«Οι πολιτικοί είναι ψεύτικα πρόσωπα, είναι θεατρίνοι»

Εις μνήμην Βασίλη Αλεξάκη
BERTRAND GUAY via Getty Images

«Να σας πω τι νοσταλγώ από το ελληνικό καλοκαίρι; Το ούζο που θα πιώ σε ένα καφενεδάκι στην Τήνο κοντά στο λιμάνι. Δεν υπάρχει εκεί καμία εκπληκτική ομορφιά, όπως βλέπουμε στη Σαντορίνη, όπως βλέπουμε σε άλλα νησιά. Είναι ένα απλό καφενείο, ένα σημείο που εγώ το βρίσκω μαγικό, διότι με ανακουφίζει από πάρα πολλά πράγματα. Όλο το χρόνο, περιμένω αυτό το ούζο, να κουνήσω λίγο το ποτήρι μέχρι να διαλυθούν τα παγάκια. Αυτή η μικρή μουσική που κάνουν τα παγάκια είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει για μένα το ελληνικό καλοκαίρι».

Η Τήνος του και το ελληνικό καλοκαίρι στάθηκαν η αφορμή να τα πούμε πρώτη φορά από κοντά τον Ιούνιο του 2008. Εκεί στο δεύτερο υπόγειο, με το τραπέζι του πινγκ-πονγκ, το συρτάρι με το «Grande Robert de la Langue Française», το πολύτομο λεξικό της γαλλικής γλώσσας, το τραπεζάκι με το σημειωματάριο, τα τσιγάρα, τα σπίρτα, το τσιμπούκι, το ποτήρι με το κόκκινο κρασί, καρφιτσωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες στον τοίχο. . Με τον ακάλυπτο και τις λεμονιές απ’ έξω να λούζουν με φως και αρώματα το δωματιάκι ησυχαστήριό του, πάνω από τον Άγιο Διονύσιο.

«Ο πατέρας μου έχει γεννηθεί στη Σαντορίνη. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια, τρεις μήνες μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια, δηλαδή τότε που έγινε ο μεγάλος σεισμός και πέσανε όλα τα σπίτια. Ο πατέρας μου ως Σαντορινιός ονειρευόταν πάντα να έχει ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει στη Σαντορίνη, όπου άλλωστε δεν είχαμε εμείς οικογενειακό σπίτι. Κάποτε περνώντας από την Τήνο είδε μια τελείως έρημη παραλία όπου υπήρχε μόνο ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Αϊ-Γιάννη και η παραλία λεγόταν και λέγεται Γιαννάκη. Κουβεντιάζοντας με έναν καφετζή από το χωριό ψηλά από το βουνό, του είπε το όνειρό του. Ο καφετζής τού λέει ”σου χαρίζω εγώ ένα οικόπεδο, φτάνει να χτίσεις”. Και του το χάρισε και έχτισε ο πατέρας μου. Ήταν δυσκολότατο να πάει τότε κανείς σε εκείνη την παραλία, δεν υπήρχαν δρόμοι, δεν υπήρχε τίποτα, με τα γαϊδούρια έπρεπε να κάνει κάνεις τη διαδρομή. Έχτισε ένα σπίτι το 1966».

Σχεδόν κάθε καλοκαίρι όταν επέστρεφε από την Τήνο στην Αθήνα συναντιόμαστε σε εκείνο το υπόγειο της παλιάς πολυκατοικίας του κέντρου. Η Γαλλία είχε σταθεί καλή μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Είχε τιμηθεί με πολλές διακρίσεις: με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, το Βραβείο Αλμπέρ Καμύ, το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας. Το 2013 ήρθε στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα και μίλησε στα παιδιά, τους είπε για την υποτροφία στα δεκαεφτά του, όταν έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Le Monde για 15 χρόνια. Συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εαυτό του μετανάστη.

«Αγαπούσα πάρα πολύ το διάβασμα», τόνισε στα παιδιά. «Οι καλύτερές παιδικές μου στιγμές ήταν όταν πλάγιαζα το βράδυ με ένα βιβλίο και το προχωρούσα. Ένιωθα πάρα πολύ χαρούμενος! Λοιπόν, αυτή τη χαρά ήθελα να την κρατήσω, αλλά κατασκευάζοντας πλέον εγώ ο ίδιος τις ιστορίες…Δεν χρειάζεται να είστε ιδιαίτερα ευφυείς για να γράψετε ένα μυθιστόρημα. Χρειάζεται αθωότητα, να πιστεύεις στην ιστορία σου, να είσαι λίγο παιδί επειδή κάνεις ένα παραμύθι».

Μετά από δυο χρόνια κυκλοφόρησε «Ο μικρός Έλληνας», όπου ο αφηγητής βρίσκεται στο νοσοκομείο για εγχείρηση στο πόδι και μετά, μένει σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Oι Κήποι γίνονται η πηγή της έμπνευσής του. Ξαφνικά εμφανίζονται όλοι οι ήρωες των παιδικών του χρόνων: Από τον Γιάννη Αγιάννη, τον Μάριο και την Τιτίκα των «Αθλίων» μέχρι τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Γιώργο Θαλάσση.

«Αυτοί οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων είναι που με έκαναν να αγαπήσω τη λογοτεχνία και να διαλέξω αυτό το επάγγελμα. Κάποτε έπρεπε να τους πω ένα ευχαριστώ. Τους νοσταλγούσα κιόλας, αναρωτιόμουν τι εντύπωση θα μου έκαναν όλα αυτά τα βιβλία τώρα που μεγάλωσα. Την ιδέα του μυθιστορήματος μου την έδωσε αυτή η αναπηρία που είχα για δύο μήνες, όταν έκανα μια σημαντική εγχείρηση σε μια αρτηρία στο πόδι και κυκλοφορούσα με πατερίτσες».

Ο ίδιος είχε άποψη για τη γλώσσα των πολιτικών:

«Χωρίς κανένα ενδιαφέρον, μια γλώσσα της απάτης, φτιαγμένη στα μέτρα αυτών που τη χειρίζονται. Οι πολιτικοί λένε αυτά που θέλει ο κόσμος να ακούσει, είναι μια γλώσσα εξ ορισμού δημαγωγική. Δεν είναι η γλώσσα της αλήθειας. Δεν έχω ακούσει έναν πολιτικό να λέει ωμά μια αλήθεια, γι′ αυτό και οι πολιτικοί δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Είναι ψεύτικα πρόσωπα, είναι θεατρίνοι. Δεν κάνει κανείς μυθιστόρημα με θεατρίνους. Το μυθιστόρημα επιδιώκει να αποκαλύψει μια αλήθεια, βαθύτερη, ανθρώπινη, ουσιαστική. Οι πολιτικοί είναι ακριβώς το αντίθετο, είναι σαν κούκλες, σαν μαριονέτες».

Όσο για το παράθυρο αισιοδοξίας του; «Μου το ανοίγει η νεολαία. Πηγαίνω συχνά στα Εξάρχεια και βλέπω τους νέους να συζητάνε, εκεί στο παρκάκι Ναυαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής γωνία, που το φύτεψαν οι κάτοικοι. Αισιοδοξώ, χαίρομαι, σκέφτομαι ότι από αυτές τις κουβέντες στα σκοτεινά δρομάκια μπορεί να βγει κάτι σημαντικό για τη χώρα».

-Αν οι απατεώνες ήταν αεροπλάνα, η Ελλάδα θα ήταν αεροδρόμιο; -«Διαρκώς ανακαλύπτουμε ότι από την ηγεσία της χώρας μέχρι τους τελευταίους ασήμαντους υπαλλήλους, πολλοί έχουν επωφεληθεί της φαινομενικής οικονομικής άνθησης για δικό τους συμφέρον. Ο αριθμός των απατεώνων μού κάνει μεγάλη εντύπωση».

Τακτικά τα τελευταία χρόνια, όσο του το επέτρεπε η υγεία του, διοργάνωνε και δίδασκε στο καθιερωμένο σεμινάριο δημιουργικής γραφής στον Πολυχώρο Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη. Χρησιμοποιούσε τις ασκήσεις που επινοήθηκαν από την ομάδα OULIPO (Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας, Παρίσι) και στο πλαίσιο της σχετικής εκπομπής του Τρίτου Προγράμματος της γαλλικής ραδιοφωνίας, στην οποία συμμετείχε επί 15 χρόνια, επέβαλε κανόνες στους γράφοντες (όπως η υποχρεωτική αναφορά σε κάποιες λέξεις, διαλεγμένες στην τύχη), κανόνες που, αν και φαινομενικά καθιστούν πιο δύσκολο το παιχνίδι της γραφής, στην πραγματικότητα το διευρύνουν, του δίνουν αναπάντεχες κατευθύνσεις και λειτουργούν ως ερεθίσματα.

Σε μια ακόμη συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» εξηγούσε γιατί η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένα παιχνίδι για μικρά και μεγάλα παιδιά. AΣΚΗΣΗ «Ανοίξτε τώρα τον τηλεφωνικό κατάλογο των νησιών του Αιγαίου, πηγαίνετε στη νήσο Θήρα και στη σελίδα 55. Ετοιμάστε μια νουβέλα βασισμένη στα επώνυμα που συναντήσατε. Διαθέσιμος χρόνος, είκοσι λεπτά». Ιδού ένα δείγμα γραφής: «Ο Εξαρχος Κωνσταντίνος από τον Πύργο γνώρισε τη Ζώρζου Φλώρα, νοσοκόμα, ένα βράδυ στο Καμάρι, όταν ο αρχιτέκτων μηχανικός Κολομπάρης Κυριάκος, γιος του Ζώρζου Σταύρου και της Ιωάννου Γεωργίας, ενοικιάσεις μοτοποδηλάτων, γιόρταζε παρέα με τον Ζαμπάνη Αργύρη, ενοικιαζόμενα δωμάτια, τους Ζαράνη και Κοιλιακήδη, του Λατομείου της Επισκοπής, τον καφετζή Ιωακειμίδη Ιωάννη, πίνοντας ερυθρό κρασί σε φιάλη, στο μπαρ δίπλα στο κονσερβοποιείο του Μονόλιθου...». «Δυστυχώς, το σχολείο δεν προτρέπει τους μαθητές να κάνουν χρήση της φαντασίας τους», συνήθιζε να μου λέει.

«Η γραφή είναι βέβαια ένα άγχο. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου αποκαλύψουν οι λέξεις. Μπορεί να σε πληγώσουν, μπορεί και να σε κάνουν να γελάσεις. Θέλω να πω ότι η γραφή είναι επίσης ένα παιχνίδι: οι λέξεις θυμούνται τα νεανικά μας χρόνια, μας ξέρουν από παιδιά. Δυστυχώς, το σχολείο δεν προτρέπει τους μαθητές να κάνουν χρήση της φαντασίας τους. Η φαντασία είναι μια μορφή αμφισβήτησης του ίδιου του σχολείου, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Είναι μια μεγάλη χαρά να έχεις μπροστά σου μια λευκή κόλλα χαρτί. Να κάνεις χρήση της ελευθερίας σου».

Την τελευταία φορά που τον είδα στην Αναγνωστοπούλου θυμηθήκαμε το «Τάλγκο» (Εξάντας, 1982), το πρώτο του έργο γραμμένο στα ελληνικά που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία. Το 1984 έγινε ταινία από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας». Μου είχε χαρίσει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη Μπέτυ Λιβανού και τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο, από κάποια πλάνα της ταινίας. Με σχετική αφιέρωση της καρδιάς.

Στο καλό αγαπητέ κύριε Βασίλη.

Δημοφιλή