Γνωστά και ως hallux valgus, τα «κότσια» αποτελούν μια δυσμορφία του ποδιού κατά την οποία ένα από τα δάχτυλα -συνήθως το μεγάλο-, γέρνει προς τα υπόλοιπα, διευρύνοντας το πέλμα καθώς η άρθρωση του μεγάλου δαχτύλου προβάλλει στο πλάι.

Η παραμόρφωση αυτή επηρεάζει και τα υπόλοιπα δάχτυλα, προκαλώντας νευρικό πόνο, μούδιασμα, φλεγμονή του δέρματος, κάλους, σκληρύνσεις, πρήξιμο και ερυθρότητα. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε άλλες δυσμορφίες, όπως «hammer toes» ή «claw toes». Λιγότερο συχνά, εμφανίζονται τα λεγόμενα «bunionettes» ή «κότσια του ράφτη», με παρόμοια συμπτώματα στην άρθρωση του μικρού δαχτύλου.

Advertisement
Advertisement

Σήμερα, τα «κότσια» είναι μία από τις πιο συχνές παθήσεις του ανθρώπινου ποδιού. Αν και τα ποσοστά διαφέρουν, φαίνεται να επηρεάζουν περίπου το ένα τέταρτο του ενήλικου πληθυσμού, με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες και σε άτομα άνω των 65 ετών.

Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ήπιες ή ασυμπτωματικές, ωστόσο μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής, να περιορίσουν την κινητικότητα και να προκαλέσουν χρόνιο πόνο ή πτώσεις.

Γιατί εμφανίζονται τα «κότσια»;

Η ύπαρξή τους δεν φαίνεται να έχει εξελικτική λογική, ενώ η φυσική επιλογή θα έπρεπε να ευνοεί άτομα με πόδια που δεν παραμορφώνονται με τον χρόνο. Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν υπεύθυνη τη μοναδική δομή του ανθρώπινου ποδιού.

Οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει σε έναν κοινό λόγο που τα προκαλεί, αν και τα γενετικά αίτια φαίνεται να παίζουν ρόλο. Σύμφωνα με τον Τίμοθι Μίλερ, ποδολόγο στο Ορλάντο της Φλόριντα, «ο δεύτερος πιο κοινός παράγοντας είναι ο τύπος ποδιού». Άτομα με χαμηλές καμάρες είναι πιο επιρρεπή λόγω χαλαρότητας στους συνδέσμους και τους μυς γύρω από το μεγάλο δάχτυλο.

Τα παπούτσια επίσης συμβάλλουν σημαντικά στο πρόβλημα. Όπως εξηγεί ο Μίλερ, «είμαστε φτιαγμένοι για να περπατάμε σε γρασίδι και μαλακές επιφάνειες. Σήμερα όμως περπατάμε σε σκληρά δάπεδα και μπετόν, ενώ πολλά παπούτσια δεν παρέχουν καμία στήριξη».

Η έλλειψη σωστής υποστήριξης αναγκάζει τα πόδια να προσαρμοστούν, «θυσιάζοντας» τη δική τους ευθυγράμμιση για να προστατεύσουν τους γοφούς και τη μέση, γεγονός που τα καθιστά πιο ευάλωτα σε κότσια και άλλες παραμορφώσεις.

Advertisement

Πώς θεραπεύονται τα «κότσια»

Μπορούμε να επιβραδύνουμε την ανάπτυξη τους φορώντας υποστηρικτικά παπούτσια και να ανακουφίσουμε τον πόνο με διατάσεις, πάγο ή φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, μόλις σχηματιστεί κότσι, υπάρχει μόνο ένας τρόπος να διορθωθεί πλήρως.

«Δυστυχώς, αν έχουμε «κότσι», ο μόνος πραγματικός τρόπος να το επαναφέρουμε στη θέση του είναι το χειρουργείο», αναφέρει ο Μίλερ.

Ανάλογα με την περίπτωση, η επέμβαση περιλαμβάνει αφαίρεση μέρους του οστού, επανατοποθέτηση των υποστηρικτικών δομών και ενίσχυση του ιστού με πλάκες ή σύρματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζεται αντικατάσταση ή σύντηξη άρθρωσης, αν και οι περισσότερες επεμβάσεις είναι λιγότερο επεμβατικές.

Advertisement

Η ανάρρωση μπορεί να διαρκέσει μήνες, και οι ποδολόγοι τονίζουν ότι η επέμβαση δεν είναι αισθητική. Παρ’ όλα αυτά, με την πρόοδο της ιατρικής, οι τεχνικές έχουν γίνει λιγότερο επώδυνες, με συντομότερο χρόνο αποκατάστασης και καλύτερα αποτελέσματα. Ο Μίλερ όμως υπογραμμίζει ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.

Μύθοι γύρω από τη θεραπεία

Καθώς το χειρουργείο αποτελεί τη μοναδική πραγματική λύση, δεν είναι περίεργο που το διαδίκτυο είναι γεμάτο αναποτελεσματικές «θεραπείες» για τον πόνο στα κότσια.

Ο Μίλερ επισημαίνει ότι πολλοί ασθενείς επενδύουν σε νάρθηκες ή επιδέσμους που ανακουφίζουν προσωρινά τα συμπτώματα, χωρίς να αντιμετωπίζουν την αιτία. «Δεν λειτουργούν», λένε οι γιατροί. «Τη στιγμή που τον αφαιρείτε, το κότσι επιστρέφει αμέσως», προσθέτει.

Advertisement

Αντί να ξοδεύουμε χρήματα σε προσωρινές λύσεις, πρέπει να απευθυνόμαστε σε γιατρό μόλις εμφανιστεί πόνος, καθώς η έγκαιρη παρέμβαση οδηγεί στα καλύτερα αποτελέσματα.

Με πληροφορίες από The National Geographic

Advertisement