Ο Πούτιν πιέζεται να εγκαταλείψει τη συναινετική προσέγγιση προς τη Δύση και να ετοιμαστεί για πόλεμο

Η προοπτική της φαινομενικά αναπόφευκτης μελλοντικής σύγκρουσης δεν είναι κάτι νέο για τον Πούτιν, που έχει πολλές φορές μιλήσει για αυτό το θέμα. Ωστόσο, έχει επιλέξει να αντιδράσει θέτοντας έμφαση στο να κερδίσει χρόνο η Ρωσία για να ενισχυθεί και στην προσπάθεια να στριμώξει τη Δύση σε κάποιου είδους συνεργασία όσον αφορά σε έναν πολιτικό συμβιβασμό στη Συρία, για παράδειγμα, που θα μπορούσε να κατευθύνει τη δυναμική του πολέμου σε μια πιο θετική κατεύθυνση.
RIA NOVOSTI / REUTERS

Κάτι σημαντικό συνέβη μέσα στις τελευταίες ημέρες του Απριλίου, αλλά φαίνεται ότι ο μόνος που το αντιλήφθηκε ήταν ο Στίβεν Κοέν, επίτιμος καθηγητής Ρωσικών Σπουδών στα Πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και του Πρίνστον.

Σε συνέντευξή του, ο Κοέν σημειώνει πως ένα μέρος της ρωσικής ηγεσίας υποδεικνύει ενδείξεις ανησυχίας, που επικεντρώνονται στην ηγεσία του προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν. Δεν μιλάμε για διαδηλώσεις στον δρόμο. Δεν μιλάμε για πραξικοπήματα εναντίον του Πούτιν - η δημοτικότητά του παραμένει πάνω από το 80%, και δεν πρόκειται να εκδιωχθεί. Αλλά μιλάμε για σοβαρή πίεση που ασκείται στον πρόεδρο για να αφήσει κατά μέρος το «σκοινί» πάνω στο οποίο ακροβατούσε μέχρι τώρα.

Ο Πούτιν έχει, στη μία άκρη του «κονταριού» που φέρει, τις ελίτ που είναι πιο προσανατολισμένες προς τη Δύση και την «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», και, στην άλλη, αυτούς που ανησυχούν ότι η Ρωσία αντιμετωπίζει τόσο μια πραγματική στρατιωτική απειλή από το ΝΑΤΟ, και έναν υβριδικό γεω-οικονομικό πόλεμο. Πιέζεται να επιλέξει τη δεύτερη πλευρά, και να «χαλαρώσει τη λαβή» της πρώτης στους μοχλούς οικονομικής ισχύος που έχει υπό τον έλεγχό της.

Εν ολίγοις, το ζήτημα που προκύπτει στο Κρεμλίνο είναι το αν η Ρωσία είναι επαρκώς προετοιμασμένη για περαιτέρω δυτικές προσπάθειες που έχουν σκοπό να διασφαλίσουν ότι δεν θα παρεμποδίσει ή θα ανταγωνίζεται την αμερικανική ηγεμονία. Θα μπορούσε η Ρωσία να αντέξει μια γεω-οικονομική επίθεση, εάν άρχιζε κάτι τέτοιο; Και πρόκειται για πραγματική απειλή ή απλά για δυτική επίδειξη ισχύος με άλλους σκοπούς;

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, εάν αυτά τα δεδομένα παρερμηνευθούν στη Δύση, που είναι ήδη προκατειλημμένη έτσι ώστε να δει κάθε ρωσική αμυντική ενέργεια ως επιθετική, τότε θα έχουν τεθεί οι βάσεις για κλιμάκωση. Ήδη είχαμε τον πρώτο πόλεμο με σκοπό την αντίδραση εναντίον του ΝΑΤΟ στη Γεωργία. Ο δεύτερος πόλεμος αντίδρασης είναι σε εξέλιξη στην Ουκρανία. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες ενός τρίτου;

Ο Πούτιν πιέζεται να αρπάξει το μαχαίρι - και να κόψει βαθιά

Στα μέσα του Απριλίου, ο στρατηγός Αλεξάντερ Μπαστρίκιν, επικεφαλής της Διερευνητικής Επιτροπής της Ρωσίας (ένα είδος υπερ-υπουργού Δικαιοσύνης, όπως το περιγράφει ο Κοέν), έγραψε πως η Ρωσία- παρά τον ρόλο της στη Συρία- δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη για έναν πόλεμο κοντά ή μακριά, και ότι η οικονομία της βρίσκεται σε κακή κατάσταση, επίσης. Η Ρωσία, επίσης, δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αντέξει έναν γεω-οικονομικό πόλεμο. Συνεχίζοντας, υποστηρίζει πως η Δύση ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον της Ρωσίας και ότι η ρωσική ηγεσία δεν φαίνεται να έχει γνώση του κινδύνου που αντιμετωπίζει η χώρα.

Ο Μπαστρίκιν δεν λέει ότι ο Πούτιν φταίει, αν και το περιεχόμενο υποδεικνύει ξεκάθαρα ότι αυτό εννοεί. Αλλά λίγες ημέρες μετά, εξηγεί ο Κοέν, το άρθρο αυτό προκάλεσε περαιτέρω συζητήσεις, από αυτούς που συμμερίζονται τις απόψεις του Μπαστρίκιν και που αναφέρονται ονομαστικά στον Πούτιν. Τότε, σημειώνει ο Κοέν, ένας Ρώσος απόστρατος στρατηγός μπήκε στη συζήτηση για να επιβεβαιώσει ότι όντως η Δύση ετοιμάζεται για πόλεμο- αναφερόμενος στις ετοιμασίες του ΝΑΤΟ στη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και την Πολωνία, μεταξύ άλλων- και υπογράμμισε ξανά ότι οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν αυτή την απειλή. «Αυτό είναι μια βαριά κατηγορία σε βάρος του Πούτιν» λέει ο Κοέν, σχετικά με τα συμπεράσματα από αυτή την ανάλυση. «Και πλέον έχει γίνει γνωστή».

Με τι έχουν να κάνουν όλα αυτά; Εδώ και λίγο καιρό υπάρχουν ενδείξεις ότι μια πολύ σημαντική φράξια στο Κρεμλίνο, μια που θα μπορούσε, πολύ ελεύθερα, να χαρακτηριστεί «εθνικιστική», έχει απογοητευτεί από την ανοχή του Πούτιν απέναντι στη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» και τους υποστηρικτές της στη ρωσική κεντρική τράπεζα και άλλα κρίσιμα οικονομικά πόστα. Οι εθνικιστές επιθυμούν την απομάκρυνσή τους, μαζί με τη θεωρούμενη φιλοδυτική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Ο Πούτιν μπορεί να είναι πολύ δημοφιλής, αλλά η κυβέρνηση του Μεντβέντεφ όχι. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης επικρίνεται. Η αντίπαλη φράξια θέλει να δει άμεση κινητοποίηση/ προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων και της οικονομίας του πολέμου- συμβατικού ή υβριδικού. Αυτό δεν έχει να κάνει με την απομάκρυνση του Πούτιν, αλλά με την πίεση προς αυτόν ώστε να αρπάξει το μαχαίρι- και να κόψει βαθιά.

Τι θέλει αυτή η παράταξη πέρα από το να ετοιμαστεί η Ρωσία για πόλεμο; Θέλουν μια πιο σκληρή στάση στην Ουκρανία, και να αποφύγει ο Πούτιν τα «δίχτυα» του Αμερικανού ΥΠΕΞ, Τζον Κέρι, στη Συρία. Εν συντομία, ο Κέρι προσπαθεί ακόμα να επιτύχει την απομάκρυνση του Άσαντ και συνεχίζει να πιέζει για παραπάνω αμερικανική στήριξη στην αντιπολίτευση. Η αμερικανική κυβέρνηση διστάζει επίσης να ξεμπλέξει τους «μετριοπαθείς» από τους τζιχαντιστές. Η άποψη αυτή είναι ότι η Αμερική δεν είναι ειλικρινής όσον αφορά στη συνεργασία με τη Ρωσία για έναν συμβιβασμό και ότι σκοπός της κυρίως είναι το να παγιδευτεί ο Πούτιν στη Συρία. Ίσως αυτό να είναι σωστό, όπως έχουν επισημάνει ο Γκάρεθ Πόρτερ και ο Ελάιζα Μαγκνιέ.

Η κυβέρνηση Ομπάμα επιδιώκει να αποδυναμώσει τη θέση του Πούτιν και του Λαβρόφ, και ως εκ τούτου ενδυναμώνει τη θέση εκείνων στη Ρωσία που ζητούν πλήρεις προετοιμασίες για πόλεμο.

Αυτό που σημαίνει σε πιο θεμελιώδη βάση είναι ότι από τον Πούτιν ζητείται να περάσει στην πλευρά των εθνικιστών, εναντίον των διεθνιστών που τάσσονται υπέρ της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», και να τους απομακρύνει από την εξουσία. Θυμηθείτε, ωστόσο, ότι ο Πούτιν ανέβηκε στην εξουσία ακριβώς για να μειώσει αυτή την πόλωση εντός της ρωσικής κοινωνίας, παίρνοντας θέση υπεράνω- για να θεραπεύσει και να ξαναχτίσει μια πολύπλευρη κοινωνία που ανακάμπτει από βαθείς διχασμούς και κρίσεις. Του ζητείται να εγκαταλείψει αυτό που αντιπροσωπεύει επειδή, όπως του λένε, η Ρωσία απειλείται από μια Δύση η οποία ετοιμάζεται για πόλεμο.

Η προοπτική της φαινομενικά αναπόφευκτης μελλοντικής σύγκρουσης δεν είναι κάτι νέο για τον Πούτιν, που έχει πολλές φορές μιλήσει για αυτό το θέμα. Ωστόσο, έχει επιλέξει να αντιδράσει θέτοντας έμφαση στο να κερδίσει χρόνο η Ρωσία για να ενισχυθεί και στην προσπάθεια να στριμώξει τη Δύση σε κάποιου είδους συνεργασία όσον αφορά σε έναν πολιτικό συμβιβασμό στη Συρία, για παράδειγμα, που θα μπορούσε να κατευθύνει τη δυναμική του πολέμου σε μια πιο θετική κατεύθυνση. Ο Πούτιν, ταυτόχρονα, έχει επιδέξια απομακρύνει τους Ευρωπαίους από μια κλιμάκωση στο ΝΑΤΟ.

Αλλά και στους δύο στόχους αυτούς, η κυβέρνηση Ομπάμα επιδιώκει την αποδυνάμωση της θέσης του Πούτιν και του Λαβρόφ, και ως εκ τούτου ενδυναμώνει τη θέση αυτών στη Ρωσία που ζητούν πλήρεις προετοιμασίες για πόλεμο. Δεν είναι σύμπτωση που το άρθρο-κώδωνας του κινδύνου του Μπαστρίκιν προέκυψε τώρα, καθώς η εκεχειρία στη Συρία παραβιάζεται σκοπίμως. Το καταλαβαίνουν αυτό στον Λευκό Οίκο; Αν ναι, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η κλιμάκωση απέναντι στη Ρωσία είναι αυτό που επιθυμείται; Όπως σημειώνει ο Κοέν, «η Washington Post (στις σελίδες αρθρογραφίας της) μας λέει τακτικά ότι ποτέ, ποτέ, ποτέ...υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορεί ο εγκληματίας Πούτιν να αποτελέσει στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ».

Οπότε «έχει ριφθεί ο κύβος»; Θα αποτύχει ο Πούτιν; Είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση; Μπορεί να φαίνεται έτσι. Σίγουρα η «σκακιέρα» στήνεται. Έχω γράψει στο παρελθόν σχετικά με τη «μετάβαση που είναι ήδη σε εξέλιξη στο εσωτερικό των κλάδων της άμυνας και των υπηρεσιών πληροφοριών της κυβέρνησης Ομπάμα» προς αυτό που χαρακτηρίζεται «δόγμα Γούλφοβιτς», ένα «πακέτο» πολιτικών που είχαν αναπτυχθεί από τις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000. Ο δημιουργός μιας εξ αυτών των πολιτικών, του US Defense Planning Guidance του 1992, έγραψε πως το DPG στην ουσία επιδίωκε να:

«αποτρέψει την ανάδειξη διπολικότητας, άλλης μιας παγκόσμιας αντιπαράθεσης σαν τον Ψυχρό Πόλεμο, ή πολυπολικότητας, ενός κόσμου με πολλές μεγάλες δυνάμεις, όπως ήταν πριν τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Για αυτό, το κλειδί ήταν να εμποδιστεί μια εχθρική δύναμη από το να κυριαρχήσει σε μια «κρίσιμη περιοχή», που καθορίζεται από τη ύπαρξη των πόρων, των βιομηχανικών δυνατοτήτων και του πληθυσμού ώστε, εάν ήταν υπό τον έλεγχο εχθρικής δύναμης, θα αποτελούσε πρόκληση παγκόσμιας εμβέλειας».

Σε συνέντευξη στο Vox, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Άστον Κάρτερ, ήταν ξεκάθαρος ότι αυτή είναι ήταν σε γενικές γραμμές η κατεύθυνση προς την οποία το Πεντάγωνο οδηγούνταν να κινηθεί. Από την άλλη, υπάρχει το αρκετά προφανές δεδομένο ότι, αντί για την πολυδιαφημισμένη στροφή της αμερικανικής στρατιωτικής έμφασης/ προσοχής στην Ασία, η προσοχή του ΝΑΤΟ στρέφεται προς την κεντρική Ευρώπη- στα σύνορα της Ρωσίας. Και το ΝΑΤΟ ξεκάθαρα δοκιμάζει τις δυνάμεις του όσο περισσότερο τολμά, κατευθείαν στα σύνορα της Ρωσίας.

Ακόμη, υπάρχει η ρητορική: Η ρωσική επιθετικότητα. Οι ρωσικές φιλοδοξίες για αναστήλωση της πρώην Σοβιετικής Αυτοκρατορίας. Οι ρωσικές προσπάθειες για διαίρεση και καταστροφή της Ευρώπης. Και ούτω καθεξής.

Είναι η σύγκρουση αναπόφευκτη;

Γιατί; Ίσως απλά το ΝΑΤΟ να υποθέτει πως αυτές οι προκλητικές ασκήσεις δεν θα οδηγήσουν ποτέ σε πόλεμο, ότι η Ρωσία κάπως θα κάνει πίσω. Και ότι η συνεχής παρενόχληση της αρκούδας θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της Αμερικής στο να παραμείνουν η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ ενωμένα, με τις κυρώσεις στη θέση τους, μακριά από προσέγγιση με τη Ρωσία. Συνάντηση του ΝΑΤΟ πρόκειται να γίνει στη Βαρσοβία στις αρχές του Ιουλίου. Ίσως η δυτική ρητορική σχετικά με την «επιθετικότητα» της Ρωσίας να μην είναι κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια της Αμερικής να αποτρέψει οποιαδήποτε ευρωπαϊκή «ανταρσία» σχετικά με τις κυρώσεις, ανακινώντας μια ψευδή απειλή από τη Ρωσία, και οι Ρώσοι ίσως απλά να παρερμηνεύουν τις αμερικανικές προθέσεις, που δεν πάνε πέρα από αυτό. Ή μήπως όχι;

Η ασυνήθιστη οργή και ψυχρότητα με την οποία το αμερικανικό κατεστημένο αντέδρασε στην πιθανή υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία υποδεικνύει ότι δεν έχει εγκαταλείψει το δόγμα Γούλφοβιτς. Οπότε, ήταν η στρατηγική Πούτιν «σύμπλευσης» με τις ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή η αποτυχία που θεωρεί η παράταξη του Μπαστρίκιν; Με άλλα λόγια, ισχύει ότι η πολιτική αύξησης συνεργασίας έχει αποτύχει και πως ο Πούτιν πρέπει να κινηθεί πέρα από αυτήν, επειδή η Αμερική δεν πρόκειται να συνεργαστεί και, αντ'αυτού, συνεχίζει τη διαδικασία «στριμώγματος» της Ρωσίας;

Όπως ανέφερε η Texas Tribune στις 4 Μαΐου, «για πρώτη φορά από την προεδρία του, ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος σχεδιάζει να μείνει σιωπηλός στην κούρσα για το Οβάλ Γραφείο- και ο νεότερος πρόεδρος Μπους σχεδιάζει το ίδιο».

Για να καταλάβετε τον πόλεμο μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (όχι ότι υπάρχουν λιγότερες συγκρούσεις στους Δημοκρατικούς), διαβάστε αυτή την αντίδραση σε εκείνο το δημοσίευμα από τον δύο φορές Ρεπουμπλικανό υποψήφιο, Πατ Μπιουκάναν. Ορίστε κάποια αποσπάσματα:

«Ο θρίαμβος του Τραμπ αποτελεί μια σαρωτική αποκήρυξη του Ρεπουμπλικανισμού από το ίδιο το κόμμα που επέλεξε τους Μπους τέσσερις φορές για την προεδρία. Όχι μόνο ο γιος και αδελφός, Τζεμπ, ταπεινώθηκε και βρέθηκε εκτός κούρσας από νωρίς, αλλά ο Τραμπ κέρδισε το χρίσμα αποκηρύσσοντας ως εντελώς σάπιους τους βασικούς «καρπούς» εμβληματικών πολιτικών των Μπους...αυτή είναι μια ανελέητη καταδίκη της κληρονομιάς των Μπους. Και ένα μεγάλο τμήμα του ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος, στη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία, συμφώνησε, "αμήν, αδελφέ!"».

Ο Μπιουκάναν συνεχίζει σε άλλο άρθρο: «Η ύβρις εντυπωσιάζει. Ένα ρεπουμπλικανικό κατεστημένο που έχει συντριβεί τόσο σκληρά όσο η Καρχηδόνα στον Τρίτο Καρχηδονιακό Πόλεμο, πλέον απαιτεί πράγματα από τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό και τους νικητές Ρωμαίους»- μια παραπομπή στις προσπάθειες του Πολ Ράιαν να κάνει τον Τραμπ να ασπαστεί τον ρεπουμπλικανισμό των Μπους. «Αυτό είναι δύσκολο να το χωνέψει κανείς».

Αλλά εδώ, σε αυτή την κρίση, υπάρχει μια ευκαιρία. Η Αμερική θα μπορούσε να οδηγείται σε ύφεση, τα εταιρικά κέρδη πέφτουν, μεγάλοι όγκοι χρέους εμφανίζονται «ύποπτοι», το παγκόσμιο εμπόριο βυθίζεται και τα μέσα πολιτικής των ΗΠΑ για τον έλεγχο του παγκοσμίου χρηματοοικονομικού συστήματος έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για το παγκόσμιο πρόβλημα του όλο και πιο «σάπιου» χρέους. Αλλά ένας πρόεδρος Τραμπ- αν συμβεί κάτι τέτοιο- μπορεί να αποδώσει τις ευθύνες για οποιαδήποτε οικονομική θύελλα στο κατεστημένο. Η Αμερική είναι μπλεγμένη αυτή τη στιγμή, όπως έδειξε η μάχη της υποψηφιότητας για την προεδρία. Κάποιοι κόμποι θα χρειαστούν χρόνο για να λυθούν, αλλά κάποιοι θα μπορούσαν να λυθούν σχετικά εύκολα, και φαίνεται ότι ο Τραμπ κάτι έχει καταλάβει για αυτό. Θα μπορούσε αυτό να αρχίσει με μια δραματική διπλωματική πρωτοβουλία.

Ιστορικά, τα πιο ριζοσπαστικά εγχειρήματα μεταρρυθμίσεων έχουν αρχίσει με αυτόν τον τρόπο: Την ανατροπή ενός κομματιού «συμβατικής σοφίας» και το «ξεκλείδωμα» ενός ολόκληρου αδιεξόδου πολιτικής. Το momentum που θα αποκτηθεί θα βοηθούσε έναν μεταρρυθμιστή να υπερβεί ακόμα και τη σκληρότερη αντίσταση- σε αυτή την περίπτωση τη Wall Street και την οικονομική ολιγαργία- χάριν μεταρρυθμίσεων.

Ο Τραμπ μπορεί απλά να πει ότι τα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας περνούν ευθέως μέσα από τη Ρωσία- κάτι που ξεκάθαρα ισχύει- ότι η Ρωσία δεν απειλεί την Αμερική- που δεν ισχύει- και ότι το ΝΑΤΟ είναι «παρωχημένο» όπως έχει πει. Είναι απόλυτα λογική μια συνεργασία με τη Ρωσία και τους συμμάχους της για να περικυκλωθεί και να καταστραφεί το αποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος.

Αν κάποιος ακούσει με προσοχή, ο Τραμπ φαίνεται να έχει διανύσει τη μισή απόσταση. Ίσως κάτι τέτοιο να έκοβε πολλούς κόμπους, ίσως ακόμα και να ξεκλείδωνε το αδιέξοδο πολιτικής. Μήπως αυτό επιδιώκει;

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη The World Post και μεταφράστηκε στα ελληνικά

Δημοφιλή