Α. Σουσάμογλου: Μεταμορφωνόμαστε σε κοινωνία τη στιγμή που μετέχουμε στις παραστατικές τέχνες

Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι άνθρωποι γύρω μας, η βαθύτερη επικοινωνία, οι δεσμοί που φτιάχνουμε.
.
.
.

Ο Εξάρχων στα Α’ Βιολιά της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης επιστρέφει στην Αθήνα για μια ξεχωριστή ερμηνεία του Κοντσέρτου για βιολί του Ιγκόρ Στραβίνσκυ υπό τη μουσική διεύθυνση του έμπειρου Πιερ Κάρλο Ορίτσιο.

Ενόψει της προσεχούς σύμπραξής του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 5 Νοεμβρίου, ο Αντώνης Σουσάμογλου, ένας από τους σημαντικότερους βιολιστές της γενιάς του, μας μιλάει για την πολλαπλότητα της μουσικής, τη θεραπευτική για τον ίδιο ενασχόλησή με την τραγουδοποιία, αλλά και την αναγκαιότητα των παραστατικών τεχνών που ανέδειξε η πανδημία.

Πρόκειται να ερμηνεύσετε το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε του Ιγκόρ Στραβίνσκυ. Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι καινοτομίες του συγκεκριμένου έργου;

Στη δεκαετία του ’30, σε μια εποχή που άνθησε ο μοντερνισμός, το Κοντσέρτο σε Ρε ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στα νέα ρεύματα και την αναφορά στην παράδοση με την χαρακτηριστικό προσωπικό μουσική γλώσσα του Στραβίνσκυ.

Δεν νομίζω πως γράφτηκε με στόχο να αποτελέσει πρωτοπορία – είναι άλλωστε τόσες οι γέφυρες που διατηρεί με το παρελθόν. Είναι έργο που χρησιμοποιεί το βιολί σε μια πολύ απαιτητική μουσική δωματίου με την ορχήστρα, περισσότερο κοντά στο concerto grosso της μπαρόκ εποχής, παρά στα μεγάλα ρομαντικά κοντσέρτα της περιόδου που προηγήθηκε. Είναι ένα έργο ουσιαστικά χωρίς ελευθερίες για τον σολίστα, τα πάντα είναι οργανωμένα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Τι πιστεύετε για τον χαρακτηρισμό «νεοκλασικό», που συχνά συνοδεύει το Κοντσέρτο;

Ο Στραβίνσκυ και ο Σαίνμπεργκ θεωρούνταν στην εποχή τους πως εκπροσωπούν τις δύο αντίθετες συνθετικές τάσεις.

Ο Σαίνμπεργκ, έχοντας επινοήσει το δωδεκάφθογγο σύστημα αναζητούσε διεξόδους για το τέλμα του τονικού συστήματος, σαν επίγονος του γερμανικού ρομαντισμού.

Ο Στραβίνσκυ από την άλλη, μέσα από το καλειδοσκόπιο της χαρακτηριστικής του πολυρυθμίας, κοιτάζει ακόμα πιο πίσω στο χρόνο και αντλεί συχνά υλικό από αυτό που ονομάζουμε «παλιά μουσική».

Στην πραγματικότητα, και οι δύο συνθέτες ήταν ριζωμένοι στην παράδοση και έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τα παλαιότερα είδη μουσικής. Το Κοντσέρτο σε Ρε, ήδη από τον τίτλο του, δείχνει το τονικό του στίγμα, ενώ οι ίδιοι οι τίτλοι των μερών (Toccata, Aria I, Aria II και Capriccio) έχουν σαφείς αναφορές σε παλαιότερες μουσικές φόρμες.

Με ποιον τρόπο έχει αποτυπωθεί στο Κοντσέρτο το χρονικό πλαίσιο, αλλά και ο τόπος (Παρίσι) στον οποίον γράφτηκε;

Πράγματι, πολλές σελίδες του έργου νιώθω πως θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από τον Milhaud, με την διαύγεια στο ηχόχρωμα και τη λεπτότητα στο φρασάρισμα, ακόμα και με την συχνά τροπική του αρμονία. Ωστόσο, η τόσο προσωπική μουσική του γλώσσα, πιστεύω τελικά πως το καθιστά άχρονο.

Εκτός από εξάρχων βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης έχετε ασχοληθεί εκτεταμένα με τη σύνθεση και τη στιχουργία σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Πώς προέκυψε αυτή σας η δραστηριότητα;

Η τραγουδοποιία προέρχεται από ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν έχει σχέση με το επάγγελμα, είναι η θεραπεία μου. Η ανάγκη μου παραμένει σχεδόν η ίδια από τα 15 μου, ο πυρήνας δεν έχει αλλάξει και πολύ. Έχει μετατοπιστεί κάπως ο άξονας από τις ερωτικές ιστορίες στον τρόπο που παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, αλλά το κύριο μοτίβο εξακολουθούν να αποτελούν οι σχέσεις. Είναι η αγάπη μου για τον ποιητικό λόγο, τα σενάρια των ταινιών που γυρίζω στο μυαλό μου.

Πώς πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει η κλασική μουσική σας παιδεία το έργο σας ως συνθέτη και στιχουργού; Από ποια άλλα είδη μουσικής έχετε επηρεαστεί;

Νομίζω πως ακόμα και αν προσπαθούσα, δεν θα μπορούσα να πάψει να λειτουργεί μέσα μου η κλασική παιδεία. Ωστόσο, αν και καταπιάνομαι με πολλά είδη μουσικής, ποτέ δεν θεώρησα πως «η μουσική είναι μία».

Το βρίσκω πολύ συναρπαστικό που οι μουσικές είναι χιλιάδες, γιατί καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μας.

Αυτό που δεν αλλάζει είναι η σοβαρότητα και η προσήλωση που δείχνω σε ό,τι καταπιάνομαι. Έχω τα αυτιά μου ανοιχτά σε οτιδήποτε μπορεί να με συνεπάρει, ασχέτως είδους.

Πώς διαχειρίζεστε μια επαγγελματική αποτυχία;

Ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά για το επόμενο πρότζεκτ. Οι πιο ενδιαφέρουσες πτυχές των βιογραφικών όλων μας, είναι οι σελίδες που δεν γράφονται στα προγράμματα συναυλιών. Για κάθε μία μέρα καλλιτεχνικής αυτοπεποίθησης, κρύβεται συχνά ένας μήνας ανασφάλειας και αμφισβήτησης.

Δυστυχώς, με τον τρόπο που είναι δομημένος ο χώρος της κλασικής μουσικής, συνήθως ορίζουμε την επιτυχία ή την αποτυχία από εξωγενείς παράγοντες. Ετεροκαθοριζόμαστε συχνά από την ματιά των άλλων – πχ από έναν διαγωνισμό ή μια κριτική – και αυτό είναι μια σίγουρη συνταγή για να μην είναι κανείς ευτυχισμένος. Προσπαθώ να μην χάνω ποτέ την εσωτερική πυξίδα μου, που είναι η αγάπη μου για τη μουσική.

Από το πλήθος καλλιτεχνών που έχετε συνεργαστεί με την ιδιότητα του τραγουδοποιού, υπάρχει κάποια συνεργασία που ξεχωρίζετε;

Είμαι πραγματικά ευγνώμων σε όλους τους ανθρώπους που έβαλαν το ταλέντο τους στο να ζωντανέψουν τα τραγούδια μου. Οι σπουδαίοι ερμηνευτές που καταφέρνουν να μπουν βαθιά στο ρόλο του τραγουδιού, σε παρασέρνουν στο να πιστεύεις πως τα λόγια είναι δικά τους. Κατά κάποιο τρόπο, όταν κάποιος άλλος λέει ένα τραγούδι σου, γίνεται εν μέρει συμμέτοχος στο περιεχόμενό του, αλλά αυτό για μένα είναι κομμάτι της μαγείας.

Έχετε εκπονήσει διδακτορικό πάνω στο βιολιστικό έργο του Νίκου Σκαλκώτα. Για ποιο λόγο προτιμήσατε το επάγγελμα του μουσικού από μια ενδεχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα;

Η διδακτορική μου διατριβή προέκυψε από την ενδιαφέρον μου για την σε βάθος γνώση της μουσικής, αλλά ωστόσο δεν θα άλλαζα ποτέ τη ζωή μέσα στη μουσική πράξη.

Εκτός από βιολί, γνωρίζετε κάποιο άλλο όργανο; Υπάρχει κάποιο όργανο που θα θέλατε να γνωρίζετε;

Παίζω λίγο πιάνο, τόσο όσο μου χρειάζεται για να γράφω μουσική. Αν υπάρχει όμως κάποιο μουσικό ταλέντο που θα ήθελα να έχω, αυτό θα ήταν το χάρισμα μιας καλής φωνής.

Σκεφτήκατε ποτέ να εγκαταλείψετε την Ελλάδα και να επιδιώξετε να εργαστείτε σε κάποια μεγάλη ορχήστρα του εξωτερικού;

Αυτό το ερώτημα με απασχόλησε πολύ έντονα τα χρόνια των σπουδών μου, όπως νομίζω και τους περισσότερους Έλληνες μουσικούς. Στην δική μου περίπτωση αυτό απαντήθηκε όταν ήμουν 24, όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην ΚΟΑ, και από εκεί και πέρα η ζωή μου χτίστηκε στην Ελλάδα.

Πάντα τα μεγάλα μουσικά κέντρα λάμπουν μπροστά μας σαν φάροι – τα τελευταία 2 χρόνια ειδικά μου έλειψαν αφάνταστα τα ταξίδια. Μέσα στην καραντίνα μου έλειψε η αλληλεπίδραση με διαφορετικούς μουσικούς από άλλα μέρη, που πάντα σου διευθύνει τους ορίζοντες.

Δεν θα ήθελα ωστόσο να ζήσω σε άλλη χώρα, είμαι ευγνώμων για την δουλειά μου στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Ως ως προς τη μουσική καθεαυτή, θα ήμουν ευτυχισμένος παντού. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι άνθρωποι γύρω μας, η βαθύτερη επικοινωνία, οι δεσμοί που φτιάχνουμε.

Με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι επηρέασε το κοινό και τους μουσικούς η μεγάλης διάρκειας απουσία από τις αίθουσες;

Ελπίζω να μην επηρέασε πολύ. Όταν επιστρέψαμε στις αίθουσες νιώθαμε όλοι συγκίνηση και μια πρωτόγνωρη έξαψη. Για εμάς τους μουσικούς, η μουσική πράξη είναι γεγονός που χρειάζεται την ανατροφοδότηση του κοινού για να υπάρξει, δεν γίνεται σε κενό αέρος. Πιστεύω ακράδαντα πως η στιγμή που μεταμορφωνόμαστε σε κοινωνία, είναι η στιγμή που μετέχουμε στις παραστατικές τέχνες. Αλλιώς είμαστε ένα τυχαίο αριθμητικό σύνολο ανθρώπων που ζουν στην ίδια πόλη.

Ίσως το μόνο θετικό αποτύπωμα στην εποχή του lockdown για τις κρατικές ορχήστρες της χώρας να είναι το γεγονός πως αφήσαμε ένα σημαντικό υλικό αποτύπωμα της δουλειάς μας μέσα από τις μαγνητοσκοπήσεις και τις ηχογραφήσεις, κάτι που σε κανονικές συνθήκες θα συνέβαινε σποραδικά και με πολύ πιο αργούς ρυθμούς.

Το πιο τρομακτικό θα ήταν να συνηθίσουμε στην ιδέα πως οι παραστατικές τέχνες ανήκουν στη σφαίρα του «μη απαραίτητου». Ο συμβολισμός της ορχήστρας σαν μικρογραφία ενός κοινωνικού συνόλου, με διακριτούς ρόλους και ταυτόχρονα με σύμπνοια και ομαδικότητα, είναι ανεπανάληπτος.

Πώς θα προετοιμαστείτε λίγο πριν ανεβείτε στη σκηνή για να ερμηνεύσετε;

Ιδανικά μου αρέσει να έχω την ευκαιρία να επεξεργάζομαι τον χώρο της συναυλίας, να νιώσω οικεία με την ακουστική του χώρου. Η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», εκτός από την εξαιρετική της ακουστική, είναι πολύ γνώριμος και φιλόξενος χώρος, και γι’ αυτό ανυπομονώ.

***

INFO

Παρασκευή, 5 Νοεμβρίου 2021 στις 20.30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Online αγορά εισιτηρίων

Δημοφιλή