“Βούλεσθαι μάλλον μίαν ευρείν αιτιολογίαν ή την Περσών βασιλείαν εαυτού γενέσθαι” (Δημόκριτος).
Συχνά ακούμε από τα χείλη μικρών παιδιών την κρυφή τους ελπίδα και επιθυμία να γίνουν το ένα ή το άλλο όταν μεγαλώσουν. Έτσι ακούμε συχνά τα: “Εγώ θέλω να γίνω γιατρός” ή “εμένα μου αρέσει η θάλασσα και θα γίνω καπετάνιος” ή το “εμένα θέλω να με βλέπουν και να με ακούνε πολλοί γι αυτό θα γίνω ηθοποιός”. Σε κάποιους ή κάποιες που τους αρέσουν τα ταξίδια συχνά εκφράζουν την επιθυμία “εγώ θα γίνω αεροσυνοδός ή αεροπόρος”.
Τη φαντασίωση όταν είμαστε παιδιά του τι επιθυμούμε να γίνουμε πολλές φορές τη διαμορφώνουν και τα παιχνίδια μας. Παίζοντας με οχήματα πυροσβεστικής ονειρευόμαστε το επάγγελμα του “πυροσβέστη“. Κάποιοι άλλοι δηλώνουν “παλαιοντολόγοι” παίζοντας με ζώα που έχουν χαθεί.
Παίζοντας τα αγόρια το παιχνίδι “κλέφτες κι αστυνόμοι” κάποια ονειρεύονται το επάγγελμα του “αστυνομικού” και του “δικαστή”, στο βαθμό που όλοι μας θέλουμε να αισθανόμαστε δυνατοί και υπερασπιστές του δικαίου και της “έννομης τάξης”.
Άφησα τελευταία τα πολεμικά παιχνίδια που είναι από τα πιο αγαπημένα των αγοριών και το διαδίκτυο τα προσφέρει σε αφθονία. Τώρα γιατί ο πόλεμος έγινε παιχνίδι, είναι κι αυτό μια άλλη ιστορία που πρέπει να απασχολήσει τους ψυχολόγους και ανθρωπολόγους. Φαίνεται πως ο Φρόιντ είχε δίκιο όταν έλεγε πως η βία (πόλεμος) είναι εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, γι αυτό και οι πόλεμοι εδώ και αιώνες, από γενέσεως κόσμου, αποτελούν τη μόνιμη σταθερά και συνοδό του ανθρώπου.
Τα παιδιά συμμετέχοντας, έστω και νοερά, στις συγκρούσεις και “μάχες”, των πολεμικών παιχνιδιών αρέσκονται να είναι οι νικητές και οι αδιαμφισβήτητοι “κατακτητές”. Οι έννοιες της νίκης και της κατάκτησης βιώνονται ως στοιχεία ανωτερότητας που προάγουν το αίσθημα της αυτοεπιβεβαίωσης.
Κι ενώ τα παιδιά αρέσκονται στα πολεμικά παιχνίδια και βιώνουν αυτά τα θετικά για τον εαυτό τους συναισθήματα ποτέ δεν ακούστηκε κάποιο να εκφράζει την επιθυμία “εγώ όταν μεγαλώσω θα ήθελα να γίνω κατακτητής του κόσμου”.
Κι αν αυτό είναι μία διαπιστωμένη πραγματικότητα, τότε πώς μας προέκυψαν οι “μεγάλοι κατακτητές” της παγκόσμιας ιστορίας; Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που διαμορφώνει την προσωπικότητα κάποιων ανθρώπων που πυροδοτεί την αρρωστημένη επιθυμία τους να κατακτήσουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο (θεμιτό-αλήθεια υπάρχουν θεμιτοί τρόποι;-και αθέμιτο);
Οι παραπάνω σκέψεις και ο μακρόσυρτος πρόλογος προέκυψαν ως νομοτέλεια από μία φράση-θέση του Δημόκριτου που διάβασα στο internet αναζητώντας ιστορικές πληροφορίες για το πού μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο η διαστροφική σχέση του με την εξουσία.
“Βούλεσθαι μάλλον μίαν ευρείν αιτιολογίαν ή την Περσών βασιλείαν εαυτού γενέσθαι” (προτιμώ να ανακαλύψω την αιτία ενός φαινομένου παρά να έχω τη βασιλείαν της Περσίας για τον εαυτό μου).
Ο κατάλογος των “Μεγάλων Κατακτητών” της παγκόσμιας ιστορίας είναι ελαστικός ανάλογα με τα κριτήρια που επιλέγει κάποιος για να χαρακτηρίσει κάποιον “Κατακτητή”. Αν λάβουμε ως κριτήριο το μέγεθος των Εκτάσεων που κατέλαβαν, το χρόνο Εξουσίας που άσκησαν και τον Τρόπο-Μέσα που χρησιμοποίησαν για τις κατακτήσεις ξένων εδαφών και την απότοκη υποδούλωση των λαών μπορούμε να συμπεριλάβουμε τα παρακάτω πρόσωπα σε έναν κατάλογο, χωρίς αξιολογική σειρά: Τζέκινς Χαν, Ταμερλάνος, Αττίλας, Αννίβας, Μέγας Αλέξανδρος, Μέγας Ναπολέων…
Ίσως κάποιοι διερωτηθούν για την απουσία του Χίτλερ από αυτόν τον κατάλογο. Η απουσία του σχετίζεται με το γεγονός πως οι κατακτήσεις του διήρκεσαν λίγο και εξανεμίστηκαν σύντομα, αλλά και για τον παραλογισμό που διέκρινε τα σχέδιά του.
Η αξιολόγηση της ιστορικής επιστήμης είναι διαφορετική για τον καθένα ξεχωριστά από τον κατάλογο των “Μεγάλων Κατακτητών”. Άλλοι τους κατατάσσουν στο πάνθεον των Ηρώων κι άλλοι στον θλιβερό κατάλογο των τυράννων και ανηλεών σφαγέων της ανθρωπότητας.
Δίπλα στην αξιολόγηση των “Μεγάλων Κατακτητών” φύεται κι ένα άλλο ζήτημα που διχάζει την ιστορική επιστήμη.
Τελικά την Ιστορία ποιος την γράφει; Το Άτομο ή ο Λαός-Λαοί; Δηλαδή, τα προικισμένα άτομα ή η σιωπηλή ή φανερή ανοχή και συνεργία των Λαών; Ερωτήματα αναπάντητα, αφού κάθε ιστορικό γεγονός είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε έναν ενιαίο αξιολογικό κώδικα.
Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε και να σχολιάσουμε είναι η θέση του Δημόκριτου που κρίνει ως αξιολογικά ανώτερη τη Γνώση έναντι της ανθρώπινης βουλιμίας για Εξουσία και Κατάκτηση.
Αυτό καθίσταται εναργές αν δίπλα στον κατάλογο των “Μεγάλων Κατακτητών” τοποθετήσουμε έναν άλλο κατάλογο Επιστημόνων που με το έργο τους άλλαξαν την πορεία του κόσμου προς το καλύτερο. Μία πορεία που είχε ως αφετηρία την απελευθέρωση των ανθρώπων από καταπιεστικές συνήθειες, στερεότυπα και Εξουσίες ( κάθε μορφής).
Αριστοτέλης, Δημόκριτος, Κοπέρνικος, Γαλιλαίος, Νεύτων, Φλέμινγκ, Παστέρ… (ο κατάλογος είναι ελλιπής και ενδεικτικός…)
Πολλές φορές αυτοί οι Επιστήμονες έγιναν αντικείμενο διώξεων και θανάτωσής τους από εξουσίες που εδράζονταν στην αμάθεια των λαών και στην καταπίεση (σωματική, ψυχολογική, πνευματική…) που ασκούσαν.
Η Γνώση, λοιπόν, ως προτεραιότητα και αξιολογικά υπέρτερη έναντι της Εξουσίας και της “κατάκτησης” συνιστά το θεμελιακό στοιχείο της Φιλοσοφίας του Δημόκριτου. Η Γνώση είναι δύναμη διαφορετικής υφής από τη δύναμη της Εξουσίας. Η Γνώση γοητεύει, συγκλονίζει, απελευθερώνει αλλά πολλές φορές φοβίζει. Κι αυτό γιατί θρυμματίζει κάποιες παρωχημένες βεβαιότητές μας που συντηρούν την κάλπικη ασφάλειά μας ή και κάποια ψευδαίσθηση αυτάρκειάς μας.
Οι εραστές της Εξουσίας και ζηλωτές της Δύναμης εύκολα διολισθαίνουν και στην επιβολή της κυριαρχίας τους αφού ενδόμυχα νιώθουν και πιστεύουν πως είναι ανώτεροι έναντι των άλλων.
Γι αυτούς “Η Θέληση για Δύναμη” (Νίτσε) συνιστά πυρηνικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και την ταυτίζουν όχι με τη δημιουργία και την αυτό αυτοϋπέρβαση, αλλά με την επιβολή, την κυριαρχία και την αυθεντία.
Οι “Μεγάλοι Κατακτητές” θεωρούν πως ο άνθρωπος πυρπολούμενος από τη “Θέληση για Δύναμη” ωθείται στην επιβολή της εξουσίας του επί των άλλων ανθρώπων πριν καταστεί ο ίδιος αντικείμενο και θύμα της κατακτητικής τάσης των άλλων. Γι αυτό και οι “Μεγάλοι Κατακτητές” δεν θέτουν όρια στις εδαφικές τους κατακτήσεις αλλά ούτε και δεσμεύονται από τις συμβατικές αρχές του δικαίου και της ηθικής.
Είναι απορίας άξιον, όμως, γιατί τα παθήματα και η κατάρρευση των βασιλείων των προηγούμενων Κατακτητών δεν έγινε ποτέ μάθημα για τους επόμενους. Αποτελεί ιστορική παραδοξότητα που η ματαιοδοξία των προηγούμενων κατακτητών δεν δίδαξε τίποτα στους επόμενους.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα και την “Ηθική” του πολιτισμού μας χρειάστηκαν δύο ατομικές βόμβες (6 και 9 Αυγούστου 1945 στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι) για να μπει το οριστικό τέλος όχι μόνον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (2 Σεπτεμβρίου 1945) αλλά και στα σχέδια για παγκόσμια κυριαρχία – κατάκτηση από τον επίδοξο παρανοϊκό “μεγάλο κατακτητή” Αδόλφο Χίτλερ και της αλαλλάζουσας (χάι Χίτλερ) ανθρώπινης αγέλης του.
Γιατί, όπως υποστηρίζει και ο Φρόιντ, τους “Μεγάλους Κατακτητές” δεν τους κάνει η παθολογική κι αρρωστημένη μανία τους για Εξουσία και Επιβολή αλλά και οι χιλιάδες-εκατομμύρια των οπαδών-όχλων (τα “μικρά ανθρωπάκια” του Βίλχελμ Ράι ,”άκου ανθρωπάκο”) που τους ζητωκραυγάζει και τους ακολουθεί.
Για να μην ζήσει η ανθρωπότητα τα επιτεύγματα των “Μεγάλων Κατακτητών” καλό θα είναι η θέση του Δημόκριτου να βρίσκεται στην είσοδο κάθε σχολείου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος και κάθε κτιρίου δημόσιας υπηρεσίας.
“Βούλεσθαι μάλλον μίαν ευρείν αιτιολογίαν ή την Περσών βασιλείαν εαυτού γενέσθαι”