Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), δεν είναι απλώς μια χώρα με υψηλή φορολογική επιβάρυνση, είναι μια χώρα που βασίζει το φορολογικό της σύστημα στα πιο επαχθή φορτία έμμεσης φορολογίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης.

Εφαρμόζει έναν από τους υψηλότερους βασικούς συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη στο 24%, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (περίπου 19,3%). Ωστόσο, η αποδοτικότητα του ΦΠΑ, μετρημένη με το δείκτη VAT Revenue Ratio που δείχνει σε ποιο βαθμό ένας τέτοιος έμμεσος φόρος, αποδίδει πραγματικά έσοδα, παραμένει χαμηλότερα από τον μέσο όρο, υποδηλώνοντας διαρροές και αδυναμίες στη συλλογή.

Advertisement
Advertisement

Για τα νοικοκυριά, αυτό σημαίνει ότι οι φόροι επιβαρύνουν περισσότερο τις αγορές και την καθημερινή κατανάλωση απ’ ό,τι τα πραγματικά εισοδήματα, μια δομή που τείνει να είναι αναλογικά δυσμενέστερη για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, που δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε αγαθά και υπηρεσίες φορολογούμενα με υψηλούς συντελεστές. Ακριβώς για αυτό το λόγο οικονομολόγοι και αναλύσεις (και από τον ίδιο τον ΟΟΣΑ) επισημαίνουν ότι η υπερβολική έμφαση στην έμμεση φορολογία μπορεί να εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες, μια προειδοποίηση που μέχρι σήμερα η χώρα νας κάνει ότι δεν την ακούει. Ο λόγος απλός, ακόμη και αν υπάρχουν αδυναμίες στη συλλογή των έμμεσων φόρων, αποτελούν μια από τις βασικότερες πηγές εσόδων για το κράτος.

Με βάση την επεξεργασία των στοιχείων του 2023 οι έμμεσοι φόροι (κυρίως ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε καύσιμα, καπνό και αλκοόλ) αποτέλεσαν το 40,1% των συνολικών φορολογικών εσόδων της Ελλάδας, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (περίπου 31,2%). Για το 2024, η εικόνα παρέμεινε σταθερά ψηλά, με τις εισπράξεις από έμμεση φορολογία να φτάνουν στο 39,8% του ΑΕΠ και τη χώρα να κατατάσσεται στην 10η θέση μεταξύ των κρατών-μελών σε όρους συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης (% ΑΕΠ). Η συμμετοχή του φόρου εισοδήματος στα συνολικά φορολογικά έσοδα ανέρχεται μόλις στο 15,5%, συγκριτικά με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στο 23,7%. Αντίθετα, οι έμμεσοι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές διαμορφώνουν σχεδόν το 70% των κρατικών εσόδων.

Η Ελλάδα έχει αυξήσει σημαντικά το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης τα τελευταία 15 χρόνια, κατά περίπου 7,4 ποσοστιαίες μονάδες από το 2010 έως το 2024, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε αυτό το διάστημα. Το ερώτημα είναι, αν αυτό συνοδεύτηκε και από αντίστοιχες βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα, την επιχειρηματικότητα ή τις επενδύσεις, ώστε να αντικατοπτρίζει την ομαλή εξέλιξη μιας οικονομίας που αυξάνεται παράγοντας «φρέσκο» χρήμα.

Με άλλα λόγια, αναμφίβολα, η έμμεση φορολογία παίζει καθολικό ρόλο στην προσπάθεια κάλυψης των σοβαρών δημοσιονομικών αναγκών της χώρας. Όμως, χωρίς το αντίστοιχο κοινωνικό δίχτυ ή την παραγωγική βάση, η επιμονή στην έμμεση φορολογία, βασίζει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κράτους στην κατανάλωση και όχι στο νέο εισόδημα ή στη νέα περιουσία που δημιουργείται. Και αυτό ανοίγει τον δρόμο για στρεβλώσεις που πλήττουν την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη. Και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποτυπώνουν ακριβώς αυτή την κρίσιμη ανισορροπία, που από ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει η πρόθεση να «θεραπευτεί»…