Θυμάμαι τον εαυτό μου έφηβη. Όχι με ροζ φίλτρο. Περισσότερο με εκείνη τη σιωπηλή κατανόηση που αποκτάς όταν ξέρεις πια πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις χωρίς να ξέρεις ποιος είσαι. Τότε δεν υπήρχε Instagram. Υπήρχε όμως το ίδιο ερώτημα καρφωμένο σαν αγκάθι : “Αρκώ;”. Σήμερα το ερώτημα δεν άλλαξε. Απλώς μετριέται. Σε likes, views, αποδοχή, σχόλια. Και σε σιωπές.

Αν με ρωτήσεις που αναζητούν την αξία τους τα έφηβα παιδιά σήμερα, θα σου πω εκεί όπου τους την υπόσχονται γρήγορα. Στην ομορφιά που πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Στους βαθμούς που πρέπει να είναι άριστοι. Στο να είναι “ψαγμένα”, άνετα, κοινωνικά, χωρίς ρωγμές. Κι αν δεν τα καταφέρνουν; Τότε κάτι, λένε μέσα τους, πάει στραβά με εμένα.

Advertisement
Advertisement

Κουβαλούν ένα φόβο σχεδόν αόρατο αλλά πανίσχυρο. Ότι αν δεν είναι αρκετά όμορφα, αρκετά έξυπνα, αρκετά cool, δεν θα γίνουν αποδεκτά. Ότι θα μείνουν στην απέξω. Κι αυτός ο φόβος πονάει. Γιατί στην εφηβεία, το “ανήκω” μοιάζει πιο σημαντικό κι από το “ζω”.

Και να που μέσα σε αυτόν το φόβο, ένα σπυράκι μπορεί να σου χαλάσει όλη τη μέρα. Όχι γιατί είναι τεράστιο. Αλλά γιατί νιώθεις ότι όλοι το βλέπουν. Γιατί το μαλλί δεν κάθεται σωστά, παρόλο που έδωσες χρόνο για να είναι τέλειο, γίνεται αποτυχία. Γιατί το ρούχο που φοράς, ξαφνικά δεν είναι το σωστό, το σώμα δεν έχει το σωστό σχήμα και η φωνή σου ακούγεται λάθος όταν μιλάς. Κι όλα αυτά, που για κάποιον άλλον μπορεί να μοιάζουν μικρά, για ένα έφηβο είναι η απόδειξη ότι δεν αρκεί. Ότι δεν ταιριάζει. Ότι κάτι πάει λάθος.

Θα ήθελα να σου πω, ότι αυτός ο φόβος είναι αβάσιμος. Δεν είναι. Είναι πραγματικός. Γιατί τα παιδιά ζουν σε έναν κόσμο συγκρίσεων.  Σώμα με σώμα. Ζωή με ζωή. Δυνατότητα με δυνατότητα. Και μέσα σε όλα αυτά, δέχονται χοντρά αστεία που βαφτίζονται χιούμορ.  Ταμπέλες που κολλάνε εύκολα και ξεκολλάνε δύσκολα. “Χοντρός”, “Φυτό”, “Περίεργη”. Και κάθε ταμπέλα γίνεται πιο βαριά από την προηγούμενη.

Ένα κορίτσι κάθεται στο παγκάκι του σχολείου με το κινητό στο χέρι, ελέγχοντας για δεύτερη, τρίτη, δέκατη φορά πόσοι είδαν τη φωτογραφία της. Και κάθε φορά που το νούμερο δεν κινείται, κάτι μέσα της σιγοσβήνει λίγο. Δεν είναι δραματοποίηση. Είναι καθημερινότητα.

Πού θα ήθελα να αναζητούν την αξία τους;

Όχι σε έναν κόσμο που τους βαθμολογεί ασταμάτητα. Θα ήθελα να τη βρίσκουν στην ικανότητά τους να αντέχουν τις μέρες που δεν χωράνε πουθενά. Στο θάρρος να είναι διαφορετικά χωρίς να απολογούνται. Στο δικαίωμα να μην ξέρουν ακόμα τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Γιατί η αλήθεια είναι αυτή : κανείς δεν ξέρει. Μερικοί απλώς το παίζουν σίγουροι καλύτερα.

Advertisement

Αν μπορούσα να τους μιλήσω χωρίς τον φόβο ότι δεν θα με ακούσουν, θα τους έλεγα την ωμή αλήθεια. Ότι δεν θα αρέσουν σε όλους. Και ότι δεν χρειάζεται. Ότι η σύγκριση είναι κλέφτης της ζωής και όχι κατεύθυνση. Ότι τα social media είναι σκηνή, όχι παρασκήνιο. Κανείς δεν ποστάρει το “δεν είμαι καλά σήμερα”.

Θα τους μιλούσα και για εκείνη την ανάγκη για προσοχή που κάποιες φορές γίνεται επικίνδυνη. Γιατί όταν ένα παιδί φωνάζει “δείτε με”, δεν είναι καπρίτσιο. Είναι κραυγή. Είναι “υπάρχω;”. Κι όταν η ανάγκη αυτή δεν βρίσκει χώρο, ψάχνει αλλού. Σε ρίσκα, σε υπερβολές, σε ρόλους που δεν του ανήκουν. Όχι γιατί θέλει να προκαλέσει. Αλλά γιατί θέλει να γίνει ορατό.

Θα τους έλεγα πως η αξία τους δεν αυξάνεται όταν τους κοιτάνε όλοι, ούτε μειώνεται όταν τους αγνοούν. Ότι το σώμα τους δεν είναι project προς βελτίωση. Ότι το μυαλό τους δεν είναι μηχανή επιδόσεων.

Advertisement

Και ότι το “δεν ξέρω τι θα γίνω” δεν είναι αποτυχία. Είναι στάδιο.

Και πώς αντιμετωπίζονται τα χοντρά αστεία, οι ταμπέλες, οι συγκρίσεις; Όχι με εύκολες συμβουλές. Με κάτι πιο δύσκολο. Με εσωτερική στήριξη. Με έναν ενήλικα που δεν ακυρώνει τον πόνο τους λέγοντας “έλα μωρέ”. Που δεν βιάζεται να δώσει λύσεις. Που αντέχει να ακούσει χωρίς να διορθώσει. Που στέκεται δίπλα τους και λέει “πιστεύω σε εσένα”.

Και υπάρχει κι αυτό που δύσκολα παραδέχομαστε. Ότι κι εμείς, ως γονείς, μπορεί να μην αντέχουμε εύκολα να δούμε το παιδί μας, τον καθρέφτη μας, να μην είναι άριστος μαθητής, πρωταθλητής με λαμπρές επιδόσεις, χαρισματικός. Γιατί κάπου μέσα μας, αυτό πληγώνει εμάς. Και το παιδί το νιώθει. Μπαίνει μέσα του η σκέψη “αξίζω λιγότερο” και αρχίζει να τρέχει σε έναν άτυπο μαραθώνιο που δεν τελειώνει ποτέ. Προσπαθεί να γίνει αυτό που θα μας κάνει περήφανους, όχι αυτό που είναι.

Advertisement

Τα παιδιά όμως δεν χρειάζονται να είναι εντυπωσιακά. Χρειάζονται αγάπη. Αγκαλιά. Το “άνοιξε τα φτερά σου”. Το “ζήσε”. Το “γέλασε”. Χρειάζονται να ξέρουν ότι δεν θα τα αγαπήσουμε περισσότερο αν τα καταφέρουν καλύτερα.  Ότι η αξία τους δεν εξαρτάται από τις επιδόσεις τους. Ότι εμείς δεν θα απογοητευτούμε αν δεν μας κάνουν υπερήφανους με τον τρόπο που φανταζόμασταν.

Θα ήθελα αυτό το άρθρο να κλείσει χωρίς ψεύτικη αισιοδοξία. Ναι, θα χαθούν λίγο. Ναι, θα πονέσουν. Ναι, θα ζητήσουν αποδοχή από λάθος μέρη. Και ναι, κάποιες φορές δεν θα μας ακούν. Αλλά αν ξέρουν ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν τους μετρά, δεν τους συγκρίνει και δεν τους εγκαταλείπει συναισθηματικά, τότε κάτι μέσα τους θα ριζώσει.

Πιστεύω πως η αξία δεν διδάσκεται με λόγια. Μεταδίδεται με παρουσία. Με εκείνο το βλέμμα που λέει “σε βλέπω όπως είσαι, όχι όπως νομίζεις ότι πρέπει να είσαι”. Με μια ερώτηση χωρίς κρυμμένη διόρθωση. Με μια αγκαλιά που δεν ζητά αντάλλαγμα. Με δέκα λεπτά χωρίς το κινητό στο χέρι.

Advertisement

Κι ίσως, την επόμενη φορά που θα ανοίξουν το Instagram και δεν θα πάρουν όσα περίμεναν, να θυμηθούν κάτι απλό αλλά σωτήριο. Ότι δεν γεννήθηκαν για να χωρέσουν. Γεννήθηκαν για να υπάρξουν. Κι αυτό, όσο κι αν δεν φαίνεται, είναι ήδη αρκετό.

Advertisement