Κι αν μια μέρα ξυπνούσε μια γυναίκα κι έλεγε: “σήμερα δεν θέλω να είμαι δυνατή”. Όχι από αντίδραση, όχι από άρνηση των ευθυνών της, αλλά από εκείνη τη σιωπηλή κόπωση που μαζεύεται σε στρώσεις, όπως τα ιζήματα στον βυθό μιας λίμνης. Ίσως να μην άλλαζε τίποτα γύρω της. Ίσως, όμως, να άλλαζε τα πάντα.
Στη σύγχρονη κοινωνία η γυναίκα μοιάζει να ζει μέσα σε μια αόρατη χορογραφία ρόλων που δεν σταματά ποτέ. Το πρωϊ οδηγεί σαν σοφέρ ανθρώπους και υποθέσεις. Τη μια στιγμή μεταφέρει παιδιά, την άλλη γονείς, την επόμενη κουβαλά τσάντες, ψώνια, εργασιακά προβλήματα που δεν χωρούν σε μια βαλίτσα. Μετά γίνεται μαγείρισσα που πρέπει να θυμάται γευστικές προτιμήσεις, αλλεργίες, σώματα που αλλάζουν και στόματα που πεινούν.
Στη συνέχεια μετατρέπεται σε νοικοκυρά, μια λέξη που ποτέ δεν αποδίδει το εύρος των χιλιάδων μικρών αποφάσεων που κρατούν ένα σπίτι ζωντανό. Λίγο αργότερα τιμά τον άτυπο ρόλο της ψυχολόγου, ακούγοντας παράπονα, ανασφάλειες, μικρούς φόβους και μεγάλες αγωνίες άλλων, ενώ η δική της φωνή συνήθως μένει για αργότερα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, συνεχίζει ως επαγγελματίας. Στο γραφείο, στον χώρο εργασίας, στο πεδίο που έχει κάθε δικαίωμα να ανθεί, μα συχνά αναγκάζεται να το κάνει με το ελάχιστο οξυγόνο που της περισσεύει.
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, κρατά ημερολόγια στο μυαλό της που κανείς δεν βλέπει. Θυμάται ραντεβού, χρονοδιαγράμματα, υποχρεώσεις, προθεσμίες. Σηκώνει μικρές ενοχές και μεγάλες προσδοκίες. Βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων της και προσπαθεί να τους προλάβει πριν καν εκφράσουν τις ανάγκες τους. Αυτός ο συνεχής αγώνας ταχύτητας, όσο κι αν μοιάζει φυσικός πια, κουβαλά μια αλήθεια που όλοι ξέρουμε αλλά κανείς δεν λέει δυνατά. Δεν είναι εύκολο να είσαι ο άνθρωπος που συνδέει χίλια κομμάτια κάθε μέρα για να μη σπάσει το σύνολο.
Και ας μην κρυβόμαστε, υπάρχει κι ένας ρόλος πιο σιωπηλός, πιο ευάλωτος και συχνά πιο απαιτητικός. Η γυναίκα καλείται να κρατήσει ζωντανή μια ερωτική σχέση. Μια σχέση που δεν τρέφεται από προγραμματισμό αλλά από παρουσία. Από εκείνη τη ζεστασιά που θέλει χώρο για να ανάψει. Κι εδώ βρίσκεται κάτι που σπάνια τολμούμε να πούμε. Πόσο εύκολο είναι να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα μια γυναίκα που έχει ήδη χαρίσει μέσα στη μέρα χίλια κομμάτια της ενέργειάς της; Πόσες φορές πέφτει στο κρεβάτι με καλή διάθεση αλλά με άδειο σώμα; Πόσες φορές προσπαθεί να βρει τρυφερότητα μέσα στην εξάντληση; Και πόσο μπορεί να ανθίσει η επιθυμία, όταν εκείνη δεν έχει προλάβει ούτε να αναπνεύσει;
Εκεί έρχεται μια ακόμη δύσκολη ερώτηση: πόσο πρόθυμος είναι ένας σύντροφος να δει αυτή την αλήθεια; Να καταλάβει πως μια ερωτική σχέση δεν μπορεί να ζητά παρουσία, όταν η γυναίκα δεν έχει χώρο μέσα της να κρατήσει λίγη ζεστασιά για τον εαυτό της; Πόσο μπορεί να σταθεί δίπλα της ως σύντροφος, όχι ως παρατηρητής μιας γυναίκας που “τα καταφέρνει πάντα”; Πόσο μπορεί να ρωτήσει με πραγματικό ενδιαφέρον πως κύλησε η μέρα της, όχι τυπικά αλλά ως πράξη αγάπης;
Γιατί μόνο έτσι η σχέση δεν γίνεται άλλη μια υποχρέωση, αλλά ένας τόπος γαλήνης.
Και τότε εμφανίζεται η μεγάλη ερώτηση. Τί θα γινόταν αν δεν ήταν τόσο δυνατή; Αν άφηνε μια μέρα το ρυθμό να πέσει; Αν αναστέναζε χωρίς να το κρύψει; αν δεν ήθελε να σηκώσει όλο αυτό το “σύμπαν” που έχει μάθει ότι χωρίς εκείνη θα καταρρεύσει; Θα χάνονταν όλα; Ή μήπως απλώς θα αποκαλύπτονταν όσα κρύβονται πίσω από την άψογη λειτουργία της καθημερινότητας;
Κι εδώ έρχεται μια σκέψη που αξίζει να της δώσουμε χώρο. Το περιβάλλον γύρω της, ο σύντροφος, τα παιδιά, οι συνεργάτες, οι άνθρωποι που τη θεωρούν σταθερό σημείο, πόσο πραγματικά είναι διατεθειμένο να συμμετάσχει όταν όλα κυλούν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι; Όταν έχει δοθεί η εντύπωση ότι “εκείνη το έχει”, ότι “είναι ο άνθρωπος που αντέχει”, πόσο εύκολο είναι για τους άλλους να μπουν, όχι ως βοηθοί, αλλά ως συνοδοιπόροι; Γιατί σε μια οικογένεια δεν υπάρχουν βοηθοί. Υπάρχουν άνθρωποι που μοιράζονται έναν κοινό παλμό, ένα σπίτι, μια καθημερινότητα.
Πόσο έτοιμοι είναι, λοιπόν, να ξεβολευτούν; Πόσο πρόθυμοι να αλλάξουν συνήθειες ετών; Να δουν την αλήθεια πίσω από την ομαλότητα; Να αναλάβουν όχι εκ των υστέρων αλλά εκ των έσω; Να ρωτήσουν όχι μόνο “τι χρειάζεσαι;” αλλά “πώς είσαι; Πραγματικά πώς;”
Πιστεύω πως εκεί κρύβεται μια βαθιά δυσκολία. Όταν μια γυναίκα κρατάει τόσα πολλά, οι γύρω της μαθαίνουν να ακουμπούν πάνω της χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Όχι από κακία. Από συνήθεια. Από τη βεβαιότητα ότι “εκείνη μπορεί”. Και ναι, μπορεί, μέχρι την ημέρα που δεν θα μπορεί άλλο.
Και τότε, χωρίς καμία υπερβολή έρχονται στην επιφάνεια τα όρια. Αυτά τα ανθρώπινα όρια που καμία γυναίκα δεν ξεπέρασε από επιλογή. Τα ξεπέρασε επειδή προσπάθησε να τους έχει όλους ευχαριστημένους. Γιατί πίστεψε ότι αποδεικνύει την αξία της. Γιατί έτσι έμαθε. Γιατί έτσι την χρειάστηκαν.
Δεν φταίει, λοιπόν, μια γυναίκα αν δεν κάθεται. Δεν φταίει αν συνεχίζει να τρέχει. Δεν είναι θέμα αντοχής ή “χαρακτήρα”. Είναι το αποτύπωμα μια ζωής όπου συχνά αναλαμβάνει περισσότερα απ’ όσα μπορούν δύο άνθρωποι μαζί. Και είναι καιρός να το πούμε χωρίς να ψιθυρίζουμε.
Το ζητούμενο δεν είναι να σταματήσει να είναι δυνατή. Το ζητούμενο είναι να μην χρειάζεται να είναι πάντα. Να υπάρχει χώρος γι’ αυτήν, όχι μόνο για όσα προσφέρει. Να υπάρχουν άνθρωποι δίπλα της, όχι γύρω της. Να μοιράζεται ο δρόμος. Να αναπνέει χωρίς ενοχή.
Και ίσως, μια μέρα να μπορεί να ξυπνήσει και να πει: “ Σήμερα δεν χρειάζεται να είμαι δυνατή. Σήμερα μπορώ απλώς να είμαι”.