Πριν μερικά χρόνια, φιλοξενήθηκα από αγαπημένους ανθρώπους στην Κύπρο, σε ένα χωριό κοντά στην Αμμόχωστο. Κάποια στιγμή φίλοι και γείτονες που κατά τη διάρκεια της εισβολής του ’74 ήταν παιδιά, μαζεύτηκαν γύρω από το τραπέζι και άπλωσαν ένα τεράστιο χαρτί.
Πάνω του είχαν σχεδιάσει τη γειτονιά που χάθηκε. Έναν ολόκληρο μικρόκοσμο, που είχε μείνει πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι που δεν τέλειωσε ποτέ. Τα κτίρια άρχισαν να παίρνουν μορφή, να ξεπετάγονται από τις γραμμές και να γεμίζουν μνήμες. «Εδώ στη γωνία ήταν ένα δέντρο… θυμάσαι τι δέντρο ήταν;», «Εδώ, εδώ ήταν το μπακάλικο του κυρ-Χρήστου… τι έγινε άραγε αυτός ο άνθρωπος; Ζει ακόμα; Η γυναίκα του; Πώς την έλεγαν;».
Δεν ήταν μια απλή ανάμνηση. Ήταν μια τελετουργία του τόπου που χάθηκε. Ένα μοίρασμα. Μια πράξη αντίστασης στη λήθη. Μια απόπειρα να μείνει η ζωή ζωντανή, έστω και μέσα από τις απουσίες της. Καθώς παρατηρούσα, ένιωσα πως αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά μου ήταν μια συλλογική ψυχοθεραπευτική διεργασία: ένας διάλογος όχι μόνο με το παρελθόν, αλλά με τον εαυτό, και με τους άλλους.
Η μνήμη δεν είναι μια ακριβής αποτύπωση του παρελθόντος. Είναι, μια ανακατασκευαστική λειτουργία, πλάθεται κάθε φορά που την ανακαλούμε. Οι μνήμες είναι εμπειρίες φορτισμένες συναισθηματικά, άλλοτε με απώλεια, άλλοτε με στοργή ή ενοχή. Το πώς θυμόμαστε διαμορφώνεται από τις αφηγήσεις μας, από το πρίσμα του παρόντος και από τη σχέση μας με τον εαυτό και τους άλλους.
Και όταν η μνήμη αφορά ένα κοινό τραύμα, όπως ο ξεριζωμός, ο πόλεμος ή η απώλεια ταυτότητας, τότε αποκτά συλλογική διάσταση. Δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε στη θεραπευτική πρακτική συν-κατασκευή μνήμης, μια από κοινού αφήγηση, που μεταφέρει το παρελθόν στη συλλογική συνείδηση μέσα από φωνές, εικόνες και συναισθηματικά ίχνη.
Η απώλεια δεν αφορά μόνο όσους τη βίωσαν άμεσα. Το τραύμα μεταβιβάζεται, όχι μόνο ως γεγονός, αλλά ως ψυχικό αποτύπωμα. Οι σιωπές των επιζώντων, οι μισές φράσεις, τα βλέμματα που απέφευγαν την αλήθεια, όλα αυτά εγγράφονται στην επόμενη γενιά.
Γνωρίζουμε πια, μέσα από την νευροεπιστήμη, πως το τραύμα μπορεί να μεταφέρεται, από γενιά σε γενιά. Ένα ασυνείδητο φορτίο που περνά μέσα από τη στάση ζωής, τα μοτίβα συμπεριφοράς, ακόμα και μέσω σωματικής μνήμης. Σήμερα, η ψυχολογία και η επιγενετική ερευνούν πώς τέτοια βιώματα μπορούν να εγγραφούν ακόμα και βιολογικά στις επόμενες γενιές.
Αν το τραύμα μεταβιβάζεται, το ίδιο ισχύει όμως και για την ανθεκτικότητα, όχι ως άρνηση της απώλειας, αλλά ως η ικανότητα του ατόμου και της κοινότητας να την επεξεργαστεί, να της δώσει σχήμα, να τη μοιραστεί.
Τη μέρα εκείνη, η αναβίωση της γειτονιάς, ήταν μια πράξη επανανοηματοδότησης. Δεν ήταν απλή αναπόληση. Ήταν ενσυνείδητη επιλογή να ειπωθεί η ιστορία με ανθρώπινη φωνή και όχι με επίσημες ρητορικές.
Η ψυχολογία του τραύματος, από τον Freud έως τη σύγχρονη τραυματοθεραπεία, μας έχει δείξει ότι δεν είναι πάντα το ίδιο το γεγονός που τραυματίζει, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτό αφομοιώνεται, ή μένει ασύνδετο, μέσα στον ψυχικό κόσμο. Το τραύμα είναι ρήξη της συνέχειας, και η αφήγηση λειτουργεί ως γέφυρα για την αποκατάστασή της. Η αφήγηση έχει θεραπευτική δύναμη ανοίγοντας δρόμο στην επεξεργασία και στη μεταμόρφωση του πόνου. Όχι στο να «ξεπεραστεί», αλλά στο να ενσωματωθεί, να γίνει μέρος μιας ιστορίας που δεν σταματά στην απώλεια.
Η δυνατότητα να πούμε την ιστορία μας, να βρούμε μάρτυρες, να ενσωματώσουμε τα κομμάτια του πόνου στο συνεχές του εαυτού, είναι πράξη επανασύνδεσης με τον εαυτό.
Ο εαυτός δεν είναι σταθερή οντότητα. Είναι διαλογικός: ένας συνεχής εσωτερικός διάλογος ανάμεσα σε αυτό που υπήρξαμε, σε αυτό που γίναμε, και σε αυτό που κουβαλάμε από πριν, χωρίς να το έχουμε επιλέξει.
Στον πυρήνα κάθε θεραπευτικής διεργασίας βρίσκεται αυτός ο διάλογος. Ο ενήλικος εαυτός που συνομιλεί με το παιδί που δεν κατάλαβε. Ο γονιός που αναστοχάζεται τη σιωπή του. Το παιδί που βρίσκει λέξεις για να εκφράσει εκείνο που δεν ειπώθηκε. Οι ιστορίες των προηγούμενων γενεών, ενσωματωμένες στο ασυνείδητο των επόμενων.
Το τραύμα μπορεί να κατακερματίσει τον ψυχισμό, αλλά μπορεί και να γίνει γέφυρα, αν ειπωθεί, αν ακουστεί, αν μετατραπεί από βίωμα σε αφήγηση.
Το χώμα που περπάτησα δεν ήταν μόνο γη. Ήταν μνήμη. Ήταν ιστορία. Ήταν η ανάγκη των ανθρώπων να κρατήσουν κάτι ζωντανό, μέσα από ένα δέντρο, ένα πρόσωπο, μια ερώτηση που ζητά απάντηση μετά από δεκαετίες.
Και αυτή η ανάγκη, όπως και το ίδιο το τραύμα, όταν μοιράζεται, γίνεται κομμάτι μιας θεραπευτικής διαδικασίας που αφορά όλους μας.
*(Ο τίτλος δανείζεται λόγια από το τραγούδι «Αμμόχωστος, Χώμα που Περπάτησα» του Στέλιου Χιώτη)