Γράφει ο Γ. Στείρης Καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ

*

Advertisement
Advertisement

Το καλοκαίρι αυτό η συζήτηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εστιάζεται στις κενές θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια και την έναρξη εργασιών των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εκείνο που μάλλον δεν έχει γίνει επαρκώς αντιληπτό είναι ότι τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα -πρωταρχικά τα περιφερειακά- θα αντιμετωπίσουν, από του χρόνου κιόλας, σοβαρότατο πρόβλημα ύπαρξης, το οποίο θα επιδεινωθεί σταδιακά. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και χρειάζονται συστηματική μελέτη.

Στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις οι διαθέσιμες θέσεις στα δημόσια ΑΕΙ ανήλθαν στις 68.788, ενώ ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων στους 70.276. Αξίζει να συνυπολογιστεί ότι στον αριθμό των υποψηφίων περιλαμβάνονται και απόφοιτοι παλαιότερων ετών, οι οποίοι επέλεξαν να δώσουν εκ νέου εξετάσεις για διάφορους λόγους.

Τελικά, εισήχθησαν 62.848 υποψήφιοι, εξαιτίας του ότι περίπου 8.000 άνθρωποι δεν κατόρθωσαν να υπερβούν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής. Ένας αριθμός λίγων χιλιάδων από αυτούς θα επιλέξουν τελικά είτε να μην εγγραφούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο που επέτυχαν, είτε να σπουδάσουν στο εξωτερικό, είτε να εγγραφούν σε κάποιο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που αδειοδοτήθηκαν στην Ελλάδα, καθώς εισήχθησαν σε σχολή που δεν τους ικανοποιεί ως προς το αντικείμενο σπουδών ή την πόλη. Ας προστεθεί ότι τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν πως ένα ποσοστό περίπου 25-30% δεν παίρνει ποτέ πτυχίο, καθώς η εγκατάλειψη των σπουδών μαστίζει ακόμα και σχολές υψηλής ζήτησης.

Στο όχι τόσο μακρινό 2010 συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις 93.713 υποψήφιοι και οι προσφερόμενες θέσεις ανέρχονταν στις 84.690. Μάλιστα, αυτοί που αποφοίτησαν εκείνη τη χρονιά από το Λύκειο και συμμετείχαν για πρώτη φορά στις πανελλαδικές εξετάσεις ήταν 77.687. Δηλαδή, πολλοί περισσότεροι από όσους συνολικά συμμετείχαν το 2025!

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι τα παιδιά που έχουν εγγραφεί στην Α΄Δημοτικού για το σχολικό έτος 2025/26 ανέρχονται στα 71.181, όταν το 2010 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν περίπου 115.000, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαθητών στις έξι τάξεις του Δημοτικού ανερχόταν στους 634.048.

Ας προσέξουμε ότι στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2022 συμμετείχαν 73.405 άνθρωποι (συμπεριλαμβανομένων αποφοίτων παλαιότερων ετών). Δηλαδή, από τους 115.000 που ξεκίνησαν να φοιτούν το 2010 στο Δημοτικό, περίπου 50.000 δεν συμμετείχαν, για διάφορους λόγους, στο θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων.

Advertisement

Επιχειρώντας μια πρόβλεψη -αν τα κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα παραμείνουν ως έχουν τις τελευταίες δεκαετίες- το 2037 θα συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις -αν διατηρηθούν στο ισχύον πλαίσιο- περίπου 45.000 μαθητές.

Σήμερα λειτουργούν στην Ελλάδα 25 δημόσια πανεπιστήμια, με 423 Τμήματα. Παράλληλα, έχουν ήδη αδειοδοτηθεί 4 ιδιωτικά. Δεδομένου του ότι σταδιακά αναμένεται να αυξηθούν οι διαθέσιμες θέσεις στα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, έχουμε, σε πρώτη έστω ματιά, το παράδοξο φαινόμενο να αυξάνεται η προσφορά ενώ μειώνεται η ζήτηση.

Θεωρώ πως το τοπίο στην ελλαδική τριτοβάθμια εκπαίδευση προοιωνίζεται δυσοίωνο, πρωταρχικά όσον αφορά τα ελληνόφωνα προγράμματα σπουδών, των προπτυχιακών σε πρώτη φάση και των μεταπτυχιακών αμέσως μετά. Σε απλά ελληνικά, ο αριθμός των υποψήφιων φοιτητών θα καταστήσει πολλά πανεπιστήμια μη βιώσιμα, καθώς οι δημογραφικοί δείκτες είναι εντελώς απίθανο να βελτιωθούν έως το 2050.

Advertisement

Όσοι έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα θεωρούν ότι η απάντηση είναι η διεθνοποίηση: η δημιουργία δηλαδή αγγλόφωνων προγραμμάτων, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, ώστε να εγγραφούν στα ελλαδικά πανεπιστήμια αλλοδαποί φοιτητές, οι οποίοι θα πληρώνουν δίδακτρα και θα καταστήσουν οικονομικά και εκπαιδευτικά βιώσιμα τα ελλαδικά δημόσια, αλλά και τα ιδιωτικά, πανεπιστήμια.

Αυτό ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι. Προϋποτίθενται γενναιότατες επενδύσεις σε εστίες και εκπαιδευτικούς χώρους για να προσελκύσουμε αλλοδαπούς φοιτητές. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν επιθυμεί να σπουδάζει σε χώρους σαν και αυτούς που συνήθως διαθέτουν τα πανεπιστήμιά μας και να αναγκάζεται να διαμένει σε πανάκριβα ενοικιαζόμενα, εκτός campus. Και μην πει κανείς για τα ιδιωτικά, καθώς η λειτουργία Ιατρικής Σχολής σε πολυκατοικία στην οδό Ιπποκράτους δεν συνιστά εκπαιδευτική εμπειρία επιπέδου.

Παράλληλα, η έως σήμερα εμπειρία έχει δείξει ότι οι αλλοδαποί φοιτητές επιθυμούν να σπουδάσουν συγκεκριμένες επιστήμες, κατά βάση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το δε κόστος διαβίωσης φαντάζει ακριβότερο εκείνου που ήλπιζαν, ενώ η έκδοση βίζας συχνά είναι αρκετά δύσκολη. Άρα, η διεθνοποίηση αναπόδραστα οδηγεί σε ριζική δομική αλλαγή τόσο του ακαδημαϊκού χάρτη στην Ελλάδα όσο και των σπουδών των ίδιων, με κλείσιμο ή συγχωνεύσεις πανεπιστημίων και τμημάτων ή, έστω, δραστική αναμόρφωσή τους.

Advertisement

Τα δίδακτρα όμως θέτουν και ένα άλλο ζήτημα. Στα ελληνόφωνα προγράμματα των δημοσίων πανεπιστημίων οι σπουδές είναι δωρεάν. Αν πολλαπλασιαστούν τα αγγλόφωνα και εγγράφονται σε αυτά και Ελλαδίτες, θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν και αυτοί δίδακτρα, όπως οι αλλοδαποί; Η ευρωπαϊκή νομολογία οδηγεί στο ναι. Αυτό θα συνιστούσε μια αλλαγή κοσμοϊστορικών διαστάσεων για την κοινωνία μας, με συνέπειες πολύπλευρες.

Αν τα ελληνόφωνα προγράμματα διατηρηθούν ως έχουν, θα έχουμε δύο παράλληλα συστήματα εντός των δημοσίων πανεπιστημίων: ένα φτωχό ελληνόφωνο και ένα πλούσιο αγγλόφωνο. Πάρα πολύ δύσκολα θα αποφευχθεί το σενάριο που το κέντρο βάρους θα πέφτει στο αγγλόφωνο πρόγραμμα και το ελληνόφωνο θα υποβαθμιστεί. Δίπλα τους, βέβαια, θα λειτουργεί και τρίτος πόλος, οικονομικά πιο ευέλικτος, τα ιδιωτικά ΑΕΙ.

Όλα αυτά θα έχουν μια παρεπόμενη συνέπεια: την αλλαγή κουλτούρας στην ελλαδική τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς στη δημόσια και ιδιωτική εκδοχή της θα βαρύνει αποφασιστικά το οικονομικό σκέλος, πράγμα που θεωρώ ότι δεν ήταν η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη το 1974.

Advertisement

Νομίζω ότι επείγει να ανοίξει μια ειλικρινής και τολμηρή συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των πανεπιστημίων στην Ελλάδα, η οποία να οδηγήσει σε δραστικές αλλαγές. Οι καιροί ου μενετοί.

Advertisement