Τρίτο βιβλίο της δημοφιλούς σειράς θρίλερ «Η Αγγελία», η ιστορία του νέου μυθιστορήματος της Freida McFadden «Η Καμαριέρα σε βλέπει» (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Κίκα Κραμβουσάνου), διαδραματίζεται περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά τα γεγονότα του δεύτερου βιβλίου.
Ακολουθεί τη Μίλι Ακάρντι, πρώην οικιακή βοηθό και πρώην κατάδικη, που πλέον εργάζεται ως κοινωνική λειτουργός, η οποία με τον σύζυγό της, Έντζο, και τα δύο τους παιδιά, μετακομίζουν σε ένα νέο σπίτι σε μια ήσυχη γειτονιά στο Λονγκ Άιλαντ, ελπίζοντας να αφήσουν πίσω το παρελθόν τους.
Η νέα τους γειτονιά φαίνεται ιδανική, αλλά σύντομα η Μίλι αρχίζει να παρατηρεί περίεργες συμπεριφορές από τους γείτονές τους. Η Σουζέτ Λόουελ, η γειτόνισσά τους, είναι φιλική αλλά και υπερβολικά περίεργη, ενώ η οικιακή της βοηθός, Μάρθα, φαίνεται να παρακολουθεί τη Μίλι με ανησυχητικό τρόπο. Καθώς οι εντάσεις αυξάνονται, η Μίλι αρχίζει να αμφισβητεί την ασφάλεια της οικογένειάς της και να αναρωτιέται αν το παρελθόν της την έχει πραγματικά αφήσει πίσω.

Η γιατρός από τη Βοστόνη που έγινε συγγραφέας μπεστ σέλερ
Η Αμερικανίδα Freida McFadden (γενν. 1η Μαΐου 1980), είναι γιατρός που ειδικεύεται στις εγκεφαλικές βλάβες και ζει στη Βοστόνη. Ως φοιτήτρια στο Χάρβαρντ, η McFadden σκέφτηκε το ενδεχόμενο να γίνει μαθηματικός (όταν ήταν μικρή ήταν μέλος μαθηματικής ομάδας), αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει την ιατρική. Εξέδωσε η ίδια το πρώτο της μυθιστόρημα, «The Devil Wears Scrubs», πριν από μια δεκαετία και κάτι, θεωρώντας ότι θα ήταν η αρχή αλλά και το τέλος της λογοτεχνικής της καριέρας.
Με μια απαιτητική εργασία και δύο μικρά παιδιά, η McFadden ονειρευόταν πάντα να γίνει συγγραφέας. Άρχισε να γράφει το πρώτο -σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της, για μια ειδικευόμενη γιατρό που παρότι υπερβάλλει εαυτόν, βιώνει συνεχείς ταπεινώσεις από τον αυταρχικό προϊστάμενο της- για να χαλαρώνει τα βράδια από την πίεση της ημέρας.
Αλλά ενώ θεωρούσε, όπως δήλωνε τον Ιούνιο του 2024 στους New York Times ότι, θα πουλήσει χίλια αντίτυπα και τέλος, η συγγραφέας που ξεπερνάει σε πωλήσεις τα 17 εκατομμύρια αντίτυπα σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου, έχει καταφέρει να έχει σταθερή παρουσία στις λίστες των best-seller σε New York Times, USA Today, Wall Street Journal, Publisher’s Weekly. Τα ψυχολογικά θρίλερ της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, ενώ έχει λάβει το International Thriller Writer Award για το Best Paperback Original και το Goodreads Choice Award για το καλύτερο θρίλερ.
Το «The Housemaid Is Watching» -τρίτο και τελευταίο μέρος της σειράς με ηρωίδα μια οικονόμο που έχει ένα τρομερό μυστικό και ακόμη πιο τρομερά αφεντικά -κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 11 Ιουνίου 2024 και πούλησε περισσότερα από 240.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα.
Όσο διάσημα και αν έχουν γίνει τα βιβλία της, η γυναίκα πίσω από τις ιστορίες παραμένει ένα μικρό αίνιγμα. Η McFadden -πρόκειται για ψευδώνυμο- φροντίζει να μην αποκαλύπτει την ταυτότητά της. «Σε πολλά βιβλία μου αναφέρονται ιατρικά θέματα και δεν θέλω οι ασθενείς μου να αναρωτιούνται ‘είναι βασισμένο σε μένα;’. Αισθάνομαι ότι είναι αντιεπαγγελματικό», όπως λέει. Αποφεύγει τις εμφανίσεις σε λογοτεχνικά event, εν μέρει για να διατηρήσει την ανωνυμία της και θεωρεί τις βιντεοκλήσεις και τις συνεντεύξεις αγχωτικές.
Η Freida McFadden έγραψε το «The Housemaid» («Η Αγγελία», εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Κίκα Κραμβουσάνου), πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το 2019.
Κεντρικό πρόσωπο ήταν μια απελπισμένη γυναίκα, η Μίλι, η οποία ζει στο αυτοκίνητό της, αδυνατώντας να βρει δουλειά λόγω του παρελθόντος της, καθώς πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της στη φυλακή, όπου βρέθηκε στα δεκαεπτά της. Όταν επιτέλους βρίσκει δουλειά ως οικιακή βοηθός σε μια πλούσια οικογένεια στο Λονγκ Άιλαντ, είναι ενθουσιασμένη. Μέχρι που ανακαλύπτει ότι η φαινομενικά τέλεια ζωή και ο γάμος των αφεντικών της είναι απλά μια βιτρίνα.
Το μυθιστόρημα δεν εκδόθηκε αμέσως, η συγγραφέας το θεώρησε πολύ σκοτεινό και το άφησε στο συρτάρι. Μέχρι που λίγα χρόνια αργότερα, την πλησίασε ένας βρετανικός εκδοτικός οίκος ψηφιακών βιβλίων, το Bookouture, και της πρότεινε να εκδώσει ένα από τα βιβλία της. Την άνοιξη του 2022, το βιβλίο έγινε τεράστια επιτυχία. Ξεπέρασε τα δύο εκατομμύρια αντίτυπα και η Lionsgate εξασφάλισε τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά του με πρωταγωνίστριες τις Σίντνεϊ Σουίνι -στον ρόλο της Μίλι- και Αμάντα Σέιφριντ. Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες ανήμερα Χριστουγέννων του 2025.

«Η Καμαριέρα σε βλέπει» – Στα βιβλιοπωλεία 7 ΜαΐουΗ HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα:
Είμαι χαμένη στις φαντασιώσεις μου τη στιγμή που η πόρτα του σπιτιού ακριβώς δίπλα από το δικό μας –εκείνου στον αριθμό 12 της οδού Λόκαστ– ανοίγει. Μια γυναίκα με κοντό καρέ μαλλί στο χρώμα της καραμέλας βγαίνει από το σπίτι φορώντας εφαρμοστή λευκή μπλούζα με κόκκινη φούστα και αιχμηρά ψηλοτάκουνα που άνετα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βγάλουν το μάτι κάποιου. (Γιατί το μυαλό μου πηγαίνει πάντα εκεί;)
Σε αντίθεση με τον γείτονα απέναντι, αυτή δείχνει φιλική. Σηκώνει το χέρι της σ’ έναν ενθουσιώδη χαιρετισμό και διασχίζει το μικρό κομμάτι πεζοδρομίου ανάμεσα στα σπίτια μας.
«Γεια σας, γεια σας!» αναφωνεί. «Πόσο χαίρομαι που επιτέλους γνωρίζω τους καινούργιους μας γείτονες! Είμαι η Σουζέτ Λόουελ».
Απλώνω το χέρι μου και παίρνω το μανικιουραρισμένο δικό της, για να ανταμειφθώ με μια εντυπωσιακά επώδυνη, δυνατή για γυναίκα χειραψία. «Μίλι Ακάρντι», συστήνομαι.
«Χαίρομαι πάρα πολύ για τη γνωριμία, Μίλι», λέει. «Θα τη λατρέψεις τη γειτονιά μας, είναι υπέροχα εδώ».
«Ήδη τη λατρεύω», λέω με ειλικρίνεια. «Το σπίτι είναι καταπληκτικό».
«Ισχύει!». Η Σουζέτ γέρνει ελαφρώς το κεφάλι της. «Έμεινε άδειο για κάμποσο καιρό επειδή, καταλαβαίνεις, δύσκολο να πουληθεί ένα σπίτι τόσο μικρό. Όμως το ήξερα ότι θα βρισκόταν η κατάλληλη οικογένεια γι’ αυτό».
Μικρό; Προσβάλλει το λατρευτό μας σπίτι; «Ε, λοιπόν, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ».
«Μα, φυσικά. Είναι πολύ ζεστό, πολύ ευχάριστο, έτσι δεν είναι; Και πολύ…» Τα μάτια της περιεργάζονται τα μπροστινά μας σκαλιά, τα οποία είναι ελαφρώς ξεχαρβαλωμένα, όμως ο Έντζο έχει πάρει όρκο να τα επισκευάσει. Είναι στη λίστα μαζί με πολλές άλλες επισκευές που πρέπει να γίνουν. «Ρουστίκ. Είναι τόσο ρουστίκ».
Οκέι, τώρα είμαι σίγουρη ότι προσβάλλει το σπίτι.
Αλλά δεν μου καίγεται καρφί. Εγώ εξακολουθώ να λατρεύω αυτό το σπίτι. Δεν μ’ ενδιαφέρει η γνώμη τής κάθε ψηλομύτας γειτόνισσας.
«Και με τι ασχολείσαι, Μίλι; Εργάζεσαι;» ρωτάει η Σουζέτ, με τα γαλανοπράσινα μάτια της να εστιάζουν στο πρόσωπό μου.
«Είμαι κοινωνική λειτουργός», λέω με μια δόση περηφάνιας. Παρόλο που κάνω εδώ και πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά, εξακολουθώ να αισθάνομαι περήφανη για την καριέρα μου. Εντάξει, μπορεί να είναι εξαντλητική και ψυχοφθόρα δουλειά και ο μισθός δεν είναι να πετάς τη σκούφια σου. Αλλά εξακολουθώ να την αγαπώ. «Εσύ;»
«Είμαι κτηματομεσίτρια», λέει με την ίδια περηφάνια. Α, έτσι εξηγείται. Κατηγόρησε το σπίτι μας σε κτηματομεσιτικούς όρους. «Η αγορά είναι στα ύψη αυτή τη στιγμή».
Αυτό είναι γεγονός. Αλλά τώρα σκέφτομαι ότι η Σουζέτ δεν είχε ανάμειξη στην πώληση αυτού του σπιτιού. Αν είναι μεσίτρια, πώς γίνεται οι γείτονές της να μην ήθελαν να αναλάβει εκείνη να πουλήσει το σπίτι τους;
Ο Έντζο βγαίνει από το φορτηγό κουβαλώντας διάφορες κούτες, με το μπλουζάκι ακόμα κολλημένο πάνω του και τα σκούρα μαλλιά του μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα. Θυμάμαι που γέμιζα μία από αυτές τις κούτες με βιβλία και ανησυχούσα μήπως την είχα κάνει πολύ βαριά. Και τώρα τον βλέπω να κου βαλάει όχι μόνο αυτή την κούτα, αλλά κι άλλη μία από πάνω. Με πονάει η μέση μου μόνο που τον κοιτάζω.
Η Σουζέτ τον κοιτάζει κι αυτή. Παρακολουθεί την πορεία του από το φορτηγό μέχρι την εξώπορτά μας κι ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της. «Ο μεταφορέας σας είναι σούπερ σέξι», σχολιάζει.
«Ναι… Βασικά», λέω, «είναι ο άντρας μου».
Της πέφτει το σαγόνι. Φαίνεται ότι έχει πολύ καλύτερη γνώμη για τον Έντζο απ’ ό,τι για το σπίτι. «Σοβαρά;»
«Αμέ». Ο Έντζο έχει αφήσει τις κούτες στο σαλόνι και τώρα βγαίνει να πάρει κι άλλες. Πού τη βρίσκει τόση ζωτικότητα; Προτού φτάσει στο φορτηγό, του κάνω νόημα να πλησιάσει.
«Έντζο, έλα να γνωρίσεις την καινούργια μας γειτόνισσα, τη Σουζέτ».
Η Σουζέτ στρώνει στα γρήγορα την μπλούζα της και χώνει ένα καραμελέ τσουλούφι πίσω απ’ τ’ αφτί της. Αν μπορούσε, είμαι σίγουρη ότι θα έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση του εαυτού της σε ένα καθρεφτάκι και θα ανανέωνε το κραγιόν της. Αλλά δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτό.
«Γεια χαρά!» αναφωνεί, με το χέρι της ήδη προτεταμένο.
«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω! Ο Έντζο, σωστά;»
Σφίγγει το χέρι της και της χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο που κάνει τις γραμμές γύρω απ’ τα μάτια του να ρυτιδώνουν. «Ναι, Έντζο. Κι εσύ Σουζέτ;»
Αυτή αρχίζει να χαχανίζει και να γνέφει απανωτά. Η αντίδρασή της είναι μάλλον υπερβολική, αλλά, για να είμαι και δίκαιη, ο Έντζο έχει ανεβάσει την ένταση της γοητείας του στο τέρμα. Ο σύζυγός μου ζει σε αυτή τη χώρα εδώ και είκοσι χρόνια και όταν μιλάμε μεταξύ μας η προφορά του είναι σχετικά ήπια. Αλλά όταν προσπαθεί να γίνει γοητευτικός, υπερτονίζει την ξενική προφορά του, ώστε να ακούγεται σαν να έχει μόλις κατέβει απ’ το πλοίο. Ή όπως θα έλεγε ο ίδιος, «μόλις από πλοίο».
«Θα σας αρέσει πολύ εδώ», μας διαβεβαιώνει η Σουζέτ. «Είναι ένα τόσο ήσυχο μικρό αδιέξοδο».
«Μας αρέσει ήδη», λέω.
«Και το σπιτάκι σας είναι τόσο γλυκούλι», λέει, βρίσκοντας ακόμα έναν δημιουργικό τρόπο να επισημάνει ότι το σπίτι μας είναι αισθητά μικρότερο από το δικό της. «Θα είναι ιδανικό για εσάς, ειδικά τώρα που έχετε και μωράκι στα σκαριά».
Όταν το λέει αυτό, δείχνει μ’ ένα νεύμα την κοιλιά μου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν έχει μωράκι στα σκαριά. Δεν υπάρχουν μικρά εκεί μέσα εδώ και εννέα χρόνια.
Το χειρότερο είναι ότι ο Έντζο στρέφει το κεφάλι του για να με κοιτάξει και, για ένα δευτερόλεπτο, εμφανίζεται μια αναλαμπή ενθουσιασμού στο πρόσωπό του, παρόλο που ξέρει πολύ καλά ότι έκανα απολίνωση σαλπίγγων κατά την επείγουσα καισαρική τομή με τον Νίκο. Κοιτάζω χαμηλά στην κοιλιά μου και παρατηρώ ότι το πουκάμισό μου όντως φουσκώνει με ενοχλητικό τρόπο. Πάω να σκάσω.
«Δεν είμαι έγκυος», λέω, προς απάντηση τόσο στη Σουζέτ όσο και στον σύζυγό μου.
Η Σουζέτ φέρνει το χέρι της πάνω στο κόκκινο κραγιόν της.
«Θεέ μου, με συγχωρείς! Απλά υπέθεσα…»
«Δεν πειράζει», λέω διακόπτοντάς την πριν τα κάνει χειρότερα. Και ειλικρινά, το αγαπώ το σώμα μου. Όταν ήμουν εικοσάρα, ήμουν πετσί και κόκαλο, αλλά τώρα, επιτέλους, έχω κι εγώ λίγες γυναικείες καμπύλες να επιδείξω, τις οποίες οφείλω να ομολογήσω ότι ο σύζυγός μου απολαμβάνει με το παραπάνω.
Τούτου λεχθέντος, ωστόσο, το συγκεκριμένο πουκάμισο πάει για πέταμα.
«Έχουμε δύο παιδιά». Ο Έντζο αγκαλιάζει με το μπράτσο του τους ώμους μου, αδιαφορώντας για την προσβολή της Σουζέτ.
«Έναν γιο, τον Νίκο και μια κόρη, την Άντα».
Ο Έντζο είναι τρομερά περήφανος για τα παιδιά μας. Είναι εξαιρετικός μπαμπάς και πολύ θα ήθελε πέντ’ έξι ακόμα από δαύτα, αν δεν είχα κινδυνέψει να πεθάνω γεννώντας τον Νίκο. Θέλαμε πολύ να υιοθετήσουμε ή να γίνουμε ανάδοχη οικογένεια, αλλά δεδομένου του παρελθόντος μου, δεν είχαμε καμία ελπίδα.
«Εσύ έχεις παιδιά, Σουζέτ;» ρωτάω.
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι με μία έντρομη έκφραση στο πρόσωπό της. «Ούτε κατά διάνοια. Δεν έχω ούτε στο ελάχιστο μητρικό ένστικτο. Είμαστε μόνο οι δυο μας, εγώ και ο σύζυγός μου ο Τζόναθαν. Κι είμαστε ευτυχισμένα άτεκνοι».
Εξαιρετικά νέα – έχει σύζυγο. Οπότε θ’ αφήσει ήσυχο τον δικό μου.
«Μένει όμως ένα αγοράκι στο σπίτι απέναντι από το δικό σας», λέει. «Πηγαίνει τρίτη δημοτικού».
«Κι ο Νίκο στην τρίτη πάει», λέει ο Έντζο περιχαρής. «Πρέπει να γνωριστούμε».
Όταν μετακομίσαμε, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε τα παιδιά από το σχολείο στη μέση της χρονιάς. Πιστέψτε με, το τελευταίο πράγμα που θέλετε να κάνετε είναι να βγάλετε δύο παιδιά δημοτικού από τις τάξεις τους στα μέσα Μαρτίου. Με έτρωγαν οι ενοχές, αλλά δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουμε και στεγαστικό και ενοίκιο μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς, συνεπώς δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Ο Νίκο, ο οποίος είναι εξωστρεφής όπως ο πατέρας του, δεν φάνηκε να ενοχλείται με αυτό. Για τον Νίκο, μία αίθουσα γεμάτη καινούργια παιδιά που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει με τα καμώματά του θα ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια. Η Άντα δέχτηκε τα νέα με ψυχραιμία, αλλά αργότερα τη βρήκα να κλαίει στο δωμάτιό της στη σκέψη ότι θα έχανε τις δύο κολλητές της. Ελπίζω ότι μέχρι το φθινόπωρο θα έχουν τακτοποιηθεί και οι δύο και το τραύμα της μετακόμισης στη μέση της σχολικής χρονιάς θα είναι μια μακρινή ανάμνηση.
«Μπορείς να προσπαθήσεις να πας να τους συστηθείς», λέει η Σουζέτ με ένα ανασήκωμα των ώμων. «Μόνο που τη γυναίκα που ζει εκεί, την Τζάνις, δεν τη λες και τόσο φιλική. Σπανίως βγαίνει από το σπίτι – ίσα για ν’ αφήσει τον γιο της στη στάση του σχολικού. Κατά κανόνα τη βλέπω στο παράθυρό της να κατασκοπεύει και να χώνει τη μύτη της παντού. Τρομερά αδιάκριτη».
«Μάλιστα», λέω, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι πώς γίνεται η Τζάνις να μη βγαίνει ποτέ από το σπίτι και την ίδια στιγμή να χώνει τη μύτη της παντού.
Κοιτάζω απέναντι, τον αριθμό 13. Τα παράθυρα είναι θεοσκότεινα, παρά το γεγονός ότι είναι μέρα μεσημέρι και οι άνθρωποι που μένουν εκεί φαίνεται να είναι σπίτι.