Φρικιαστική υπόθεση πολυετούς κακοποίησης και τεκνοποίησης από αιμομιξία ήρθε στο φως στη Ρόδο: Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της «δημοκρατικής», στο επίκεντρο βρίσκεται μια 29χρονη, μητέρα δύο παιδιών, που κατήγγειλε ότι από μικρή βιαζόταν καθημερινά από τον πατέρα της.
Η υπόθεση διερευνάται από τις αρχές και, σύμφωνα με εξέταση DNA, το ένα από τα δύο της παιδιά είναι βιολογικό τέκνο του ίδιου της του πατέρα. Σύμφωνα με τη «δημοκρατική», η πιθανότητα πατρότητας του κατηγορουμένου ξεπερνά το 99,999%, με στατιστική υπεροχή 274.309.387 φορές σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον άνδρα. Δεν βρέθηκε καμία γενετική συμβατότητα με τους άλλους πιθανούς πατέρες που εξετάστηκαν. Αυτό χαρακτηρίζεται ως «αποδεικτικό μέσο θεμελιώδους σημασίας» για το διερευνώμενο αδίκημα της αιμομιξίας κατ’ εξακολούθηση.
Οι γονείς της 29χρονης είχαν χωρίσει νωρίς και η μητέρα της, σύμφωνα με κατάθεση, είχε ιστορικό εξάρτησης από ουσίες, ενώ ο πατέρας της κάπνιζε χρόνια κάνναβη. Η ίδια έζησε από μικρή ενδοοικογενειακή βία, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε συστηματική σεξουαλική κακοποίηση. Σε ηλικία 15 ετών μετακόμισε στο σπίτι της γιαγιάς της, όπου συγκατοικούσε και ο πατέρας της.
Στην κατάθεσή της η 29χρονη περιγράφει συστηματικούς βιασμούς που συνέβαιναν κυρίως τη νύχτα αλλά όχι μόνο, οπουδήποτε μέσα στο σπίτι: στον τοίχο, στο πάτωμα, σε καρέκλες, στο μπάνιο. «Τις περισσότερες φορές με έπιανε, μου κατέβαζε τα ρούχα και με κρατούσε για να μην μπορώ να κουνηθώ», κατέθεσε. Σε ερώτηση για τη συχνότητα, απάντησε «κάθε μέρα. Μία φορά ή και παραπάνω. Υπήρχαν μέρες που με βίαζε και τρεις φορές». Είπε επίσης ότι ακόμη και όταν κατάφερε για λίγο να νοικιάσει δικό της σπίτι για να φύγει, ο πατέρας της πήγαινε εκεί, και συνέχιζε την κακοποίηση.
Το πρώτο παιδί της το απέκτησε με άλλον άνδρα, το δεύτερο, όπως αποδείχθηκε, με τον ίδιο της τον πατέρα. Εκείνη την περίοδο διατηρούσε σχέση, αλλά δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Η αποκάλυψη έγινε όταν διατάχθηκε εξέταση DNA από τις κοινωνικές υπηρεσίες, που ήδη είχαν απομακρύνει τα παιδιά από την επιμέλειά της.
Η ίδια δήλωσε ότι ουδέποτε είχε μιλήσει σε κανέναν, καθώς φοβόταν ότι θα τη σκοτώσει. Περιγράφει τον πατέρα της ως βίαιο, ιδιαίτερα υπό την επήρεια ουσιών. Ανέφερε και περιστατικά επίθεσης σε άλλα μέλη της οικογένειας, ακόμη και με μαχαίρι. Η κόρη της, που έμενε τότε μαζί της, σύμφωνα με την ίδια δεν φαίνεται να έχει κακοποιηθεί, αλλά παραδέχεται πως δεν μπορεί να είναι σίγουρη.
ιστορικό κακοποίησης. Αναφέρει ότι ο πατέρας της σταμάτησε να την κακοποιεί μόνο όταν έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί το οποίο αποδείχθηκε τελικά πως ήταν δικό του.
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την προανακριτική δικογραφία, παραδέχθηκε την ύπαρξη σεξουαλικών επαφών, αλλά αρνείται τις κατηγορίες περί βιασμού. Ισχυρίζεται ότι οι πράξεις ήταν «συναινετικές» και ότι «διέκοψαν όταν αντιλήφθηκαν ότι είναι λάθος».