Παρόλο που εκατομμυριούχοι όπως ο Μπράιαν Τζόνσον κάνουν ό,τι μπορούν για να ζήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο (συμπεριλαμβανομένου του να εγχέει το πλάσμα του έφηβου γιου του στο σώμα του), για τους περισσότερους από εμάς, οι συμβουλές μακροζωίας είναι λίγο πιο απλές.
Μας λένε να τρεφόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε, να κινούμαστε αρκετά και να κοιμόμαστε επαρκώς. Η σύγχρονη ιατρική και η επιστήμη μπορούν να βοηθήσουν με τα υπόλοιπα.
Ωστόσο, παρά τα όσα υποστήριζε μια μελέτη του 2009, δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί ότι «τα περισσότερα μωρά που γεννήθηκαν από το 2000 και μετά στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία και άλλες χώρες με υψηλό προσδόκιμο ζωής, θα γιορτάσουν τα 100ά γενέθλιά τους».
Στην πραγματικότητα, όχι μόνο το προσδόκιμο ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειωθεί από την πανδημία και μετά, αλλά μια πρόσφατη μελέτη οδήγησε τον Χοσέ Αντράντε από το Ινστιτούτο Δημογραφικής Έρευνας Max Planck στη Γερμανία να δηλώσει:
«Προβλέπουμε ότι όσοι γεννήθηκαν (από) το 1980 δεν θα ζήσουν κατά μέσο όρο μέχρι τα 100, και καμία από τις γενιές της μελέτης μας δεν θα φτάσει αυτό το ορόσημο».
Έχουμε φτάσει στο μέγιστο ως προς στο προσδόκιμο ζωής;
Μια μελέτη του 2024 που δημοσιεύτηκε στο Nature είχε ήδη υποδείξει ότι ίσως έχουμε αγγίξει το ανώτατο όριο της ανθρώπινης διάρκειας ζωής.
Αυτή η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στα Proceedings of the National Academy of Sciences, ανέφερε επίσης ότι ο ρυθμός βελτίωσης της μακροζωίας έχει επιβραδυνθεί σημαντικά. Η έρευνα έδειξε ότι από το 1900 έως το 1938 το προσδόκιμο ζωής αυξανόταν κατά περίπου πέντε και μισό μήνες με κάθε νέα γενιά. Αν γεννιόσουν το 1900, αναμενόταν να ζήσεις μέχρι τα 62. Τα μωρά του 1938 είχαν προσδόκιμο ζωής τα 80 έτη. Από το 1939 έως το 2000, όμως, αυτός ο ρυθμός βελτίωσης μειώθηκε δραστικά — σε περίπου δυόμισι έως τρεισήμισι μήνες ανά γενιά, ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης.
Ο συγγραφέας της μελέτης, Εκτορ Πιφαρέ ι Αρόλας, δήλωσε:
«Η άνευ προηγουμένου αύξηση του προσδόκιμου ζωής που πετύχαμε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα φαίνεται να είναι ένα φαινόμενο που δύσκολα θα επαναληφθεί στο ορατό μέλλον».
Γιατί επιβραδύνονται οι αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής;
Αν είμαστε λάτρεις της ιστορίας, ίσως γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι ενήλικες στο παρελθόν δεν πέθαιναν στα 40 τους αν κατάφερναν να φτάσουν στην ενηλικίωση – το χαμηλό προσδόκιμο ζωής πριν από εκατοντάδες χρόνια οφειλόταν κυρίως στη μεγάλη παιδική θνησιμότητα.
Οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν ότι πάνω από το μισό της επιβράδυνσης του μέσου προσδόκιμου ζωής οφείλεται σε συνεχιζόμενες τάσεις θνησιμότητας στα παιδιά κάτω των πέντε ετών, ενώ τα τρία τέταρτα της επιβράδυνσης οφείλονται στους θανάτους κάτω των 20 ετών.
Με άλλα λόγια, τώρα είμαστε καλύτεροι στο να αποτρέπουμε τον θάνατο στους νέους, παράγοντας που στο παρελθόν μεταμόρφωσε τα στατιστικά του προσδόκιμου ζωής. Το ζήτημα έχει πλέον αντιμετωπιστεί αρκετά αποτελεσματικά μέσω της ιατρικής και της περίθαλψης. Οπότε, εκτός κι αν βρούμε απάντηση στο πολύ πιο δύσκολο ερώτημα του πώς να προσθέτουμε χρόνια ζωής στους ηλικιωμένους ενήλικες, οι υπάρχουσες βελτιώσεις πιθανότατα θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα.
Ο Αντράντε δήλωσε:
«Αυτή η επιβράδυνση οφείλεται κυρίως στο ότι οι προηγούμενες αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής οφείλονταν σε εντυπωσιακές βελτιώσεις στην επιβίωση σε πολύ μικρές ηλικίες».
Κι o Εκτορ Πιφαρέ ι Αρόλας πρόσθεσε:
«Ελλείψει σημαντικών επιστημονικών ανακαλύψεων που να παρατείνουν ουσιαστικά τη ζωή, το προσδόκιμο ζωής δεν θα φτάσει ξανά στους ρυθμούς αύξησης που είδαμε στις αρχές του 20ού αιώνα – ακόμα και αν η επιβίωση των ενηλίκων διπλασιαστεί σε σχέση με τις σημερινές προβλέψεις».
ΠΗΓΗ: HuffPost UK