Μέχρι τον Νοέμβριο του 1960, οι Βρετανοί δεν είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν το σκανδαλώδες και -εν τέλει θρυλικό- μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λώρενς, «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1928 και αποτέλεσε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, καθώς ένας νόμος καθιστούσε ποινικό αδίκημα τη δημοσίευση έργων που θεωρούνταν ανήθικα και άσεμνα.
Το βιβλίο θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο επειδή περιέγραφε μια παθιασμένη σχέση μεταξύ μιας γυναίκας της ανώτερης τάξης, της Λαίδης Κόνστανς Τσάτερλι, και ενός άνδρα της εργατικής τάξης, του Όλιβερ Μέλορς. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, ρητές περιγραφές σεξουαλικής πράξης, ενώ απεικονίζει και την γυναικεία σεξουαλική απόλαυση. Ο Λώρενς επεδίωκε να αποδώσει τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα ως κάτι αληθινό και ουσιαστικό και όχι ως ντροπιαστικό ή απαγορευμένο.
#Onthisday in 1960, a landmark obscenity case over D. H. Lawrence's "Lady Chatterley's Lover", ends in the acquittal of Penguin Books. pic.twitter.com/qFTG111Qm7
— Bibliophilia (@Libroantiguo) November 2, 2016
Από απαγορευμένο βιβλίο σε σύμβολο κοινωνικής αλλαγής
Το σκανδαλώδες βιβλίο είχε αρχικά εκδοθεί ιδιωτικά -όχι από εκδοτικό οίκο- στην Ιταλία και τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αλλά στη συνέχεια απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία και η Ιαπωνία.
Ο βρετανικός εκδοτικός οίκος Penguin Books αποφάσισε να αμφισβητήσει τον νόμο εκδίδοντας μια πλήρη, ανεξάντλητη και χωρίς λογοκρισία έκδοση του έργου του Λώρενς. Η δίκη που ακολούθησε έγινε σύμβολο των κοινωνικών αλλαγών που είχαν αρχίσει να ωριμάζουν ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανέδειξε το χάσμα μεταξύ του κοινού και εκείνων που θεωρούσαν τον εαυτό τους «φύλακες» των ηθών.
Στα χρόνια πριν από τη δίκη, συγγραφείς και εκδότες στη Βρετανία ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τον μεγάλο αριθμό βιβλίων που διώκονταν για άσεμνο περιεχόμενο.
Προκειμένου να καθησυχάσει αυτές τις ανησυχίες, το βρετανικό Κοινοβούλιο εισήγαγε το 1959 τον νέο «Νόμο περί Άσεμνων Δημοσιεύσεων» (Obscene Publications Act), ο οποίος υποσχόταν «να προστατεύσει τη λογοτεχνία και να ενισχύσει τη νομοθεσία για την πορνογραφία». Η τροποποίηση αυτή παρείχε υπεράσπιση σε όποιον κατηγορούνταν για την έκδοση «ακατάλληλου βιβλίου», επιτρέποντάς του να υποστηρίξει ότι ένα έργο έπρεπε να δημοσιευθεί εφόσον είχε λογοτεχνική αξία, ακόμη και αν ο μέσος αναγνώστης θεωρούσε το περιεχόμενό του προκλητικό.
Η δίκη για το «Lady Chatterley’s Lover» ήταν η πρώτη υπό το νέο Νόμο και σηματοδότησε τη σύγκρουση ανάμεσα στο κατεστημένο και σε εκείνους που είχαν περισσότερο φιλελεύθερες απόψεις. Για να υποστηρίξει την έκδοση του μυθιστορήματος, η Penguin κάλεσε πληθώρα εμπειρογνωμόνων, μεταξύ των οποίων 35 εξέχοντες συγγραφείς και πολιτικούς. Στην ομάδα περιλαμβανόταν και ο Ρίτσαρντ Χόγκαρτ, σπουδαίος ακαδημαϊκός και συγγραφέας, η συμβολή του οποίου υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη της δίκης.
Αντίθετα, ο δικαστής Μέρβιν Γκρίφιθ-Τζόουνς υποστήριξε ότι το σεξ στο βιβλίο αποτελούσε άσκοπη πορνογραφία. «Όταν δείτε το βιβλίο, ρωτήστε τον εαυτό σας: θα εγκρίνετε να το διαβάσουν τα παιδιά σας; Θα το αφήνατε εκτεθειμένο στο σπίτι σας; Είναι ένα βιβλίο που θα θέλατε να διαβάσουν οι σύζυγοι ή οι υπηρέτες σας;» είχε ρωτήσει το σώμα των ενόρκων.
Στις 2 Νοεμβρίου 1960, μετά από μια δίκη διάρκειας έξι ημερών, οι ένορκοι πήραν τρεις ώρες για να αποφασίσουν και κατέληξαν ομόφωνα στην αθώωση της Penguin Books σύμφωνα με τον Νόμο.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε αμέσως μετά, καθώς η Penguin είχε ήδη προετοιμαστεί για διανομή σε περίπτωση αθώωσης. Χρειάστηκε να απευθυνθεί με νέα τυπογραφική εταιρεία, καθώς οι η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν αρνήθηκε να το τυπώσει. Η δίκη, ωστόσο, λειτούργησε ως διαφήμιση για το βιβλίο, το οποίο ξεπούλησε με 200.000 αντίτυπα την πρώτη ημέρα, ενώ σε διάστημα τριών μηνών, πούλησε τρία εκατομμύρια αντίτυπα.
Το «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» δεν ήταν ποτέ ένα συνηθισμένο βιβλίο, γι’ αυτό και δεν περιορίστηκε στις σελίδες του. Η ιστορία του έχει ζωντανέψει πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη, με την πιο πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά να κυκλοφορεί το 2022, σε σκηνοθεσία Λορ ντε Κλερμόν-Τονέρ με την Έμα Κόριν στον ομώνυμο ρόλο και σε παραγωγή Netflix.
Με πληροφορίες από BBC