Για άλλο ένα καλοκαίρι η Ελλάδα καίγεται από άκρη σε άκρη.
Για άλλο ένα καλοκαίρι ζούμε φρικτές εικόνες θλίψης, απόγνωσης και οργής.
Σπίτια, περιουσίες και δάση χάνονται μέσα σε λίγες ώρες, άνθρωποι τραυματίζονται και κάποιοι χάνουν την ζωή τους γιατί εγκλωβίζονται στην πύρινη λαίλαπα και άλλοι προσπαθώντας να σώσουν ό,τι μπορούν από τις περιουσίες τους.
Πυροσβέστες παλεύουν με ένα θεριό που μοιάζει ασταμάτητο χωρίς επαρκή μέσα και πέφτουν αποκαμωμένοι με μάτια πιο κόκκινα από τις φλόγες.
Ολόκληρες περιοχές σκεπάζονται από πυκνό καπνό, χωριά εκκενώνονται μέσα σε πανικό, και κάτοικοι παρακολουθούν ανήμποροι τις φλόγες, να καταπίνουν τις ζωές τους.
Δεν πάει άλλο.
Αυτό που γίνεται με τις φωτιές κάθε χρόνο πρέπει κάποια στιγμή να αλλάξει.
Φτάνει πια.
Το παραμύθι του «εμπρηστή-οικοπεδοφάγου» που βόλεψε στο παρελθόν την ανικανότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων, το «φάγαμε» με βουλιμία για πολλά χρόνια.
Βλέπετε ήταν πιο εύκολο για την εκάστοτε κυβέρνηση να λέει:
«Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά είναι δύσκολο να ελέγξεις μια φωτιά που μπαίνει από πρόθεση, με πολλές εστίες συγχρόνως και την επιλογή από τους εμπρηστές των κατάλληλων καιρικών συνθηκών που επιτρέπουν την επέκταση της».
Πόσες φορές δεν το έχουμε ακούσει αυτό στο παρελθόν.
Ο «εμπρηστής» βολεύει.
Είναι ένα άλλοθι.
Ένα φάντασμα που εμφανίζεται κάθε καλοκαίρι για να δικαιολογηθεί η κρατική γύμνια όσον αφορά την πυροπροστασία, την απουσία σχεδίου και την έλλειψη προσωπικού και εναερίων μέσων.
Είναι η εύκολη απάντηση σε κάθε εξοργισμένο πολίτη, σε κάθε εικόνα δάσους που γίνεται κάρβουνο:
«Δεν φταίμε εμείς ήταν εμπρησμός».
Κι έτσι η συζήτηση μετατοπίζεται από την ανικανότητα και την αδιαφορία, σε ένα υποτιθέμενο δίκτυο εγκληματιών που ποτέ δεν συλλαμβάνονται, ποτέ δεν δικάζονται, ποτέ δεν ονοματίζονται.
Δεν αναφέρομαι φυσικά σε κάθε ανόητο που κάνει εργασίες στην ύπαιθρο που προκαλούν σπίθες, η σε κάποιον που ανάβει μια φωτιά για τις δικές του ανάγκες και αυτή παίρνει άλλες διαστάσεις.
Αυτά ήταν στο χθες.
Σήμερα έχουμε μπει σε μια άλλη εποχή.
Ξεχάσαμε πια τους παλιούς «εμπρηστές-οικοπεδοφάγους» και με τη γνωστή μας ροπή προς τη συνωμοσιολογία, τώρα μιλάμε για «εγκληματικά συμφέροντα» που καίνε τα δάση για να βάλουν ανεμογεννήτριες.
Και μπορεί αυτή η εκδοχή να ακούγεται πιο σύγχρονη, αλλά καταλήγει να παίζει ακριβώς τον ίδιο ρόλο.
Να δίνει ένα ακόμη βολικό άλλοθι στις κυβερνήσεις.
Γιατί όσο φταίνε «τα μεγάλα συμφέροντα», τόσο μετατοπίζεται η κουβέντα από τις ευθύνες των κυβερνήσεων για την έλλειψη πρόληψης, την κακή οργάνωση, την απουσία εξοπλισμού και σχεδίου.
Έτσι, η συζήτηση μένει πάντα εκεί που βολεύει τις κυβερνήσεις, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των πολιτών συνομωσιολόγων.
Στα σενάρια και στο ενδεχόμενο και όχι στο προφανές που καίει τη γη μας χρόνο με τον χρόνο.
Πίσω όμως απ’ όλα αυτά, υπάρχει μία σκληρή εικόνα.
Είναι η απελπισία στο πρόσωπο εκείνου που βλέπει να χάνεται το σπίτι του, το χωράφι του και η δουλειά μιας ζωής να γίνεται στάχτη μέσα σε λίγες ώρες.
Πρόσωπα σκονισμένα, μάτια κατακόκκινα από τον καπνό και την απόγνωση, φωνές που τρέμουν από θυμό και πόνο.
Και αυτές οι εικόνες δεν είναι στατιστικά αν φέτος κάηκαν περισσότερα η λιγότερα στρέμματα, είναι κομμάτια ζωής που χάνονται χωρίς αναπλήρωση.
Και όσο οι κυβερνήσεις κρύβονται πίσω από παραμύθια για «εμπρηστές» και οι πολίτες από «συμφέροντα», τόσο η οργή των ανθρώπων θα μένει χωρίς δικαίωση.
Αρωγός σε όλα αυτά είναι και τα ΜΜΕ φυσικά, που παίζουν πρόθυμα τον ρόλο τους.
Με εικόνες θολές, με «αποκλειστικές» πληροφορίες για μυστηριώδεις ύποπτους που χάνονται πίσω από τις φλόγες και ρεπορτάζ που θυμίζουν αστυνομικά σίριαλ.
Όλα αυτά γεμίζουν χρόνο στα καφενεία και στα social media απομακρύνοντας την συζήτηση από τις πραγματικές αιτίες.
Γιατί δεν καθαρίζονται τα δάση, γιατί οι δασικοί δρόμοι είναι απροσπέλαστοι σε ανθρώπους και πυροσβεστικά οχήματα, γιατί δεν υπάρχουν στα δάση και σε οικισμούς υψηλής επικινδυνότητας αντιπυρικές ζώνες, γιατί ένα σχέδιο εκκένωσης δεν υπήρξε ποτέ (βλέπε Μάτι) η γράφτηκε στο πόδι.
Ο «εμπρηστής» και τα «συμφέροντα» γίνονται έτσι το τέλειο σενάριο που καλύπτει το πραγματικό έγκλημα.
Την ανικανότητα του κράτους να προστατεύσει τον τόπο του.
Και ο λαός δυστυχώς πέφτει συνεχώς στην ίδια παγίδα.
Γιατί είναι πιο εύκολο να πιστέψεις στον «κακό εμπρηστή» και στα «εγκληματικά συμφέροντα» παρά να δεις κατάματα ότι η φωτιά τρέφεται από χρόνια κρατικής αδιαφορίας, κακοδιαχείρισης, πολιτικής ανεπάρκειας, αλλά και εγκληματικής συμπεριφοράς του πολίτη που θα αφήσει το σκουπίδι του στο δάσος και θα πετάξει το αναμμένο του τσιγάρο έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
Είναι πιο βολικό να θυμώνεις με έναν αόρατο εχθρό, παρά να ζητάς λογοδοσία από εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της πρόληψης και της προστασίας.
Κι έτσι, κάθε καλοκαίρι, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Στάχτες, δηλώσεις, οργή και μετά σιωπή. Μέχρι να ανάψει ξανά το ίδιο παραμύθι η και κάποιο άλλο.
Και άντε εγώ να συμφωνήσω ότι οι «εμπρηστές» και τα «συμφέροντα» είναι μια πραγματικότητα και εμπλέκονται σε αυτή την τραγωδία.
Είναι όμως άλλο να έχεις να αντιμετωπίσεις 30 φωτιές συγχρόνως που προέρχονται απ’ αυτά τα σενάρια και άλλο να διαχειριστείς άλλες 100 που προκύπτουν από την ανικανότητα του κράτους.
Σε αυτή την περίπτωση επειδή θα υπάρξει μεγάλη διασπορά των πυροσβεστικών μέσων, τότε μπαίνεις σε μια διαδικασία αξιολόγησης της επικινδυνότητας της κάθε φωτιάς και δυστυχώς σε κάποιες απ’ αυτές θα παρακαλάς να βρέξει.
Αν βγάλουμε από την κουβέντα τις σκιές, τους «εμπρηστές» με τα μπιτόνια, τις συνωμοσιολογίες για «σκοτεινά συμφέροντα» – που τόσο εξυπηρετούν τις κυβερνήσεις – και πιέσουμε ώστε το κράτος και οι αρμόδιοι φορείς, δήμοι και περιφέρειες, να φροντίσουν για καθαρά δάση, για απομάκρυνση κλαδιών από τα καλώδια της ΔΕΗ και για την επέκταση του μέτρου του υποχρεωτικού καθαρισμού και στα αγροτεμάχια και όχι μόνο στα οικόπεδα, τότε ίσως να μην έχουμε την εξάλειψη των πυρκαγιών, αλλά θα έχουμε τον περιορισμό τους.
Και αυτός ο περιορισμός θα κάνει τις φωτιές πιο αντιμετωπίσιμες και τις καταστροφές λιγότερο φονικές.