Η Κομισιόν παρουσίασε σήμερα το νέο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή βιοοικονομία, έναν τομέα που το 2023 εκτιμήθηκε στα 2,7 τρισεκατομμύρια ευρώ και απασχολεί πάνω από 17 εκατομμύρια εργαζομένους. Στόχος της στρατηγικής είναι να αξιοποιηθούν ανανεώσιμοι βιολογικοί πόροι από γεωργική και δασική βιομάζα έως υπολείμματα και υδρόβια καλλιέργεια για τη δημιουργία νέων υλικών, προϊόντων και τεχνολογιών που θα μειώσουν την εξάρτηση της ΕΕ από ορυκτές πρώτες ύλες.
«Η βιοοικονομία προσφέρει τεράστιο δυναμικό ανάπτυξης, από τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε καθημερινά, μέχρι τα σπίτια όπου ζούμε και τις μεγάλες βιομηχανικές εφαρμογές. Θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας, προστατεύοντας παράλληλα τη φύση που αποτελεί τη βάση της οικονομίας μας», δήλωσε η Επίτροπος Περιβάλλοντος, Υδατικής Ανθεκτικότητας και Κυκλικής Οικονομίας, Τζέσικα Ρόσγουολ (Jessika Roswall) κατά την παρουσίαση της Στρατηγικής για μια Ανταγωνιστική και Βιώσιμη Βιοοικονομία.
Πρόσθεσε δε: «Το όραμά μας είναι σαφές: μια Ευρώπη που βασίζεται στη φύση, στην καινοτομία και σε κυκλικές λύσεις, ριζωμένες σε μια ισχυρή και βιώσιμη βιοοικονομία.»
Στο νέο στρατηγικό πλαίσιο, η Κομισιόν υπενθυμίζει και τον πυρήνα του όρου «βιοοικονομία»: πρόκειται για τις δραστηριότητες που αξιοποιούν βιολογικούς πόρους για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας από προϊόντα και υπηρεσίες μέχρι επιστήμες και τεχνολογίες που αφορούν τη γεωργία, τη δασοκομία, την αλιεία, την υδατοκαλλιέργεια, τη βιομηχανική επεξεργασία βιομάζας, τις βιοτεχνολογίες και τη βιοπαραγωγή.
Οι βιολογικοί πόροι περιλαμβάνουν γενετικό υλικό (φυτά, σπόρους, μικροοργανισμούς και άλλα φυσικά βιολογικά στοιχεία, δηλαδή οτιδήποτε μπορεί να αναπαραχθεί ή να αξιοποιηθεί παραγωγικά. Σε αυτά περιλαμβάνονται φυτικές ποικιλίες, κύτταρα ή καλλιέργειες μικροοργανισμών, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιολογικής προέλευσης υλικών, βιοπλαστικών, ενζύμων, χημικών και άλλων καινοτόμων λύσεων), πρωτογενή και δευτερογενή βιομάζα, όπως υπολείμματα ή παραπροϊόντα αλλά και βιογενή άνθρακα που συλλαμβάνεται μέσω καινοτόμων τεχνολογιών.
Η νέα στρατηγική στοχεύει να μετατρέψει αυτούς τους ανανεώσιμους πόρους σε μοχλό πράσινης ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και βιομηχανικής ανθεκτικότητας. Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι η βιοοικονομία μπορεί να μειώσει σημαντικά την εξάρτηση από κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες και να αποτελέσει τη βάση για καθαρότερες αλυσίδες αξίας σε τομείς όπως η αγροδιατροφή, τα χημικά, η ενέργεια, η κλωστοϋφαντουργία και τα δομικά υλικά.
Με προϊόντα που κυμαίνονται από βιοβασμένα χημικά, δηλαδή χημικές ουσίες που παράγονται από φυτικά υλικά, μικροοργανισμούς ή οργανικά υπολείμματα αντί για πετρέλαιο και βιοπλαστικά έως βιολογικές ίνες και νέα είδη λιπασμάτων, η Επιτροπή βλέπει έναν τομέα που ήδη συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο. Για τον λόγο αυτό, η στρατηγική προβλέπει κλιμάκωση της καινοτομίας και των επενδύσεων, δημιουργία απλοποιημένου ρυθμιστικού περιβάλλοντος και αξιοποίηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων ώστε η καινοτομία να φτάσει γρηγορότερα στην αγορά.
Κεντρικό στοιχείο αποτελεί η ανάπτυξη νέων αγορών για βιοβασμένα υλικά και τεχνολογίες, από τα πλαστικά και τις ίνες μέχρι τα χημικά, τα λιπάσματα και τη βιομηχανική ζύμωση. Για να ενισχυθεί η ζήτηση, η Επιτροπή εγκαινιάζει τη Bio–based Europe Alliance, ένα σχήμα ευρωπαϊκών εταιρειών που δεσμεύονται να προμηθευτούν βιοβασμένα προϊόντα αξίας 10 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2030.
Παράλληλα, η στρατηγική δίνει βάρος στη βιώσιμη χρήση βιομάζας. Η ΕΕ θεωρείται σήμερα κατά περίπου 90% αυτάρκης σε βιομάζα, αλλά η Επιτροπή τονίζει ότι αυτή η ισορροπία πρέπει να διασφαλιστεί μέσω υπεύθυνης παραγωγής, προστασίας δασών και οικοσυστημάτων, και καλύτερης αξιοποίησης υπολειμμάτων και οργανικών αποβλήτων.
Η γεωπολιτική διάσταση είναι επίσης παρούσα. Η Κομισιόν βλέπει τη βιοοικονομία ως έναν τρόπο ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της ΕΕ, μειώνοντας την εξάρτηση από ευάλωτες αλυσίδες εφοδιασμού και εισαγόμενες ορυκτές πρώτες ύλες. Η στρατηγική υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη διαθέτει την επιστημονική βάση, τη βιομηχανική υποδομή και τους φυσικούς πόρους για να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στις βιώσιμες βιοβασμένες τεχνολογίες.
Κλείνοντας, η Ρόσγουολ υπογράμμισε ξανά το πολιτικό διακύβευμα: «Η βιοοικονομία μπορεί να δημιουργήσει τοπικές θέσεις εργασίας, να αντικαταστήσει ορυκτούς πόρους και να προστατεύσει τα οικοσυστήματα από τα οποία όλοι εξαρτόμαστε. Η Ευρώπη έχει μια μοναδική ευκαιρία να ηγηθεί σε αυτή τη μετάβαση και πρέπει να την αξιοποιήσει.»