπίζετε με καλοσύνη τους ανθρώπους». Την επόμενη ημέρα ο ακτιβιστής, Κι Χονγκ, έδωσε στη δημοσιότητα άλλη μια εικόνα από κάμερες, όπου αστυνομικοί φαίνονταν να ανακρίνουν την ηλικιωμένη μητέρα του μπροστά από το σπίτι της στο χωριό της.
Στο σύνολό η ενέργεια αυτή ήταν τόσο διαμαρτυρία όσο και καλλιτεχνική performance, η οποία κατεγράφη σε πραγματικό χρόνο. Η ιδιαιτερότητά της ήταν πως εξέθεσε το σύστημα χλευάζοντας το ίδιο το σύστημα παρακολούθησής του: Όταν οι αστυνομικοί βρήκαν τον προτζέκτορα, ο Κι ήταν ήδη εκτός Κίνας, καθώς είχε φύγει εννιά ημέρες πριν. Ο ίδιος τον ενεργοποίησε και κατέγραψε την αντίδραση της αστυνομίας από τη Βρετανία.
Δεδομένου ότι η τεχνολογία έχει ενισχύσει τις δυνατότητες παρακολούθησης των πολιτών από την κινεζική κυβέρνηση, ο Κι έδειξε πως τα ίδια εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αντίσταση. «Ο Κι Χονγκ ξεγέλασε την αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό- και δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για αυτό» είπε ο Λι Γινγκ, που έχει ίσως τον πιο επιδραστικό λογαριασμό που κάνει αναρτήσεις στα κινεζικά στο Χ και συχνά ανεβάζει υλικό από διαμαρτυρίες. Ο ίδιος χαρακτήρισε τη διαμαρτυρία «σοβαρό πλήγμα» σε βάρος των αρχών που είχαν προβεί σε εκτεταμένη κινητοποίηση για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα εν όψει της παρέλασης. «Η ενέργειά του έδειξε πως ο έλεγχος του κομμουνιστικού κόμματος της Κίνας δεν είναι αεροστεγής. Δεν είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα» πρόσθεσε.
Τα βίντεο, που κυκλοφόρησαν μέσω λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα είδε ένα πολύ μεγάλο κοινό – για την ακρίβεια, μια και μόνη ανάρτηση με τα προβαλλόμενα συνθήματα είχε πάνω από 18 εκατομμύρια views σε τέσσερις ημέρες. Ο ίδιος ο Κι είπε πως δεν θεωρούσε την ενέργειά του ως δείγμα τέχνης ή θάρρους- «μοναδικός μου σκοπός ήταν να εκφραστώ» είπε στους New York Times. «Το κόμμα βάζει κάμερες να μας παρακολουθούν. Σκέφτηκα ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω την ίδια μέθοδο για να τους παρακολουθήσω εγώ» σημείωσε.
Ο ίδιος πάντως, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, εμπνεύστηκε από μια άλλη ενέργεια του παρελθόντος, όπως και άλλοι που κατά καιρούς έχουν προβεί σε διαμαρτυρίες: Ο Πενγκ Λίφα τον Οκτώβριο του 2022 είχε ξεδιπλώσει πανό σε γέφυρα του Πεκίνου, καλώντας τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, να παραιτηθεί. Ο Πενγκ, που χαρακτηρίστηκε «Bridge Man» (στην ίδια γραμμή με τον «Tank Man» της Πλατείας Τιενανμέν) συνελήφθη γρήγορα και η μοίρα του είναι άγνωστη.
Διαμαρτυρίες τέτοιου είδους αποτελούν «πονοκέφαλο» για την κινεζική κυβέρνηση, δεδομένης της επιβράδυνσης της οικονομίας και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν απόφοιτοι πανεπιστημίων, εργάτες και διάφοροι επαγγελματίες όσον αφορά στην εύρεση εργασίας.