Ως χαρακτηριστική υπενθύμιση των περιορισμών που εξακολουθούν να έχουν τα κλιματικά και μηνιαία προγνωστικά μοντέλα περιγράφεται ο Νοέμβριος του 2025, ο οποίος εξελίχθηκε τελικά στον πιο υετομετρικά «υπερδραστήριο» μήνα των τελευταίων δεκαετιών ιδίως στη δυτική Ελλάδα. Έτσι, παρά τις εκτιμήσεις που τον παρουσίαζαν «φτωχό» σε βροχοπτώσεις, ο καιρός είχε άλλα σχέδια τελικά αφού η περιοχή βρέθηκε αντιμέτωπη με συνεχόμενες κακοκαιρίες, που οδήγησαν τα ύψη βροχής σε επίπεδα υπερτριπλάσια των κλιματικών τιμών.
Σύμφωνα με τον μετεωρολόγο, Θοδωρή Κολυδά, σε σταθμούς στην Άρτα, στα Ιωάννινα και στην Κέρκυρα καταγράφηκαν ποσότητες υετού που συγκαταλέγονται πλέον στις υψηλότερες εδώ και δεκαετίες. Όπως επισημαίνεται, «σε αρκετούς σταθμούς ο υετός ήταν 300% πάνω από τη μέση μηνιαία τιμή».
Άλλες οι προβλέψεις, άλλος ο πραγματικός καιρός
Την ίδια στιγμή, τα εποχικά/μηνιαία μοντέλα (ECMWF Seasonal S5, EFFIS) παρουσίαζαν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη δυτική της πλευρά, ως περιοχή με αρνητικές ανωμαλίες υετού. Ως εκ τούτου, ο καιρός τον Νοέμβριο προδιαγραφόταν σημαντικά πιο ξηρός από τον μέσο όρο.
Ο Θοδωρής Κολυδάς τονίζει: «Με απλά λόγια, οι προβλέψεις των μοντέλων από την αρχή του μήνα έδειχναν έναν μάλλον ξηρό Νοέμβριο, ενώ αντίθετα η πραγματικότητα έδωσε έναν από τους πιο υγρούς Νοέμβρηδες της 20ετίας. Η απόκλιση ήταν θεαματική!».
Γιατί παρουσιάστηκαν τόσο μεγάλες αποκλίσεις
Οι αιτίες της αστοχίας δεν αποδίδονται σε έναν παράγοντα, αλλά σε συνδυασμό περιορισμών που χαρακτηρίζουν τα εποχικά κλιματικά μοντέλα.
Τα μοντέλα, όπως το ECMWF Seasonal S5, λειτουργούν κυρίως ως εργαλεία κλιματικής ανάλυσης και όχι επιχειρησιακής πρόγνωσης. Η χωρική ανάλυσή τους (30-40 km) δεν επιτρέπει την ακριβή αποτύπωση των υφέσεων, που δημιουργούνται και ενισχύονται στο Ιόνιο, επηρεαζόμενες από παράγοντες μικρής κλίμακας όπως η ιδιαίτερη τοπογραφία της Ηπείρου και της δυτικής Στερεάς, η θερμοκρασία της θάλασσας και οι τοπικές συγκλίσεις υγρασίας. Έτσι, οι τοπικοί αυτοί μηχανισμοί δεν μπορούν να απεικονιστούν ικανοποιητικά στα μηνιαία μοντέλα.
Παράλληλα, το μεσογειακό κλίμα ενισχύει τη δυσκολία πρόγνωσης, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χειμερινού υετού πέφτει μέσα σε 4-6 ισχυρές κακοκαιρίες. Αν αυτές δεν εντοπιστούν από τα μοντέλα, ο μήνας αποτυπώνεται ως ξηρός, ακόμη και αν στην πραγματικότητα ο καιρός είναι βροχερός.
Ο Νοέμβριος του 2025 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς, καθώς μια σειρά έντονων συστημάτων που πέρασαν από το Ιόνιο, άλλαξαν πλήρως τη στατιστική εικόνα του μήνα, «ανατρέποντας» τις τάσεις που είχαν δοθεί έναν μήνα νωρίτερα.
Τι ισχύει με τις εβδομαδιαίες προγνώσεις
Πάντως, σύμφωνα με τον Θοδωρή Κολυδά, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι για τον ελληνικό χώρο απαιτούνται εργαλεία πιο προσαρμοσμένα στη μεσοπρόθεσμη κλίμακα.
Ειδικότερα, ο ίδιος σημειώνει: «Τα εβδομαδιαία προγνωστικά, τα ensemble clusters και οι trend analyses των 7–10 ημερών αποτελούν πολύ πιο σταθερή βάση για εκτίμηση κινδύνου, γιατί “βλέπουν” πλέον την πραγματική θέση των υφέσεων, τις πιθανές αποκλίσεις τους και τη δυναμική τους». Τα μοντέλα αυτά εξετάζουν τη ροή της ατμόσφαιρας σε πραγματικό χρόνο, αντί να προσπαθούν να συνοψίσουν έναν ολόκληρο μήνα σε μια ενιαία τάση.
Ο καιρός και ο ρόλος των εποχικών μοντέλων
Δεν σημαίνει, όμως, ότι τα εποχικά μοντέλα είναι άχρηστα. Αντίθετα, έχουν αξία για στρατηγικές αξιολογήσεις, ερευνητικές ανάγκες και την ανίχνευση ευρύτερων τάσεων, όπως αν ένας χειμώνας προδιαγράφεται γενικά υγρός ή ξηρός. Δεν είναι, όμως, κατάλληλα για επιχειρησιακές αποφάσεις ή για τοπικά έντονα φαινόμενα, ειδικά σε μια χώρα με την πολυπλοκότητα της Ελλάδας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Θοδωρή Κολυδά, ο Νοέμβριος του 2025 αποτέλεσε υπενθύμιση ότι η ατμόσφαιρα λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός, με συμπεριφορές που δεν μπορούν πάντα να προβλεφθούν. Χαρακτηριστική είναι η τελική του τοποθέτηση: «Οι καταιγίδες δεν διαβάζουν εποχικά μοντέλα, διαβάζουν μόνο τη φυσική της ατμόσφαιρας».
Η Ελλάδα, με την ιδιαίτερη γεωγραφία και το έντονα μεταβλητό κλίμα της, επιβάλλει πιο ευέλικτη και δυναμική προσέγγιση στην πρόγνωση. Η τεχνολογία εξελίσσεται, αλλά η ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης και προσαρμογής παραμένει απαραίτητη.