Τα «Παιδιά του Χάους» που άλλαξαν τον κόσμο

Συνέντευξη με τον Κρις Τζέιμς, δημιουργό του graphic novel εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση.
.
.
.

Έχουμε μια τάση σαν λαός να απορρίπτουμε την ιστορία μας ή την παράδοσή μας ως οπισθοδρομική και ασύμβατη με αυτό που θεωρούμε ότι είμαστε σήμερα και σε σχέση με τον δυτικό – ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Όμως, όταν αυτά τα οποία απορρίπτουμε ανακαλύπτονται από ξένους και ξαναπαρουσιάζονται σ΄εμάς, τότε όχι μόνο τα αποδεχόμαστε, αλλά νιώθουμε και ιδιαίτερα περήφανοι.

Αυτό έχει συμβεί, πρόσφατα με την λαϊκή τέχνη, με το δημοτικό τραγούδι, αλλά και με την Ελληνική Επανάσταση, που όπως φαίνεται 200 χρόνια μετά αντί να ενώνει ακόμη διχάζει.

Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε τα αίτια της εθνικής μας μειονεξίας, όμως αυτό που μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα είναι ότι οι ψυχολογικές, ιδεοληπτικές και διανοητικές μας αγκυλώσεις, δεν μας έχουν επιτρέψει να εμπνευστούμε από το παρελθόν μας, να αντλήσουμε από αυτό και να το εκσυχρονίσουμε, ανακαλύπτοντας παράλληλα διαχρονικά νοήματα και προτάσεις.

Αυτά που εμείς απαξιώνουμε ως ξεπερασμένα, αποτελούν θησαυρό για κάποιους άλλους ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την Ελλάδα. «Βουτάνε» σε αυτά ως πηγή έμπνευσης, βρίσκουν σκοπό και μια φρεσκάδα.. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα αντιμετωπίζουν ως Ιερό Δισκοπότηρο, άλλωστε δεν έχουν καμία υποχρέωση να το κάνουν. Όποιος ξεκινά ένα τέτοιο διανοητικό ταξίδι, εάν έχει καθαρό μυαλό και αγνές προθέσεις μπορεί να βρει το δρόμο.

Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται να είναι και ο βραβευμένος Αμερικανός συγγραφέας/ηθοποιός και σκηνοθέτης Κρις Τζέιμς, ο οποίος δημιούργησε το graphic novel «Sons Of Chaos» ή «Τα Παιδιά Της Επανάστασης» στην ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις «Κάκτος».

Πρόκειται για ένα κόμικ εμπνευσμένο από την Επανάσταση του 1821 το οποίο εικονογραφεί ο Αργεντινός κομίστας Αλε Αραγκον.

Πρωταγωνιστές της ιστορίας, η οποία κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Αλή Πασάς. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει σε αυτό που στην Ελλάδα επιχειρείται να αποδομηθεί ως μύθος, «Τον χορό του Ζαλόγγου».

Στόχος του κ. Τζέιμς δεν ήταν να διηγηθεί ή να καταγράψει με πιστότητα ένα κομμάτι της Ελληνικής Επανάστασης. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για ένα γεγονός επικών διαστάσεων που επέδρασε καταλυτικά στη ροή της παγκόσμιας ιστορίας και του Δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, όπως τονίζει, το τόσο σημαντικό παρελθόν μας είναι άγνωστο πέρα από τα σύνορά μας, ιδίως στην Αμερική.

«Πρόκειται για μία φανταστική ιστορία, βασισμένη σε πολλά πραγματικά γεγονότα. Πρόθεσή μου είναι το βιβλίο να παρουσιάσει στον κόσμο έναν πόλεμο για τον οποίο οι περισσότεροι ελάχιστα γνωρίζουν και να κεντρίσει το ενδιαφέρον για πλατύτερη ενημέρωση γύρω από αυτό το τόσο κοντινό τελικά παρελθόν μας», λέει ο ίδιος.

Η διακαής περιέργεια να κατανοήσω όχι μόνο τι ήταν αυτό που έκανε τον Αμερικανό δημιουργό να ασχοληθεί με την δική μας Επανάσταση, αλλά και πως τη συνδέει με το σήμερα, με ώθησε να επικοινωνήσω μαζί του και το αποτέλεσμα είναι η συνέντευξη που ακολουθεί.

.
.
.

Κύριε Τζέιμς, αναπόφευκτα θα αρχίσω με ορισμένες συνηθισμένες ερωτήσεις: ποια ήταν η σχέση σας με την Ελλάδα πριν τη συγγραφή του βιβλίου;

Για να είμαι ειλικρινής, προτού εμπλακώ στη διαδικασία μιας βαθύτερης και καλύτερης κατανόησης της ιστορίας της Ελλάδας, με αφορμή τη δημιουργία του συγκεκριμένου έργου, ήμουν ο τυπικά απαίδευτος και αφελής ξένος σε σχέση με οτιδήποτε ελληνικό.

Οι ασήμαντες διανοητικές μου συνδέσεις απαρτίζονταν από διακοπές στα νησιά και ακολασία, τζατζίκι και ούζο, μυθολογία, Σπαρτιάτες, δημοκρατία και κίονες.

Είχα ψυχικές ελπίδες και εικόνες, εάν μπορώ να το πω έτσι, να ταξιδέψω στα νησιά και μια μέρα να αποτινάξω από επάνω μου αυτή την άγνοια και το μυστήριο που αποτελούσε για εμένα η έλλειψη έκθεσής μου στην Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό. Ένας μακροσκελής τρόπος για να σας δώσω την εικόνα της σχέσης μου με την Ελλάδα. Με λίγα λόγια: αρχικά ήταν ασήμαντη, εάν όχι ανύπαρκτη.

.
.
.

Αρχικά να σας ρωτήσω γιατί δεν επιλέχθηκε ο τίτλος της αμερικάνικης έκδοσης “Sons of Chaos” και για την ελληνική έκδοση; Μπορείτε να μου πείτε τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε; Ξεκίνησε ως μια επιφοίτηση της στιγμής ή προέκυψε από μια δική σας εσωτερική αναζήτηση;

Ο τίτλος στα ελληνικά προέκυψε έπειτα από διαβουλεύσεις με τον Έλληνα εκδότη και αποφασίστηκε πως θα ήταν καλύτερα να έχει αναφορά στην Επανάσταση έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να ταυτιστούν και να τον προσέξουν.

Ο τίτλος της έκδοσης στην αγγλική γλώσσα επιλέχθηκε καθώς συμπύκνωνε μερικές διαφορετικές έννοιες που ωστόσο συνδέονται τόσο με την ιστορία, όσο και με μια αναφορά στην Ελληνική κοσμογονία και το Χάος απ΄όπου προέκυψαν όλες οι πρωτογενείς θεότητες της Ελληνικής Μυθολογίας και η γένεση των πάντων.

Ένα βασικό σημείο το οποίο είχε αντίκτυπο σ΄εμένα ήταν η σκέψη του πως θα ήταν να είσαι παιδί και να ζεις την εποχή της Επανάστασης.

Ένα παιδί το ο οποίο να μην έχει κανενός είδους επίγνωση για το πως μπορεί να είναι η ζωή πέρα από αυτό το πλαίσιο της ανασφάλειας που ζει, μιας ανασφάλειας όμως στο υψηλότερο επίπεδο. Σκεφτείτε ένα παιδί μέλος μιας οικογένειας Σουλιωτών κατά την περίοδο των διαρκών συμπλοκών που διήρκησαν για δεκαετίες πριν καταλήξουμε στην Επανάσταση.

Σκεφτείτε να ζούσατε εκείνη την εποχή και να ξυπνάτε κάθε μέρα στο πιο απρόβλεπτο περιβάλλον. Να μην γνωρίζετε ποιος θα σας επιτεθεί, ποιον θα σκοτώσετε ή ποιος από τους ανθρώπους σας, τους φίλους σας, την οικογένειά σας θα χαθεί.

Αυτή είναι η πραγματικότητα που με συνεπήρε όταν επιβράδυνα τους ρυθμούς της σκέψης μου προκειμένου να αναλογιστώ τη ζωή που αντιμετώπιζαν όλοι εκείνοι που είχαν εγκλωβιστεί σε μια άλυτη εξίσωση, σε μια πραγματικότητα που τους ξεπερνούσε.

.
.
.

Αυτή ήταν η πραγματικότητα στην οποία είχαν γεννηθεί, η μοίρα τους είχε αποφασιστεί ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους ή την όποια επιθυμία τους.

Για τους περισσότερους από εμάς που έχουμε γεννηθεί σε μια εποχή ανέσεων, όπου θεωρούμε πως δικαιούμαστε τα πάντα, οι ζωές εκείνων των ανθρώπων βρίσκονται στο άλλο άκρο της ύπαρξης. Το πως ήταν η ζωή πριν από 200 χρόνια είναι σχεδόν αδύνατο να το συλλάβεις και να το κατανοήσεις πλήρως.

Πόσον καιρό εργαστήκατε για τη συγγραφή του βιβλίου;

Οι αρχικές σκέψεις ξεκίνησαν πριν από 11 χρόνια κατά τα οποία αφιέρωσα ενάμιση χρόνο διαβάζοντας και ερευνώντας. Ταξίδεψα στην Ελλάδα, έτσι ώστε να έχω και καλύτερη αντίληψη για το κάθε μέρος και προσπάθησα να φανταστώ κάθε μάχη και περιστατικό που μπορεί να έλαβε χώρα στις συγκεκριμένες περιοχές στις οποίες βρέθηκα. Στη συνέχεια για ένα χρόνο βίωσα την επίπονη διαδικασία να γράφω και να ξαναγράφω την ιστορία σε μορφή σεναρίου και έπειτα για άλλα δύο χρόνια κόπιασα για να την διαμορφώσω σε graphic novel

.
.
.

Πώς εσείς ένας Αμερικανός δεν ακολουθήσατε το μοτίβο που ακολουθούν άλλοι ξένοι ταξιδιώτες όταν έρχονται στην Ελλάδα; Δηλαδή την προσέγγιση της χώρας ως μιας πολιτισμικής Ντίσνεϊλαντ ή ως τόπο (όχι ως χώρα) διακοπών και ξεγνοιασιάς;

Νωρίς στην παιδική μου ηλικία, είχα την τύχη να κάνω ορισμένα ταξίδια με τον θείο μου και την θεία μου. Οι δύο τους ήταν το αντίθετο από αυτό που ήταν η μητέρα μου. Πολύ συγκεντρωτικοί και συντηρητικοί. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τη ζωή μου στο σπίτι, όπου ήμουν μοναχοπαίδι με μια εργαζόμενη μητέρα. Για να σας δώσω να καταλάβετε, σε πολύ μικρή ηλικία είχα σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Συχνά μαγείρευα μόνος μου και επέλεγα τι θα φάω. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε όταν ήμουν στο σπίτι των συγγενών μου. Η θεία μου δεν μου επέτρεπε να σηκωθώ από το τραπέζι εάν δεν είχα τελειώσει το φαγητό μου, το οποίο πολλές φορές προετοίμαζε γνωρίζοντας ότι δεν θα μου άρεσε.

Κάποια στιγμή όταν ήμουν περίπου 14 ετών, πήγαμε για σκι στο Innsbruck στην Αυστρία. Είχαν πληρώσει το πακέτο της εκδρομής και η αίσθηση που είχα στο ξενοδοχείο ήταν ότι δεν είχα φύγει ποτέ από τις ΗΠΑ. Ο κλασσικός μπουφές πρωινού και μετά επιβιβαζόμασταν στο πούλμαν που μας πήγαινε για σκι. Με το ίδιο πούλμαν επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο. Η ίδια, απαράλλαχτη ρουτίνα επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Όσο περνούσαν οι μέρες άκουγες μόνο αγγλικά ενώ περνούσαμε μπροστά από αυτά τα πανέμορφα κτίρια και τους λιθόστρωτους δρόμους. Η αρχιτεκτονική μου θύμιζε την Ντίσνεϊλαντ και το μόνο που ήθελα ήταν να περιπλανηθώ και να εξερευνήσω την πόλη.

Τότε αυτό που συνειδητοποίησα ήταν ότι εάν δεν εξασκούσα πίεση και δεν κινούμουν δυναμικά για να αλλάξω την κατάσταση, οι μέρες θα διαδέχονταν η μια την άλλη και θα επέστρεφα στις ΗΠΑ χωρίς να έχω βιώσει τίποτα από την Αυστρία.

Έτσι ένα βράδυ κρυφά ξεγλίστρησα από το ξενοδοχείο και περιπλανήθηκα στην πόλη. Με κάποιο τρόπο, παρότι βρισκόμουν σε μια διανοητική κατάσταση φόβου και συστολής, κατάφερα και βρήκα το κουράγιο και προσέγγισα ένα νυχτερινό κέντρο όπου προς μεγάλη μου έκπληξη μου επέτρεψαν την είσοδο. Τότε ήταν που η μαγεία ξεχύθηκε και διαπίστωσα ότι ο έξω κόσμος ήταν πολυεπίπεδος και θαυμαστός σε σχέση με τη χώρα από την οποία προερχόμουν.

Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, οπότε θα ολοκληρώνονταν οι διακοπές μου στην Αυστρία, είχα γίνει μέρος της κουλτούρας τους και είχα ήδη αποκτήσει κάποιους φίλους οι οποίοι μου έδειξαν τον τρόπο ζωής τους, τουλάχιστον τον νυχτερινό. Τα μπαρ, τα κλάμπ, το κονιάκ, την ασύλληπτη ανατολή που προλάβαινα να απολαύσω πριν βιαστώ να επιστρέψω στο ξενοδοχείο χωρίς να με καταλάβουν οι δικοί μου. Και έπειτα άρχιζε πάλι η ρουτίνα της επιβίβασης στο πούλμαν για να πάμε για σκι. Όμως αυτή η εμπειρία που διεκδίκησα διαμόρφωσε για πάντα τη ζωή μου.

Είχε να κάνει με τη βαθύτερη επιθυμία μου να γίνω μέρος του κόσμου και να κατανοήσω την κάθε διαφορετική κουλτούρα πέρα από την δική μου. Έμοιαζε σαν να ζούσα μέσα σε μια κινηματογραφική ταινία, μια ταινία ενδιαφέρουσα και διαφορετική από αυτήν που γνώριζα.

Η έλλειψη ιστορίας και πολιτισμού που χαρακτήριζε το μέρος όπου μεγάλωσα το έκανε πλέον να φαίνεται τόσο τετριμμένο σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και αυτή η αίσθηση που με συνεπήρε, όπως σας περιέγραψα, αφορά και την Ελλάδα σε υπερθετικό βαθμό σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο μέρος έχω γνωρίσει στον κόσμο.

Τα πολλά στρώματα που απαρτίζουν το παρελθόν της Ελλάδας, η εξέλιξη των ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου, οι αδιάκοπες καινοτομίες, η στοχαστική διάθεση και η εφευρετικότητα, η εγκεφαλική και σωματική πρωτοτυπία που δημιουργήθηκε από τους Έλληνες κατά την πάροδο του χρόνου εμπεριέχουν ένα μυστήριο που μαγνητίζει τους ξένους, όσους τουλάχιστον επιβραδύνουν για να μπορέσουν να το παρατηρήσουν.

.
.
.

Σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η ομαδοποίηση, και η κουλτούρα του no border (χωρίς σύνορα) εσείς καταπιαστήκατε με ένα θέμα που εμπεριέχει ακριβώς τα αντίθετα. Δηλαδή την ταυτότητα, την έννοια του έθνους και της πατρίδας για τα οποία αξίζει κάποιος να θυσιαστεί. Θέλετε να μας μιλήσετε περισσότερο σχετικά με αυτό;

Αυτά είναι απαιτητικά ζητήματα διότι ως ανθρωπιστής θέλω να δω τον κόσμο να συνυπάρχει, να συνενώσουμε την εμπειρία μας όπου η κάθε κουλτούρα θα συνεισφέρει το δικό της κομμάτι εμπειρίας, γνώσης και σοφίας που έχει αποκτηθεί μέσα από τη ζωή και τα βιώματά της και που όλα αυτά θα μπορέσουν τελικά να οδηγήσουν σε μια παγκόσμια αφύπνιση, διαμορφώνοντας τη ζωή του καθενός προς το καλύτερο.

Η παγκόσμια ενοποίηση είναι στ΄αλήθεια το κλειδί για να αυξήσουμε και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής με κάθε πιθανό τρόπο για όλους.

Για να είναι αυτό εφικτό, πρέπει να διαφυλάσσουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα η οποία διαφοροποιεί την εμπειρία και διατηρεί την ποικιλομορφία προοπτικών. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου οι ιδέες να συνεχίσουν να εξελίσσονται μέσα από μια ποικιλία νοοτροπιών, έτσι ώστε να συνεχίσουμε να κοιτάμε το κάθε ζήτημα που αντιμετωπίζουμε με πληθώρα τρόπων έως ότου καταλήξουμε με τις καλύτερες πιθανές απαντήσεις για την κάθε δεδομένη κατάσταση.

Ως εκ τούτου, η αξία της ταυτότητας και του πολιτισμού είναι πρωταρχικής σημασίας προκειμένου να μην ομογενοποιηθούμε σε «έναν τρόπο σκέψης». Kάτι που ήδη συμβαίνει με πολλές μορφές, δεδομένης της επιρροής των αλγορίθμων οι οποίοι ορίζουν τις καθημερινές μας εμπειρίες ενσταλάζοντας στους ανθρώπους ένα ψυχολογικό DNA, μια γενετική σύνθεση της Google, της Amazon ή του Facebook.

Για να απαντήσω στο ερώτημά σας, ονειρεύομαι απόλυτα έναν κόσμο χωρίς σύνορα στον οποίο θα μοιραζόμαστε με τους γείτονές μας τα καλύτερα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν.

Ωστόσο εάν αυτοί οι γείτονες προσπαθούν να σαμποτάρουν το ποιοι και τι είμαστε, τότε αυτή η σύλληψη, αυτή η ιδέα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να μετατοπισθεί σε μια κατάσταση συντήρησης, άμυνας.

Αυτό αντιμετώπιζαν και οι Έλληνες όταν μια γειτονική αυτοκρατορία αποφάσισε να οικειοποιηθεί κάτι που δεν ήταν δικό της. Και με κάποιον θαυμαστό τρόπο οι Έλληνες διατήρησαν την αυτονομία τους, όλους αυτούς τους αιώνες και έκαναν πραγματικότητα το απίστευτο σενάριο της επιστροφής τους στην ελευθερία.

.
.
.

Είναι σύμπτωση, αποτέλεσμα υπολογισμού ή ποιητική προφητεία το γεγονός ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821;

Σίγουρα θα έλεγα πως ήταν ποιητική προφητεία δεδομένου ό τι σε καμία περίπτωση δεν είχα σκεφτεί το πόσο εκτεταμένη θα ήταν αυτή η δουλειά.

Ακόμη και το γεγονός ότι όλη αυτή η διαδικασία διήρκησε μια δεκαετία, όταν το αναλογίζομαι μπορώ να πω πως είναι κάποιου είδους σοκ για εμένα παρά πρόθεση.

Όμως αυτό καθόρισε ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησα και όπως φαίνεται από την πορεία και τη δημιουργική περιπέτεια στην οποία ενεπλάκην. Στο τέλος, εκτός από τον covid που χάλασε εν πολλοίς την επέτειο για τα 200 χρόνια και της οποίας ενθέρμως ήθελα να είμαι μέρος της, η δημοσίευση του βιβλίου μοιάζει να συνέβη την πλέον κατάλληλη στιγμή.

Μια σύμπτωση την οποία δεν ξέρω εάν την έχετε υπόψη σας είναι ότι το 2020 στην Ελλάδα γιορτάσαμε τα 2.500 από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, χάρη στην οποία, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για δυτικό πολιτισμό. Το 2021 έχουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Πιστεύετε ότι αυτή επηρέασε τον δυτικό ή τον ευρωπαϊκό πολιτισμό κι αν ναι, πώς;

Είναι αδύνατο να πει κάποιος με βεβαιότητα τι θα είχε συμβεί χωρίς την πετυχημένη εξέγερση των Ελλήνων το 1821, όμως είναι πολύ πιθανό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είχε συνεχίσει να επεκτείνεται προς τη Δύση και ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις και τη στάση των συμμάχων, ίσως να είχε παντελώς εξαλείψει τη Δυτική Ευρώπη.

Υποθέτοντας ότι τα Δυτικά έθνη θα συνεργάζονταν για αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, το πιο πιθανό είναι ότι στο τέλος θα επικρατούσαν.

Όμως εάν η Επανάσταση του 1821 δεν είχε συμβεί για 50 ή 100 χρόνια και οι Έλληνες δεν είχαν υποκινήσει αυτό το κίνημα, είναι πολύ πιθανό ότι περισσότεροι Έλληνες και ο ελληνικός πολιτισμός θα είχαν αποδομηθεί και η ικανότητά τους να διαφυλάξουν και να διατηρήσουν την κουλτούρα τους, θα είχε φθίνει ακόμη περισσότερο.

Βλέπετε κάποια συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων ιστορικών γεγονότων;

Την πιο προφανή ομοιότητα ή συνέχεια που διακρίνω, είναι κατά την άποψή μου, αυτό το κάτι που είναι χαραγμένο βαθιά στο Ελληνικό DNA και το οποίο ενεργοποιείται όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Επανειλημμένα οι Έλληνες στην ιστορία τους βρέθηκαν σε καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να τους καταστρέψουν ή να τους εξαλείψουν ως έθνος, από τη Σαλαμίνα έως τους Οθωμανούς, ακόμη και σήμερα με την οικονομική κατάρρευση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η χώρα σας.

Και όμως σε κάθε τέτοια στιγμή ανυπέρβλητης δυσκολίας οι Έλληνες σταματούσαν να πλακώνονται μεταξύ τους και για μια βραχεία χρονική στιγμή ενώνονταν και υπερέβαιναν την πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν.

Πρόκειται για κάτι ξεχωριστό που βρίσκεται σε αυτή την εξίσωση επιβίωσης που χαρακτηρίζει την ελληνική κληρονομιά και αποδεικνύει την αλήθειά της συνεχόμενα στην πάροδο των χρόνων.

Και αυτό εφαρμόζεται και στην καθημερινή ζωή όταν αντιμετωπίζουν απλά καθημερινά προβλήματα και όχι απαραίτητα αυτά τα κολοσσιαία που συζητάμε.

Σε αυτήν την ελληνική κληρονομιά θα μπορούσαμε να βρούμε την απάντηση που χρειαζόμαστε για να κάνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος.

Θα επιμείνω στο θέμα της συνέχειας και της αντίληψης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από τους ανθρώπους εκείνους που ήταν υπόδουλοι για 400 χρόνια. Νομίζω έμμεσα και έντεχνα το αναδεικνύετε. Μου έκανε εντύπωση ότι στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου έχετε παραθέσει ένα απόσπασμα από την Οδύσσεια κάτι το οποίο προς μεγάλη μου έκπληξη δεν αναγνώρισαν αρκετοί απ΄όσους διάβασαν το βιβλίο.

“Τον άνδρα τον πολύπραγοτραγούδησε μου, ω μούσα που περισσά πλανήθηκε, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες και έμαθε γνώμες, και πολλά στα πολλά στα πέλλεα βρήκε πάθια, για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων...Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε εκείνους, Τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλοσύνη”

Θέλετε να δείξετε τη συνέχεια ή είναι εντύπωσή μου;

Δεν επρόκειτο για λάθος. Σκόπιμα τον επέλεξα ως μια διακριτική υπενθύμιση των ψυχολογικών και φυσικών δυσκολιών που τοποθετούνται ξανά και ξανά στην εξίσωση της επιβίωσης εκείνων των ατόμων που θα καθορίσουν τη μοίρα του ελληνικού λαού ως σύνολο, και κατ’ επέκταση την κληρονομιά του πολιτισμού.

.
.
.

Να πάμε λίγο στα επιμέρους του βιβλίου. Είμαι κάπως μπερδεμένος από διάφορα σημεία της ιστορίας όπως την παρουσιάζετε, αλλά προτιμώ να σας ρωτήσω.

Αντιλαμβάνομαι ότι πρωτίστως είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε Αμερικανούς άρα το προσαρμόσατε στα δεδομένα της πατρίδας σας. Νιώθω όμως ότι λείπουν ορισμένα πολύ βασικά στοιχεία που χαρακτήρισαν τον αγώνα των Ελλήνων.

Πρώτα απ΄ όλα η πίστη στον Θεό, δεδομένου ότι η θρησκεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση, στην αντίσταση και στην αντοχή των Ελλήνων. Ωστόσο στο βιβλίο δεν φαίνεται κανένα σημείο που να το μαρτυρά αυτό.

Όταν ο εχθρός κινείται εναντίον σου, εναντίον των φίλων σου, της οικογένειάς σου, όταν το χωριό σου είναι διαρκώς στόχος επιθέσεων, τότε εκτιμώ πως τα θρησκευτικά στοιχεία γίνονται κάτι σαν ψυχολογική κινηματογραφική μουσική στο πίσω μέρος του μυαλού σου, σαν ένας μηχανισμός για να σε τραβήξει από το σκοτάδι που σε κυκλώνει. Όμως πιστεύω πως η κινητήριος δύναμη είναι η επιβίωση και η διατήρηση στη ζωή όλων όσων αγαπάς. Μια δύναμη που ξεπερνάει την όποια ιδεολογική μάχη για τον Θεό, τον Χριστιανισμό ή για όποια πίστη υποστηρίζει κανείς.

Ενώ η εκκλησία ίσως να ορίζει συγκεκριμένες αξίες και ηθικολογικές έννοιες, αυτές οι ιδεολογίες μπορούν να βοηθήσουν στο να εδραιωθεί ο στόχος των προσπαθειών σου και να υποστηρίξουν εννοιολογικά την αιτιολόγηση που απαιτείται για την αιματοχυσία στην οποία σου ζητείται να συμμετάσχεις.

.
.
.

Μόνο να φανταστώ μπορώ πως θα ήταν να ζεις εκείνη την περίοδο και ανεξάρτητα από πόσο ακραία ή υπερβολική είναι η πίστη μου, πάντα θα έχω αυτή την εσωτερική απορία, πώς είναι δυνατόν να είναι ο Θεός στον πλευρό μου και όχι στο δικό τους;

Πρόκειται για ερώτημα που πάντα με προβλημάτιζε, από μικρό παιδί όταν συμμετείχα σαν παιδί σε αθλητικούς αγώνες και ο προπονητής μας έλεγε πως “ο Θεός είναι μαζί μας”.

Πάντα θα υπάρχουν δύο πλευρές οι οποίες θα υποστηρίζουν ότι μάχονται για το κοινό καλό, εάν πιστέψω πως ο Θεός δημιούργησε τη μια πλευρά, τότε πρέπει να πιστέψω, πως επίσης δημιούργησε και την άλλη.

Αυτά τα ερωτήματα και οι έννοιες έγιναν τόσο πολυεπίπεδες που ταχύτητα αποφάσισα πως αντί να φτιάξω ένα βιβλίο σχετικό με τα θρησκευτικά στοιχεία ενός πολέμου, θα έφτιαχνα κάτι σχετικό με την ανθρώπινη εμπειρία του να έχει γεννηθεί κάποιος σε μια κατάσταση ακραίας αβεβαιότητας και προκλήσεων.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου δεν πολεμούν για θρησκευτική ελευθερία, πολεμούν για ελευθερία. Δεν πολεμούν για τον Θεό...Πολεμούν για τον πλησίον τους.

.
.
.

Επίσης είναι στιγμές που έχω την αίσθηση ότι ένας ανυποψίαστος με την ιστορία αναγνώστης δεν θα καταλάβει ακριβώς εναντίον τίνος πολέμησαν οι Έλληνες. Ο Αλή Πασάς ο Αλβανός Μουσουλμάνος ή ο Οθωμανός Τούρκος είναι ο εχθρός;

Σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία επικεντρώνομαι στη σύγκρουση μεταξύ του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες στον αρχικό κύκλο της Επανάστασης.

Έπειτα από εκτεταμένη έρευνα στην υπόθεση στην οποία κατέληξα και η οποία μπορεί να είναι ή να μην είναι σχετική, είναι ότι οι πράξεις του Αλή Πασά ήταν καθοριστικές για την εξέλιξη της Επανάστασης.

Τον Αλή δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα η βιωσιμότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας .Οι επιθυμίες του Σουλτάνου λίγο τον απασχολούσαν. Στόχος του ήταν η εφαρμογή της προσωπικής του ατζέντας και το να εκδικηθεί κάποια χωριά με τα οποία είχε θέματα η μητέρα του πριν τον θάνατό της.

Ο Αλή συστηματικά αγνοούσε τις διαταγές του Σουλτάνου δημιουργώντας έτσι την ευκαιρία για τους Έλληνες του Βορρά να ξεκινήσουν τον αγώνα τους. Εάν είχε ευθυγραμμιστεί με τον Σουλτάνο και είχε επικεντρωθεί στην εξέγερση, το πιο πιθανό είναι ότι οι Έλληνες θα αντιμετώπιζαν πολύ ισχυρότερη αντίσταση και η έκβασή της Επανάστασης ίσως να ήταν διαφορετική.

Τι καταλαβαίνουν οι συμπατριώτες σας διαβάζοντας το; Τι κριτικές έχετε ακούσει, τι σας λένε οι δικοί σας άνθρωποι;

Κυρίως με ρωτούν εάν πράγματι συνέβη αυτή η Επανάσταση καθώς οι περισσότεροι Αμερικανοί ποτέ δεν έχουν ακούσει κάτι γι’αυτή. Αυτές οι ερωτήσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται διαρκώς με εξωθούν σε μονολόγους προκειμένου να τους εξηγήσω. Όμως αυτό που προκύπτει είναι ότι το βιβλίο διεγείρει την περιέργεια, κάτι το οποίο προσδοκούσα να συμβεί από την αρχή.

.
.
.

Γιατί διαλέξατε ως βασικό ήρωα τον Μάρκο Μπότσαρη; Πρόκειται για έναν από τους πιο ανιδιοτελείς ήρωες της Επανάστασης και από τους πιο έντιμους. Έχει στρατηγική ευφυία και όμως τον παρουσιάζετε ως μια πολύ μπερδεμένη προσωπικότητα, που σκοτώνει τον πατέρα του, τον παρουσιάζετε μέχρι ενός σημείου ως υποχείριο του Αλή Πασά. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν φτιάξατε ένα κόμικ πιστό στην ιστορική αλήθεια, όμως μπορείτε να μου εξηγήσετε λίγο την αλληγορία και τους συμβολισμούς;

Αφού διάβασα για τους εκατοντάδες άνδρες που συμμετείχαν στην Επανάσταση κατέληξα στον Μάρκο γιατί διαισθάνθηκα πως είχε μια ανθρώπινη ποιότητα η οποία υπερέβαινε τα κλισέ του τυπικού ήρωα πολέμου. Ακριβώς όπως σημειώσατε και εσείς ο Μάρκος δεν ήταν το τυπικό παράδειγμα.

Διανοητικά ήταν πιο εξελιγμένος και είχε διάφορα ενδιαφέροντα και με κάποιο τρόπο τον αισθάνθηκα ως έναν άνθρωπο πραγματικά ταπεινό. Εάν ακολουθούσα την ιστορία ενός πιο γνωστού ήρωα τότε αναπόφευκτα θα μετατόπιζα την ιστορία στο άτομο, αντί της Επανάστασης.

Επίσης η οικογένεια του Μπότσαρη είχε και αυτή αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του Αλή Πασά στο Σούλι και ήθελα να επικεντρωθώ σε εκείνη την περίοδο και τα γεγονότα.

Βλέποντας ότι είχε γεννηθεί σε μια οικογένεια όπου ο πατέρας ήταν μια ηγετική μορφή, αμέσως διακρίνω ακόμη μια πρόκληση για τον νεαρό Μάρκο. Είναι οι απαιτήσεις που μπορεί να έχουν οι άλλοι από ένα παιδί, όταν αυτό δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί και αναλογιστείτε όλα τη δυναμική που προκύπτει.

Η ιδέα ήταν να θέσω στον αναγνώστη την οπτική του να είσαι ένα ανθρώπινο ον που έχει γεννηθεί τα χρόνια της Επανάστασης, που έχει γεννηθεί σε μια κατάσταση την οποία δεν επέλεξε και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει και ακόμη περισσότερο πως η πραγματικότητα της συγκεκριμένης κατάστασης ορίζει κάθε απόφαση της ζωής του.

Ο χαρακτήρας του Μάρκου Μπότσαρη είναι ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, των παιδιών που είχαν γεννηθεί εκείνη την περίοδο και αντιμετώπιζαν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Το ίδιο ισχύει για πολλές αποφάσεις που φαίνεται ότι παίρνει ο Μάρκος στο βιβλίο.

Αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν φυλακισμένος στο παλάτι του Αλή Πασά, στο βιβλίο τον δείχνω φυλακισμένο να μεγαλώνει στα μπουντρούμια του Αλή. Αυτό συμβολίζει εκείνους τους Έλληνες και τους Σουλιώτες που ζούσαν στην ψυχολογική ομηρεία που τους είχε επιβάλει με τις πράξεις του ο Αλή Πασάς, ο οποίος όριζε κάθε απόφαση της ύπαρξής τους.

Η ύπαρξή τους είχε τη μορφή ενός φυλακισμένου, ζούσαν διαρκείς επιθέσεις, ήταν τα θύματα ψευδών συνθηκών ειρήνης, άνθρωποι που αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν στα νησιά και αυτά ισχύουν για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εκείνης της εποχής. Όχι μόνο όμηροι του Αλή αλλά και του Σουλτάνου και κατά συνέπεια όμηροι, φυλακισμένοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Προς έκπληξή μου δίνετε έμφαση και στον «Χορό του Ζαλόγγου». Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν ακούσατε αυτή την ιστορία και πως αντιλαμβάνεστε τον ρόλο της Ελληνίδας εκείνη την εποχή, ως πολεμίστρια, κόρη, μητέρα, σύζυγο;

Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το Ζάλογγο. Η επιθυμία όχι μόνο να αφαιρέσεις τη δική σου ζωή αλλά και τη ζωή του παιδιού σου για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών δείχνει την αφόρητη, την αβάσταχτη πραγματικότητα που βίωνε τότε ο κόσμος.

Αυτή η ιστορία με συγκίνησε τόσο με αποτέλεσμα να επισκεφτώ το Ζάλογγο και τώρα βρίσκομαι σε μια διαδικασία για την παραγωγή μιας σχετικής ταινίας. Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει τη λογική.

Μέρος της ιδέας πάνω στην οποία εργάζομαι έχει να κάνει με την δημιουργία μιας πραγματικότητας για το κοινό η οποία θα αντικατοπτρίζει μια κατάσταση της μοντέρνας καθημερινότητάς τους και η οποία θα είναι αρκετά τρομερή για να τους κινητοποιήσει να σκεφτούν και να μπουν στη θέση των γυναικών του Ζαλόγγου. Να αναγκαστούν να μπορέσουν να σκεφτούν πως είναι να αφαιρείς τη δική σου ζωή μαζί με του παιδιού σου. Να τους ωθήσει βίαια να κατανοήσουν την κατάσταση όπως τη βίωναν οι άνθρωποι τότε.

Είναι σουρεαλιστικό και αποτελεί παράδειγμα για το πόσο στ΄ αλήθεια δεν αντιλαμβανόμαστε τις συνθήκες του να ζει κάποιος την εποχή του χάους.

Ας μιλήσουμε για την σπουδαία δουλειά που έχει κάνει ο Αλε Αραγκον. Απ΄ όσο γνωρίζω ζει στην Αργεντινή και δεν μιλάει Αγγλικά. Πώς κατανόησε την ιστορία και αυτά που έπρεπε να κάνει. Τα σκίτσα του έχουν κάτι σκληρό, ωμό... Είναι ο τρόπος του ή έτσι ένιωσε και απέδωσε την ιστορία;

Ο Άλε και εγώ επικοινωνούσαμε μέσω Skype χρησιμοποιώντας μεταφραστικές εφαρμογές. Αρχικά μπορώ να πω ότι ήταν μια πρόκληση, αλλά από τη στιγμή που πραγματικά κατάλαβε τα διάφορα επίπεδα της ιστορίας, της έδωσε ζωή και από την δική μου οπτική γωνία κατάφερε να την προχωρήσει ακόμη πιο μακριά απ’ ότι μπορούσα να φανταστώ. Είναι ιδιοφυΐα σε σχέση με αυτό που κάνει και ήταν μεγάλη ευλογία για εμένα να έχω την απόλυτη αφοσίωσή του για δύο χρόνια.

.
.
.

Σας έχουν ζητήσει να μεταφραστεί το βιβλίο και σε άλλες γλώσσες;

Όχι ακόμη, αλλά ευελπιστώ πως θα συμβεί.

Έχω διαβάσει ότι σας είχαν ζητήσει από την Ελλάδα να συμμετάσχετε σε master classes σε ελληνικά πανεπιστήμια και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Τι ακριβώς θα διδάξετε;

Η πανδημία ακύρωσε διάφορα σχέδια, όμως η πρόθεσή μου είναι να διδάξω μια διαδικασία για το πως μπορεί να δει κάποιος την ιστορία με έναν πιο βαθύ τρόπο και επίσης να βρει τρόπους να την κάνει πιο ανθρώπινη έτσι ώστε να έχει πιο μεγάλο αντίκτυπο στο κοινό.

Το να ζωντανεύεις την ιστορία στη ζωή είναι ο τρόπος να φτιάχνεις ένα καλύτερο μέλλον μαθαίνοντας από τον πόνο και τους αγώνες των άλλων.

Πρέπει να σας πω ότι βρήκα το τέλος της ιστορίας σας ιδιαίτερα σημαντικό όταν λέτε “δεν υπήρχαν πλέον άτομα, μόνο το εμείς» πρόκειται για μια συγκλονιστική διαπίστωση. Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτό;

Σε μια στιγμή ακραίας απόλυτης ενοποίησης η ισχύς προκύπτει από την ομάδα έναντι του ατόμου.

Υπάρχουν στιγμές που χρειάζεσαι το άτομο αλλά το άτομο πρέπει να παραδοθεί στη στιγμή για την επιτυχία του συνόλου.

Αυτή ήταν η στιγμή που, αντί να είναι άτομα με ιδιοτελείς σκοπούς, η ηγεσία τους βοήθησε να κάνουν τη διάκριση μεταξύ του εγωισμού και ενέπνευσε την ενότητα.

Αυτό είναι που κάνει τα αδύνατα δυνατά.

.
.
.

Πώς αντιλαμβάνεστε τους σύγχρονους Έλληνες σε σχέση με το παρελθόν τους και το σήμερα;

Είναι δύσκολο να απαντήσω δεδομένου ότι δεν έχω αφιερώσει πολύ χρόνο για να βιώσω την νέα ελληνική πραγματικότητα.

Προσπαθώ να κάνω την παραγωγή σε μια ταξιδιωτική εκπομπή με στόχο να ανακαλύψω την σύγχρονη Ελλάδα σε σχέση πάντα με το παρελθόν της και την ιστορία της. Αυτό βέβαια θα συμβεί αφού ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα με την πανδημία.

Από τα λίγα που έχω μάθει είναι ότι οι Έλληνες είναι παθιασμένοι με την καταγωγή τους και αγαπούν την ιστορία και τον πολιτισμό τους.

Ευελπιστώ να επιστρέψω στη χώρα σας και να παραμείνω για αρκετούς μήνες, να προσπαθήσω να γίνω μέρος αυτής της κουλτούρας και όχι απλά να παρατηρώ τη ζωή πίσω από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου, όπως τότε με την θεία μου στην Αυστρία. Ελπίζω αυτή ημέρα να έρθει το συντομότερο.

Εν κατακλείδι ποιο είναι για εσάς, εκτός από το αυτονόητο, το μήνυμα της Επανάστασης του 1821 και τι απήχηση μπορεί να έχει σήμερα στον σύγχρονο κόσμο;

Ότι η ενοποίηση είναι η δύναμη εκείνη που αψηφά τη λογική. Ότι το «εμείς» μπορεί να κάνει αυτά που φαίνονται απίθανα, εφικτά.

Έπειτα από 200 χρόνια, αυτό είναι που χρειαζόμαστε σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Αυτό που οι Έλληνες κατάφεραν και έκαναν κληρονομιά τους και έχει εγγραφεί στο DNA τους είναι το πείσμα και κάποιου είδους ενδυναμωμένη συχνότητα η οποία όταν ενεργοποιηθεί είναι ασυγκράτητη.

Με κάποιον τρόπο πρέπει να ενεργοποιήσουμε αυτήν τη δύναμη αποδεχόμενοι ότι η ενδυνάμωσή μας προέρχεται από αυτήν την ενοποίηση όχι μόνο ως έθνος, αλλά ως υφήλιος, για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτά που τώρα αντιμετωπίζουμε. Μπορούμε να το κάνουμε. Θα το κάνουμε.

Όμως όσο γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλο για τις δυσκολίες που προκύπτουν από έναν εγωκεντρικό δικαιωματισμό, τόσο περισσότερο καθυστερούμε την επιστροφή μας στη ζωή.

Οι Έλληνες έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι δεν υπάρχουν εμπόδια προς το μεγάλο και αυτό πρέπει να το αποδείξουμε και σήμερα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.

.
.
.

Λίγα λόγια για τους δημιουργούς

Κρις Τζέιμς

Συγγραφέας, σκηνοθέτης, παραγωγός, ηθοποιός και μουσικός, ο πολυβραβευμένος Αμερικανός Chris Jaymes κλείνει πίσω του τρεις δεκαετίας παρουσίας στη βιομηχανία του θεάματος.

Έχει ηχογραφήσει άλμπουμ στη δισκογραφική Capitol Records ως μέλος της εναλλακτικής μπάντας Bootstraps.

Έχει παίξει στις παραγωγές «Lost», «Party Of Five», «Chicago Hope» κ.α..

Έχει γράψει, σκηνοθετήσει και κάνει παραγωγή στην πολυβραβευμένη ταινία «In Memory Of My Father».

Έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες και τηλεοπτικά σώου. Τ

αξιδεύει συνέχεια, αλλά έχει βάση στο Λος Άντζελες όπου, από πέρσι, συμμετέχει ενεργά στη φιλανθρωπική οργάνωση CORE του Sean Penn που μάχεται κατά της πανδημίας, στις ΗΠΑ.

Αλε Αραγκον

Καλλιτέχνης comics από τη Αργεντινή, ο Ale Aragon ασχολείται επαγγελματικά με το αντικείμενο από το 2008. Έχει δουλέψει για τις εταιρείες Boom! Studios, Image Comics, Moonstone, Shadowline, Viper Comics και Visionary Comics. Ο Ale Aragon ίδρυσε μαζί με άλλους την Overlook και δούλεψε τίτλους όπως οι «Northlanders», «Deadpoo», «28 Days Later» και «Hunter».

Δημοφιλή