Υπάρχουν πρόσωπα που τα θυμάσαι σαν συγγενείς. Όχι επειδή τους γνώρισες, αλλά επειδή τους συνάντησες ξανά και ξανά. Σε απογεύματα με την τηλεόραση ανοιχτή, σε καλοκαιρινές επαναλήψεις, σε εκείνο το γέλιο που έρχεται χωρίς προσπάθεια. Ο Γιάννης Βογιατζής έγινε 99 ετών και είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που τα γενέθλια ενός ηθοποιού μοιάζουν λίγο σαν γενέθλια μιας ολόκληρης εποχής.

Δεν χρειάζεται να πεις πολλά για να σε καταλάβουν: «Ο Μικές». Δύο λέξεις, κι αμέσως έρχεται η εικόνα. Το βλέμμα που κουβαλά αθωότητα και πονηριά μαζί. Η αδεξιότητα που δεν γίνεται ποτέ γελοιοποίηση, γιατί έχει μέσα της κάτι τρυφερό, κάτι δικό μας. Ο «αφελής» που δεν είναι χαζός. Απλώς είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να σταθεί σε έναν κόσμο πιο γρήγορο από αυτόν.

Advertisement
Advertisement

Κι αυτή είναι, ίσως, η μεγάλη τέχνη του Βογιατζή: δεν υποδύθηκε καρικατούρες. Έπλασε ανθρώπους.

Από μια φωνή στο ραδιόφωνο, σε ένα πρόσωπο που έγινε «σήμα κατατεθέν»

Πριν γίνει κινηματογραφικό σημείο αναφοράς, ο «Μικές» υπήρξε ραδιοφωνικός χαρακτήρας στην εκπομπή «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού». Εκεί χτίστηκε πρώτα η προσωπικότητα. Όχι με εικόνα, αλλά με ρυθμό, παύσεις, ένα ιδιαίτερο «πάτημα» στις λέξεις. Κι όταν η επιτυχία βγήκε από τα όρια του ραδιοφώνου, ήταν σχεδόν μοιραίο να ακολουθήσει το σινεμά.

Έτσι φτάνουμε στο 1968 και στην ταινία «Ο Μικές Παντρεύεται» της Φίνος Φιλμ. Η υπόθεση, όπως όλες οι μεγάλες κωμωδίες, ξεκινά απλά και μετά μπερδεύει υπέροχα: ένας άνθρωπος που θέλει να «φτιάξει τη ζωή του» μέσα από έναν γάμο, βρίσκεται αντιμέτωπος με όρους, παρεξηγήσεις, δουλειές που δεν του ταιριάζουν, και μια κοινωνία που ζητά συνεχώς να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο «θέλω να τακτοποιηθώ» και στο «δεν ξέρω πώς», γεννιέται το γέλιο. Ένα γέλιο που έχει πάντα από κάτω μια μικρή λύπη, μια αναγνώριση: «Ναι, κι εγώ έτσι τα κάνω καμιά φορά».

Ο ηθοποιός που έκανε τον δεύτερο ρόλο… πρώτο

Ο Βογιατζής δεν χρειάστηκε να «καταπιεί» την οθόνη. Δεν έπαιξε ποτέ με την ένταση του «κοιτάξτε με». Έπαιξε με κάτι πιο δύσκολο: με την ακρίβεια. Με τη λεπτομέρεια. Με το timing που δεν διδάσκεται.

Γι’ αυτό και η διαδρομή του είναι τεράστια: σύμφωνα με τη Φίνος Φιλμ, συμμετείχε σε πάνω από 65 ταινίες, ενώ πέρασε και από την τηλεόραση με σειρές όπως «Η Γειτονιά μας», «Ορκιστείτε Παρακαλώ», «Η Λάμψη» και «Η Οικογένεια Βλάπτει».

Advertisement

Δεν είναι απλώς αριθμοί. Είναι η απόδειξη ενός πράγματος: ότι ο κόσμος τον ήθελε. Ότι οι παραγωγές τον εμπιστεύονταν. Ότι οι σκηνοθέτες ήξεραν πως, όταν έρθει η σκηνή που πρέπει να «κουμπώσει», ο Βογιατζής θα την κουμπώσει.

Το θέατρο ως βάση – πριν από όλα τα υπόλοιπα

Κάτω από τη δημοφιλία της κωμωδίας, υπάρχει πάντα μια θεατρική ρίζα. Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση καταγράφεται το 1955 στο έργο «Ο Έμπορος της Βενετίας» — και από εκεί και μετά, το θέατρο έγινε σταθερό έδαφος: ρόλοι, συνεργασίες, διαδρομή που δεν μετριέται με «πρωταγωνιστικούς τίτλους», αλλά με αντοχή.

Κι αυτή η αντοχή είναι που φαίνεται σε κάθε του κίνηση: ακόμα και στις πιο «ελαφριές» στιγμές, υπάρχει μια πειθαρχία. Μια γνώση ότι το γέλιο δεν είναι τυχαίο — είναι δουλειά.

Advertisement

Τα 99 του χρόνια και η μνήμη που δεν παλιώνει

Όταν η Finos Film ευχήθηκε δημόσια για τα 99 του χρόνια, η ανάρτηση λειτούργησε σαν μικρή υπενθύμιση: κάποιοι ηθοποιοί δεν είναι μόνο «καριέρες». Είναι μνήμη. Είναι κοινός τόπος. Είναι κάτι που ενώνει ανθρώπους που δεν έχουν γνωριστεί ποτέ μεταξύ τους, αλλά έχουν γελάσει με το ίδιο βλέμμα.

Ο Γιάννης Βογιατζής στα 99 δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που μεγάλωσε. Είναι ένας ηθοποιός που έμεινε. Κι ο «Μικές» — αυτός ο παράξενα επίμονος, ευάλωτος, αστείος τύπος — εξακολουθεί να μας θυμίζει κάτι βασικό: πως η καλοσύνη, όταν παίζεται με αλήθεια, δεν παλιώνει ποτέ.

ΥΓ.: Στην καριέρα μου και με δεδομένο ότι ξεκίνησα με το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ του Έθνους, αλλά και αργότερα στα τηλεοπτικά μου χρόνια, είχα την ευκαιρία πάρα πολλές φορές να γνωρίσω από κοντά το Γιάννη Βογιατζή. Κάθε συνάντηση ήταν και ένας θησαυρός αποταμιευμένος στη μνήμη μου με τόσα πράγματα που μου έλεγε. Σεμνός, φιλικός, ευγενής, χαμηλών τόνων… Δημοφιλής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να τον λένε «σταρ». Και το εξήγησε στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε πριν ελάχιστα χρόνια.

Advertisement