Η εκλογή, με μεγάλη πλειοψηφία (62,7%), του Τουρκοκύπριου ηγέτη Τουφάν Ερχιουρμάν στην κατεχόμενη Κύπρο και η απόρριψη του απερχόμενου Τατάρ δείχνει σαφώς ότι υπάρχει πρόβλημα μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και στις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι ο Τατάρ είχε επιβληθεί στους Τουρκοκυπρίους μετά από απροκάλυπτη παρέμβαση του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης δεν προτάσσει, όπως η Τουρκία και ο προκάτοχός του, την αναγνώριση δύο κρατών ως βάση για τη λύση του Κυπριακού και ως προϋπόθεση για την έναρξη νέων συνομιλιών. Επιμένει όμως στην πλήρη εξίσωση των δύο μερών ή “συνιστώντων κρατών”, της Κυπριακής δηλαδή Δημοκρατίας και του ψευδοκράτους, ως ερμηνεία στην πράξη της αρχής για ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, περιλαμβανομένης της ισότιμης κυριαρχίας.
Η θέση αυτή είναι πιο ευέλικτη, σε σύγκριση με την άκαμπτη αξίωση για δύο κράτη, αλλά στην ουσία παραπέμπει σε συνομοσπονδία, παρά σε ομοσπονδία, η οποία είναι το ψευδώνυμο των δύο κρατών, γιατί η συνομοσπονδία συνίσταται από κράτη και όχι από αυτόνομες περιοχές μιας ομοσπονδίας.
Μια λύση, επομένως, πάνω στη βάση αυτή θα συνεπαγόταν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από μια συνομοσπονδία δύο συνιστώντων κρατών, η οποία δεν θα επέτρεπε τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της τουρκικής πλευράς.
Η τουρκική πλευρά θα ήταν μόνο οι Τουρκοκύπριοι, όπως καλοπροαίρετως μπορούν να υποθέτουν οι ζηλωτές της “ομοσπονδιακής λύσεως”; Η Τουρκία παρενέβη στην Κύπρο πρωτίστως για τους δικούς της γεωπολιτικούς και στρατηγικούς λόγους. Οποιοσδήποτε νομίζει ότι η Άγκυρα θα επιτρέψει σε οποιονδήποτε Τουρκοκύπριο ηγέτη να χαράξει δική του πολιτική στο Κυπριακό, αγνοεί ή υποτιμά τη σημασία που αποδίδει η Άγκυρα στη στρατηγική παρουσία της στην Κύπρο και στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα, στο μέτρο που δεν ενοχλείται ο στρατηγικός της έλεγχος στην κατεχόμενη Κύπρο, μπορεί να εκμεταλλευθεί το “μετριοπαθές” προφίλ του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη για να προωθήσει, ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την αναγνώριση και την “ισοτιμία” των Τουρκοκυπρίων, ως πρώτο βήμα, υποτίθεται, στη συζητούμενη ομοσπονδία.
Ποιο θα είναι το έδαφος του τουρκικού “συνιστώντος κράτους”; Προφανώς, η κατεχόμενη Κύπρος, η οποία θα παρουσιάζεται ως η επικράτεια των Τουρκοκυπρίων. Στο παρελθόν, η τουρκική πλευρά προέβαλλε την επιστροφή κατεχομένων εδαφών ως αναγκαίο δόλωμα για την απόσπαση παραχωρήσεων από την ελληνική πλευρά. Μετά την αποδοχή απ’ αυτήν της διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, η τουρκική πλευρά μετέβη στην άμεση διεκδίκηση δύο κρατών και εγκατέλειψε, μαζί με την ομοσπονδία, και οποιαδήποτε ιδέα για ουσιαστικές εδαφικές “παραχωρήσεις”.
Ακόμη και η Αμμόχωστος, που αποτελεί χωριστή περίπτωση και της οποίας η επιστροφή ζητείται από ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, πριν τη λύση του Κυπριακού, έχει εποικισθεί κατά τα τρία τέταρτα. Παραμένει εντός των συρματοπλεγμάτων ως απαγορευμένη περιοχή μόνο η παραλιακή περιοχή των μεγάλων ξενοδοχείων, με προφανή στόχο να συντηρείται το αφήγημα για δήθεν μη εποικισμό της και για να χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτικό και προπαγανδιστικό όπλο.
Προς τι, λοιπόν, οι μεγάλες φωνές, τα συγχαρητήρια και οι πανηγυρισμοί από κόμματα της ελληνικής πλευράς, με προεξάρχον, βεβαίως, το ΑΚΕΛ, αλλά και με διαγωνιζόμενη την ηγεσία του ΔΗΣΥ;
Επιβεβαιώνεται από τη στάση αυτών των μεγάλων κομμάτων, αλλά και από δηλώσεις επισήμων στην Ελλάδα και την Κύπρο, η απουσία ουσιαστικής στρατηγικής στην ελληνική πλευρά και ο κίνδυνος να προβληθεί μια φενάκη λύσεως ως δήθεν αποδεκτή λύση. Τι θα ήταν αυτή η φενάκη; Μια λύση δύο ίσων μερών, στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης ομοσπονδίας, που θα ήταν, στην πραγματικότητα, συνομοσπονδία και η οποία θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο, με το τουρκικό βέτο και την ανυποχώρητη διεκδίκηση από την Άγκυρα μονομερών εγγυήσεων και τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο στο διηνεκές.
Σε μια στιγμή, μάλιστα, γεωπολιτικής αντιστροφής στην περιοχή, που ευνοεί την ελληνική πλευρά στο Κυπριακό, αλλάζοντας τα δεδομένα και διανοίγοντας νέες ελπιδοφόρες προοπτικές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η ελληνική πλευρά δεν θα σπεύσει να υπολάβει τη φενάκη μιας συνομοσπονδιακής διχοτόμησης και την υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στον τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο ως δήθεν “επανένωση” και αποδεκτή “λύση”.