«Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά – σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο” όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».
Λες και το’ ξερε ότι θα μας αιφνιδιάσει ένα χρόνο μετά με την απώλειά του, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο «Νιόνιος» όλων μας, φρόντισε να κάνει τη δική του, γενναία ως το μεδούλι, κατάθεση ψυχής και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Το 2024 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη η αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» με ωμή ειλικρίνεια κι έναν ευφυή και απολαυστικό τρόπο γραφής – όπως όταν διηγούνταν τον «Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη»*
Μ΄’ αυτή του την κατάθεση, ο «Νιόνιος» έκανε την ανακωχή του, εξόφλησε τους λογαριασμούς του, ζήτησε τις συγγνώμες του κι επιχείρησε την αυτοκριτική του.
Η Αριστερά, η στροφή στη Δεξιά με το «Κούρεμα» και το τίμημα
«Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Οχι μάταια. Εφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια είναι που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους», γράφει χαρακτηριστικά ο Σαββόπουλος, για τα χρόνια της «αθωότητας» που διαμόρφωσαν ένα πολιτικοποιημένο άνθρωπο, διανοούμενο και καλλιτέχνη.
«Με το “Κούρεμα” έκανα στροφή στη Δεξιά μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης και εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φθηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί Αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά, επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός τους για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχτηκε το ΠΑΣΟΚ μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Ασε δε τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος, που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός», εξηγεί για τη στροφή του που εκφράστηκε μέσα από τη μουσική του.
«Μανιφέστο» αυτής της στροφής, ο περίφημος δίσκος «Το Κούρεμα» (1989). Ο πιο αμφιλεγόμενος δίσκος της μουσικής του διαδρομής. Κι όμως ένας δίσκος για τον οποίο δεν μετανιώνει. Εξηγεί: «Τον κωλοελληνισμό, που είναι η βαριά κληρονομιά όλων μας, τον κρατούμε λίγο πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, και γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία».
Το τίμημα, ωστόσο, ήταν βαρύ. Το κοινό που που τον αποθέωνε λίγα χρόνια πριν με τα «Τραπεζάκια έξω» (1983) (δίσκο «με το υπερβολικά μεγάλο σουξέ», όπως σημειώνει) του γύρισε την πλάτη: Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ρήξη μου με το κοινό το ’88-’89 με το “Κούρεμα” στο “Zoom” της Πλάκας ήταν η σκληρότερη της ζωής μου, αλλά την άντεξα. Το ’χω κάπως σαν παράσημο… Ο κόσμος είχε πλέον ψυχρανθεί μαζί μου, είχα πια τον ανθρωποδιώχτη. Εφθασα να παίζω στο άδειο “Zoom” με καμιά εικοσαριά όλους κι όλους πελάτες, που επιπλέον δεν με άντεχαν, με προπηλάκιζαν, σηκώνονταν κι έφευγαν… Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν απ’ την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Αλλοι γράφανε βρισιές στον τοίχο του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα…»
Οι προσωπικές του συγγνώμες
«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι, μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες”… Τα μάλωνα κι από πάνω ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου…», αναφέρει. Και ομολογεί: «Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω».

Είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα
Εξίσου εξομολογητικός είναι και για τη σχέση του με τη γυναίκα του, Ασπα. «Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρόμου. Δεν αντέχω πιά να . Εριξα μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα και σε απαράτησα κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Επιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες, Αλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δεν βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας πουλάκι, μου. Πολύ λυπημένο… Υστερα πέρασαν πάλι μήνες. Και ξαφνικά ξυπνώ ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έπειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ησουν στο Πήλιο. Αρπαξα ένα ταξί μπριστά απ’ την πλατεία κι ήρθα κατευθείαν πάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε εμείς οι ίδιοι κι ανοίξαμε τις ψυχές μας μαζί με τις μελανιές τους… Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε. “Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό, Ωσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ”».

* «Ο κότσυφας» είναι μια ιστορία που αφηγήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος στις ζωντανές εμφανίσεις του.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κότσυφας που τον λέγαν Σταύρο.
Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα και τόσο περήφανος αισθάνθηκε, που βγήκε και κάθονταν στο κλαδί, καμαρωτός καμαρωτός.
Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους.
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγόνια από μακριά τον χαιρετάνε κι από κοντά του λένε:
- Γεια σου, Σταύρο.
- Δεν με λένε Σταύρο, μόν’ με λένε Σταύρο και κυρ-Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη!
Αλλάζει, όμως, ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί… πάει η φωλιά, παν τα κοτσυφόπουλα, παν όλα.
Βγήκε και κάθονταν στο κλαδί, μονάχος.
Κι από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους.
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγόνια από μακριά τον χαιρετάνε κι από κοντά του λένε:
- – Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη!
– Δεν με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη. Μόνο Σταύρο με λένε…μόνο Σταύρο…