Πρωτοφτάνω στη Χίο και υπάρχει ένα μέρος που έχω μεγάλη περιέργεια να δω. Τον Κάμπο. Έχω ακούσει ένα σωρό διηγήσεις από την παιδική μου φίλη, βέρα Χιώτισσα, που πέρασε όλα της τα παιδικά καλοκαίρια εδώ. Φαντάζομαι ένα μέρος γεμάτο εσπεριδοειδή, πορτοκαλιές και μανταρινιές, πλούσια δέντρα, μοσχομυριστά, αρχοντικά. Ταιριαστά με τα αρχοντόσπιτα του Κάμπου, με τις βοτσαλωτές αυλές και την κόκκινη θυμιανούσικη πέτρα. Ένα μέρος γεμάτο ιστορίες, εμπόρων και αγροτών, μεγαλοκυριών και απλών κοριτσιών.

Το εμπόριο εσπεριδοειδών και γλυκών του κουταλιού διέπρεπε ήδη από τον 14ο αιώνα, καθώς οι Γενοβέζοι καλλιεργούσαν στον Κάμπο άριστης ποιότητας προίόντα που εμπορεύονταν με μεγάλα ιστιοφόρα στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και από εκεί ακόμη πιο ανατολικά. Τα Χρυσά Μήλα των Εσπερίδων, δώρο θειικό της Γαίας στο γάμο του Δία με την Ήρα, ήταν για τους Χιώτες του Κάμπου πράγματι χρυσά καθώς αργότερα, φτάνουν να μεταφέρονται στα μεγάλα λιμάνια της Δύσης, τη Μασσαλία, το Λιβόρνο, την Αμβέρσα μέχρι το Λονδίνο και να πουλιούνται έναντι πολλών χρυσών λιρών. 

Advertisement
Advertisement

Σκέφτομαι πόσο προνομιούχοι ήταν οι Χιώτες, που κατάφεραν να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική τους υπόσταση, την ευδαιμονία και την αρχοντιά τους σε μία περίοδο βαριάς οθωμανικής κατοχής. Όλα αυτά βέβαια χάθηκαν στη μεγάλη σφαγή της Χίου το 1822, οι μεγάλες οικογένειες του Κάμπου σκόρπισαν στο εξωτερικό αλλά με την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους επέστρεψαν σιγιά σιγά και ανέκτησαν σε μεγάλο βαθμό τα παλιά τους αρχοντικά και τα κτήματα. Το χειμώνα του 1850 ο παγετός που έπληξε τον Κάμπο κατέστρεψε όλα τα εσπεριδοειδή και ανάγκασε τους καλλιεργητές να σταματήσουν κάθε επιχειριματική δραστηριότητα. Παρόλο που ο Γιάννης Χωρέμης, έλληνας της διασποράς, έφερε στη Χιό το μανταρίνι, είδος που ευδοκιμεί και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, και το χιώτικο μανταρίνι με το χαρακτηριστικό του άρωμα έφερε ξανά εμπορική ακμή στον Κάμπο, ο σεισμός του 1881 κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των κτιρίων. Οι αρχοντικές οικογένειες έφυγαν στο εξωτερικό και στον απελευθερωμένο πλέον ελλαδικό χώρο. 

Διαβάζω ότι στα νεότερα χρόνια, τα κτήματα πέρασαν στα χέρια των επιστατών και των αγροτών που τα καλλιεργούσαν, καθώς έχοντας αποκτήσει οικονομική ευχέρεια στο εξωτερικό, επέστρεψαν και τα αγόρασαν. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών άνθισε και πάλι. Η ανοικοδόμηση των παλιών αρχοντικών έγινε με μια προσέγγιση νεοκλασσική και εκλεπτιστική διατηρώντας αρκετά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του Κάμπου. 

Το πρώτο πράγμα που μου λέει ο Παντελής Περρής, Καμπούσης αυθεντικός, γεννημένος και μεγαλωμένος στον Κάμπο, ετών 85 σήμερα, είναι ότι «ο Κάμπος ήταν το Κολωνάκι της Χίου». Το εμπόριο των εσπεριδοειδών ήταν τρανό. Τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια τα χάρτωναν, τα τύλιγαν δηλαδή ένα ένα με ειδικό χαρτί που έφερε περίτεχνη σφραγίδα ώστε να μην ακουμπούν μεταξύ τους και να διατηρούν έτσι την ποιότητα και τη φρεσκάδα τους. Αυτό το πρίμιουμ προϊόν το έστελναν στην υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και το εξήγαγαν στην Οδησσό, στη Ρωσία, στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. «Οι μυρωδιές των κήπων την άνοιξη ήταν μέχρι και ενοχλητικές», μου λέει γελώντας.

Τα σπίτια του Κάμπου φαντάζουν μυθικά από τις περιγραφές του. Χτισμένα μέσα σε μεγάλα κτήματα, περιφραγμένα με τοιχογύρια, ψηλούς μαντρότοιχους, ύψους τριών μέτρων. Η περίφημη θυμιανούσικη πέτρα σκαβόταν στις πελεκανιές, υπόγειες στοές σαν λατομεία, στα γειτονικά Θυμιανά και λαξευόταν στο χέρι από ντόπιους τεχνίτες. Ενδιάμεσα στην πέτρα, βλέπεις ακόμη μικρότερα στρογγυλά στοιχεία, από πέτρα που έχει τριφτεί και λιανθεί με άμμο. Το ύψος των μαντρών έδινε ιδιωτικότητα αλλά και προστάτευε τα πολύτιμα κτήματα από τον καιρό και από φωτιές. Ο Θεοτοκάς μιλάει για τον Κάμπο ως “ο ιδανικός τόπος της ιδιωτικής ζωής, της κλειστής, της εσωτερικής ζωής, των περιφραγμένων πολυτίμων πραγμάτων”. Τα κτίσματα ήταν επίσης επιβλητικά. Στον επάνω όροφο έμενε η οικογένεια ενώ στο ισόγειο τα ζώα. Υπήρχε αυτάρκεια στον Κάμπο. Κάθε σπίτι είχε τις κατσίκες και τις κότες του, γουρούνια, ακόμη και αγελάδες. Είχαν γάλα, βούτυρο, τυρί. Κρασί από τα αμπέλια και μαλλί από τα πρόβατα. Είχαν πηγάδια και στέρνες.

Ο Παντελής και οι γιοι του, που μπήκαν και εκείνοι στη κουβέντα, τονίζουν την αρχοντιά αυτών των σπιτιών αλλά και των ίδιων των ανθρώπων που τα κατοικούσαν. Περιγράφουν την αίσθηση ιδιωτικότητας και αρμονίας που υπήρχε. Μεγάλη κουβέντα κάνουμε και για τις βεγγέρες. «Για πρόσεξε», μου λένε, «στον Κάμπο δεν υπήρχε χώρος συνάθροισης, δε βλέπεις πουθενά πλατεία». Οι συναθροίσεις γίνονταν στα σπίτια, με μεζέ και μπόλικο ούζο. Κρασί λιγότερο. Ο Παντελής λέει ότι οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω από τα κτήματα και τις καλλιέργιες, οι γιοι του επιμένουν ότι έλεγαν τα κουτσομπολιά. Μας πιάνουν τα γέλια.

Ύστερα ο Παντελής μας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, πόσο διαφορετικά ήταν όλα τότε. Την περίοδο της κατοχής λίγα μέσα είχαν. Τα παιδιά πήγαιναν και εκείνα στα περιβόλια, έκαναν τις πιο απλές δουλειές. Σκάψιμο με το τσατάλι, πότισμα με το χέρι, καθώς αρδευτικά έργα δεν υπήρχαν τότε, συλλογή καρπών. Μια μέρα, λέει, του έκαναν δώρο οι γονείς του μια μπάλα από κουρέλια, πολύ περιποιημένη, στρογγυλή, όμορφη, «Ώνασης αισθάνθηκα, κανένα άλλο παιδί δεν είχε τέτοια μπάλα». Αργότερα έβαλαν όλα τα παιδιά κάτι και πήραν ένα μεταχειρισμένο φουτμπόλ, και ύστερα μάλωναν ποιος θα το πάρει σπίτι του, να το προσέχει να μην το φθείρει. Αργότερα, στα 14 του, οι γονείς του του πήραν ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο, «Πάλι Ωνάσης αισθάνθηκα», λέει και γελάμε όλοι.

Advertisement

Στον Κάμπο υπήρχαν και σπίτια εφοπλιστών με οικόσημα, μεγάλες οικογένειες, όπως ο Μιχαλινός, ο Ράλλης, ο Αργέντης. Εκείνοι είχαν τους ανεστάτες, τους επιστάτες που οργάνωναν όλη τη λειτουργία του περιβολιού.

Ο Κάμπος σήμερα δεν δείχνει εικόνα παρακμής. Τα περισσότερα σπίτια έχουν συντηρηθεί και πολλά από αυτά κατοικούνται. Τα περιβόλια έχουν ακόμη πορτοκαλιές, μανταρινιές και λεμονιές, όμως τα φρούτα προορίζονται για ιδιωτική κατανάλωση. Η αλήθεια είναι ότι, πολλοί από αυτούς που έχουν έρθει, δεν έχουν πραγματική γνώση του Κάμπου, «δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το πορτοκάλι από το μανταρίνι», λέει ο Παντελής. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια κουλτούρα στον Κάμπο. Οι άνθρωποι του ανέκαθεν ήταν πολυταξιδεμένοι, διάβαζαν, είχαν ανοιχτό πνεύμα. Ακόμη και παλιά τους έβλεπες να κάθονται στη πεζούλα με ένα βιβλίο στο χέρι.

Mohammad Alfaraj

Φέτος το καλοκαίρι στον Κάμπο, λαμβάνει χώρα η έκθεση “Κάποτε Ήμασταν Κήποι”*, του οργανισμού DEO. Ο Άκης Κόκκινος, ιδρυτής του DEO,  βλέπει τον Κάμπο σαν έναν τόπο μέσα από τον οποίο μπορεί κάποιος να εξερευνήσει την έννοια της φθοράς. Στη φετινή έκθεση, οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν διερευνούν έννοιες όπως το καταφύγιο του κήπου, τι σημαίνει να μεγαλώνει κάποιος, τι σημαίνει να βρίσκει έναν κήπο. Για εκείνον, η επιλογή του Κάμπου ως χώρος για την έκθεση ήρθε χωρίς προσπάθεια, «ήταν ένα δώρο». Η παρακμή του Κάμπου τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε τη βάση για την προσέγγιση των καλλιτεχνών της έκθεσης στην ιδέα της φθοράς. Πώς μεγαλώνουμε, πώς αλλάζουμε, πώς διαχειριζόμαστε τη φθορά. Πώς μεταμορφωνόμαστε, πώς προσαρμοζόμαστε, πώς γινόμαστε κάτι άλλο.

Advertisement
Υπαίθριο αναγνωστήριο

Ο ίδιος, Χιώτης στην καταγωγή, έζησε και δούλεψε πολλά χρόνια στο εξωτερικό πριν εγκατασταθεί μόνιμα στη Χίο. Ερχόμενος με μία ρομαντική διάθεση, να μείνει στο νησί που είχε περάσει όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, αρχικά δεν είχε ξεκάθαρη εικόνα για το τί ήθελε να κάνει. Έβλεπε ότι υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που εργάζονται στο σύγχρονο πολιτισμό στο νησί που όμως δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Έβλεπε ότι μπορούσε να δημιουργηθεί μια κοινότητα με ρίζες εκεί. Μια κοινότητα με Έλληνες και διεθνείς καλλιτέχνες που θα προάγει το διεθνικό διάλογο, θα αναζητήσει και θα αναδείξει τη δύναμη της τέχνης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Ήθελε να δώσει στο νησί όλα αυτά που είχε πάρει ως τώρα. Χρειαζόταν μια υποδομή που θα τον κρατούσε εκεί όχι μόνο το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα. Στην προηγούμενη βάση του στο Λονδίνο, πέρασε ένα διάστημα προσωπικής κρίσης. Ήθελε να εξερευνήσει ένα νέο σώμα δουλειάς, σε άλλη κλίμακα και σε ένα μέρος που το κοινό δεν είναι τόσο εκτεθειμένο στη σύγχρονη τέχνη. Το νησί θα έμπαινε στην έκθεση ως συνεργάτης, προσφέροντας την υπάρχουσα πολιτιστική του δομή.

Maria Loizidou

Ένας από τους στόχους του Άκη ήταν να υπενθυμίσει πώς η σύγχρονη τέχνη μπορεί ένα προσωπικό αφήγημα να το κάνει οικουμενικό. Πώς οι καλλιτέχνες, οι επισκέπτες αλλά και το ίδιο το νησί φέρνουν μέσα στην εγκατάσταση τη δική τους ιστορία, τις δικές τους αδυναμίες και τραύματα και πώς ο διάλογος αυτός υπογραμμίζει τις ομοιότητες όλων των μερών και ενισχύει τη σύνδεσή τους.

Μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς, με πολλές αντιξοότητες, εμπόδια, κωμικοτραγικές ιστορίες αλλά και στιγμές θριάμβου, η έκθεση DEO έχει καταφέρει να γίνει το δεύτερο μεγαλύτερο καλοκαιρινό art happening σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.

Advertisement
Yaşam Şaşmazer

Τον ρώτησα λοιπόν, πώς αποφάσισε το όνομα DEO. Γελάει. «Η γιαγιά μου η Κλεοπάτρα, Χιώτισσα και μαστιχοπαραγωγός η ίδια, άνοιξε το 1920 το πανδοχείο Δήμητρα, από όπου περνούσε όλο το crowd της εποχής, έμποροι, μαστιχοπαραγωγοί, ταξιδιώτες. Το αρχαίο όνομα της Δήμητρας ήταν Δηώ. Έτσι, ως φόρο τιμής στη γιαγιά μου, στο παρελθόν αλλά και στην έννοια του ονόματος, μιας και η θεά Δήμητρα ήταν προστάτιδα της γεωργίας, του εδάφους, και της γονιμότητας, διάλεξα αυτό το όνομα».

Ο ίδιος ο Άκης περιγράφει την εμπειρία του με το DEO ως μία γονεική σχέση. «Χρειάζεται να φαίνεται ότι ξέρω πού πάμε» λέει, «Είναι ένα παιδί που θέλει συνεχώς προσοχή και φροντίδα». Όσο για τη Χίο λέει ότι «Η Χίος δε σου αποκαλύπτει τίποτα μέχρι να το αναζητήσεις εσύ».

Του κάνω μια μεγάλη αγκαλιά και τον ευχαριστώ για όλα. Βγάζουμε μια σέλφι και τη στέλνω στην παιδική μου φίλη, τη Χιώτισσα, που είναι και δική του φίλη. Φεύγοντας, κόβω δυο λεμόνια και τα χώνω στην τσάντα μου, να πάρω μαζί μου ένα κομμάτι του Κάμπου.

Advertisement

*Κάποτε Ήμασταν Κήποι, Ομαδική Έκθεση Σύγχρονης Τέχνης, Κτήμα Καράβα, Κάμπος, Χίος, 5 Ιουλίου-7 Σεπτεμβρίου 2025, www.deoprojects.com

Advertisement