Στη Στούπα της Δυτικής Μάνης και στην «Καλογριά», την παραλία του Ζορμπά έφτασαν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Εξ ανάγκης ή από διαίσθηση σταμάτησαν ψηλά στο δρόμο και τον αντίκρισαν. Ο Νίκος Καζαντζάκης τους χαιρέτησε. Επιβλητική η προτομή τού στοχαστή κοιτούσε προς τον Ταΰγετο με τα νώτα στραμμένα στην παραλία. Τα τελευταία χρόνια απέφευγε την Καλογριά όπως ο διάβολος το λιβάνι. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του  κατέβηκαν τα σκαλοπάτια ως κοινοί θνητοί, για να δροσίσουν το σώμα όπως και το πνεύμα στα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά της. (Μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο  με την υποθαλάσσια ανάβλυση γλυκού νερού).

 Στο πρώτο πλάτωμα του δρόμου, ψηλά και αριστερά τους δέσποζε η μοναχική τοιχογραφία σαν από άλλο κόσμο αταίριαστο με τον σημερινό, για να θυμίζει τη συνάντηση και το συνταίριασμα του αντισυμβατικού Μακεδόνα  Γιώργη Ζορμπά με τον κρητικό στοχαστή Νίκο Καζαντζάκη. Εδώ, που ξεβρόχιαζαν τα δεμάτια του λιναριού (στουπιά), τη διετία 1917-1918 σφιχτοδέθηκε η φιλία του Νίκου και του Γιώργη που γέννησε το έργο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Advertisement
Advertisement
Καζαντζάκης και Ζορμπάς,Φωτο Ανδριανή Στράνη

 Με τη σκέψη στο έργο αυτό και κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια προς τη θάλασσα βρέθηκαν να βουλιάζουν στην καυτή άμμο. Εκεί στάθηκαν να κοιτάζουν έκπληκτοι το πυκνό ομπρελοδάσος που ποτιζόταν από το κύμα, αγωνιζόμενοι να εξέλθουν στη θάλασσα. Ανυπομονούσαν να βουτήξουν στα παγωμένα νερά που ανάβλυζαν από τον Ταΰγετο και έπεφταν μπροστά από το σπιτάκι που κάποτε έμενε ο Καζαντζάκης. Σκέφτηκαν να απολαύσουν το τοπίο και να κολυμπήσουν, ακουμπώντας τα λιγοστά τους υπάρχοντα στην άμμο. Μία ψάθα, παγούρι με νερό και ένα σακίδιο με βιβλία.

Ομπρελοδάσος, Φωτογραφία Ανδριανή Στράνη

 Ως φάνηκε από την εξέλιξη της ιστορίας, οι ιδέες και οι σκέψεις στα γραφτά του Νίκου Καζαντζάκη θα καταλάμβαναν μεγάλο χώρο στην παραλία, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται πώς ο φύλακας του ομπρελοδάσους έσπευσε να τους απομακρύνει από την αμμουδιά. Ορθά κοφτά τους είπε ότι εισήλθαν στο χώρο του. Όταν ευγενικά διαμαρτυρήθηκαν ότι θα ακουμπούσαν μόνο τα πράγματά τους για να κολυμπήσουν, τους απάντησε με ύφος που δεν σήκωνε πολλά, να πάνε παραπέρα, ίσως γιατί κόβουν τη θέα του καναπέ, που είχε τοποθετηθεί μπροστά από την πρώτη σειρά με τις ξαπλώστρες.

 Στην επιμονή τους ότι η παραλία είναι δημόσιο αγαθό ο νεαρός υπάλληλος απάντησε ότι ο χώρος είναι νόμιμα νοικιασμένος και είναι όπως πρέπει, στα μέτρα του και στα όριά του. Άθελά του, ο νεαρός και χωρίς να γνωρίζει άνοιξε μεγάλο θέμα περί ορίων και ελευθερίας. Αποσβολωμένοι από την απάντηση θυμήθηκαν παλαιότερη πινακίδα του Δήμου που υπήρχε στη θέση αυτή με τη σήμανση: «Ελεύθερη ζώνη παραλίας από ξαπλώστρες και ομπρέλες» (βλέπε, άρθρο και φωτογραφία, «Τι γίνεται στην Καλογριά;», ιστοσελίδα ΘΑΡΡΟΣ NEWS1899, Καθημερινή Πρωινή Εφημερίδα της Μεσσηνίας,19/8/2020).

Τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες διαμαρτυρίες και σχόλια κατακλύζουν το διαδίκτυο αλλά και τα τοπικά ΜΜΕ για την εξοργιστική κατάσταση και «κατάληψη» της  «Καλογριάς», από τις  ομπρελοξαπλώστρες που είναι ασύμβατες με τον στοχασμό και το ασκητικό πνεύμα του Νίκου Καζαντζάκη. Άραγε, πώς συμβιώνει το πνεύμα του λογοτέχνη-φιλοσόφου με αυτό το ασφυκτικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον του κέρδους ; (βλέπε, άρθρο, Βίκης Βετουλάκη , «Καλόγρια Στούπας: Καταπληκτική παραλία, αλλά…», ΘΑΡΡΟΣ NEWS1899, 4/7/2022).

 Με το σακίδιο στον ώμο και την ψάθα στο χέρι είδαν και απόειδαν και πήραν των ομματιών τους. Με τα πόδια περπάτησαν στο νερό ώσπου ξαπόστασαν σε μικρή σπηλιά αγναντεύοντας την παραλία με τις παραφωνίες της. Άπλωσαν τη ψάθα, άνοιξαν το σακίδιο και ελευθέρωσαν τον « Αλέξη Ζορμπά» και τον «Βούδα». Στη σπηλιά αισθάνθηκαν ασφαλείς, μακριά από την «κοσμική» Στούπα και πιο κοντά στη βουδιστική stupa του Καζαντζάκη την περίοδο της εσωτερικής αναζήτησης.

Από εκεί παρακολουθούσαν τον «Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ενώ τα σύγνεφα απειλητικά κατέβαιναν επάνω από το ομπρελοδάσος . Η φύση δάκρυσε για την ανθρώπινη ύβρη που ξαπλωνόταν κατά μήκος της αμμουδιάς ίσα με το κύμα. Πανικόβλητοι οι επιχειρηματίες της άμμου έτρεχαν να μαζέψουν τα έπιπλα από το γιαλό βλέποντας τη μπόρα να έρχεται. Με τις πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής ο τόπος άδειασε. Οι καναπέδες τραβήχτηκαν σε άλλα όρια και οι τουρίστες γέμισαν τα εστιατόρια. Καθώς η βροχή πότιζε την άμμο, στη σπηλιά έβρισκαν τη γαλήνη με τον διάλογο Βούδα και Βοσκού στο βιβλίο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ( εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήναι 1973,σελ.33-34)

Advertisement

[ Ξάπλωσα στην καμπίνα μου, πήρα ένα βιβλίο, ο Βούδας κυβερνούσε ακόμα τις έγνοιες μου διάβασα το «Διάλογο Βούδα και Βοσκού», που τα τελευταία ετούτα χρόνια γέμιζε το στήθος μου ειρήνη κι ασφάλεια.

«Ο Βοσκός:- Το φαΐ μου ψήθηκε, άρμεξα τα πρόβατά μου μανταλωμένο το καλύβι μου, αναμμένη η φωτιά μου και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!

»Ο Βούδας:- Δεν έχω ανάγκη πια από φαγιά και γάλατα οι άνεμοι είναι το καλύβι μου, έσβησε η φωτιά μου και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!

Advertisement

»Ο Βοσκός:- Έχω βόδια, έχω γελάδες, έχω λιβάδια πατρογονικά κι ένα ταύρο που πηδάει τις γελάδες μου και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!

» Ο Βούδας:- Δεν έχω βόδια μήτε γελάδες δεν έχω λιβάδια. Δεν έχω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!

»Ο Βοσκός:- Έχω μια βοσκοπούλα υπάκουη και πιστή χρόνια τώρα γυναίκα μου, και χαίρουμαι να παίζω μαζί της τη νύχτα και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!

Advertisement

»Ο Βούδας:- Έχω μιάν ψυχή υπάκουη και λεύτερη χρόνια τώρα τη γυμνάζω και τη μαθαίνω να παίζει μαζί μου και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου! »]

Ξεδίψασε η ψυχή τους με τον «Βούδα» του Καζαντζάκη. Με το σακίδιο στον ώμο και την ψάθα στο χέρι άφησαν πίσω τους τη σπηλιά και ανηφόρισαν, αποχαιρετώντας την όμορφη αλλά αφιλόξενη «Καλογριά». Το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι συνεχιζόταν.  Μπροστά στην προτομή του διανοητή ακούστηκε:

«Δεν έχω ομπρέλα, δεν έχω ξαπλώστρα. Δεν έχω τίποτα. Δεν με χωράει αυτός ο τόπος και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!».

Advertisement
Advertisement