Οταν ο 68χρονος Πίτερ Σάλιβαν άκουσε, μέσω βιντεοσύνδεσης από τη φυλακή υψίστης ασφαλείας HMP Wakefield, ότι η καταδίκη του για τον φόνο της 21χρονης Νταϊάν Σίνταλ κηρύσσεται «μη ασφαλής», έβαλε το χέρι στο στόμα και ξέσπασε σε κλάματα. Επειτα από 38 χρόνια, 7 μήνες και 21 ημέρες κράτησης – συνολικά 14.113 ημέρες – ο άνθρωπος που παρουσιάστηκε επί δεκαετίες ως «Τέρας» απαλλάχθηκε πλήρως χάρη σε ένα δείγμα DNA που απέδειξε ότι δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα.
Τώρα, ο μακροβιότερος γνωστός παθών δικαστικής πλάνης στη Βρετανία δεν ζητά μόνο αποζημίωση. Ζητά μια ξεκάθαρη απάντηση και μια συγγνώμη: γιατί τον διάλεξαν εκείνον;
Μια νύχτα τρόμου σε έναν άδειο δρόμο
Το βράδυ της 1ης Αυγούστου 1986, η 21χρονη Νταϊάν Σίνταλ, ανθοπώλισσα και part-time μπαργούμαν, σχολούσε από τη βάρδια της στο Wellington Pub, στο Μπέμπινγκτον του Γουίραλ. Ηταν αρραβωνιασμένη, δούλευε για να μαζέψει χρήματα για τον γάμο της. Στον δρόμο της επιστροφής, το μικρό μπλε βαν της έμεινε από βενζίνη στη Borough Road, στο Μπέρκενχεντ. Η Νταϊάν βγήκε και άρχισε να περπατά προς ένα ανοιχτό βενζινάδικο. Μάρτυρες άκουσαν φωνές και τσακωμούς και είδαν ένα ζευγάρι να διαπληκτίζεται ανάμεσα στα μεσάνυχτα και τις 2 π.μ. της 2ας Αυγούστου.
Λίγες ώρες αργότερα, το ημίγυμνο σώμα της βρέθηκε σε ένα στενό έξω από την Borough Road. Η νεαρή γυναίκα είχε βιαστεί και ξυλοκοπηθεί βίαια με αμβλύ αντικείμενο, με πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι και το στήθος. Ο ιατροδικαστής, χρόνια μετά, θα περιγράψει τις κακώσεις ως «τις χειρότερες» που είχε δει σε πτώμα, εκτός τροχαίου.
Τα τοπικά ΜΜΕ βάφτισαν γρήγορα τον άγνωστο δράστη «Mersey Ripper», «Beast of Birkenhead» και «Wolfman». Η υπόθεση προκάλεσε πανικό στις γυναίκες της περιοχής και οδήγησε ακόμη και στη δημιουργία τοπικών δομών υποστήριξης, όπως η Wirral Rape Crisis Counselling Service. Η αστυνομία του Μερσεϊσάιντ εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη ανθρωποκυνηγητό στην ιστορία της. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, όμως, η τεράστια πίεση να βρεθεί «ένοχος» θα καταλήξει σε έναν άνδρα που δεν ταίριαζε ούτε στο προφίλ, ούτε – όπως αποδείχθηκε αργότερα – στο DNA.
Ο «μοναχικός εργάτης» που έγινε ξαφνικά «Τέρας»
Ο Πίτερ Σάλιβαν ήταν τότε 29 ετών, άνεργος εργάτης από το Μπέρκενχεντ, με μαθησιακές δυσκολίες και περιορισμένες επικοινωνιακές δεξιότητες. Περιγραφόταν ως «μοναχικός» τύπος – εύκολα στοχοποιήσιμος.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1986 συνελήφθη για τη δολοφονία της Σίνταλ, με βάση μαρτυρίες ότι βρισκόταν σε παμπ κοντά στο σημείο και αντικρουόμενες δηλώσεις για το πού ήταν το βράδυ της επίθεσης.Ακολούθησαν 22 πολύωρες ανακρίσεις μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Στις επτά πρώτες δεν του επιτράπηκε να έχει δικηγόρο ή «appropriate adult», παρότι η αστυνομία γνώριζε – και κατέγραφε – τις μαθησιακές του δυσκολίες.
Ο Σάλιβαν περιγράφει σήμερα πως αστυνομικοί τον χτυπούσαν, τον στερούσαν φαγητό και ύπνο και τον απειλούσαν ότι θα του «φορτώσουν» δεκάδες βιασμούς, αν δεν ομολογήσει.
«Με “κολλούσαν στον τοίχο”, με βαρούσαν, μου έλεγαν τι να πω. Στο τέλος λύγισα», έχει πει σε συνέντευξή του στο BBC, περιγράφοντας πώς έφτασε στο σημείο να υπογράψει μια ομολογία που αργότερα ανακάλεσε.
Η πρώτη του «ομολογία» μάλιστα δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, σε αντίθεση με άλλες συνεντεύξεις του. Μια λεπτομέρεια που σήμερα θεωρείται κομβική για την αξιοπιστία της. Σε ένα χαρτί, τον έβαλαν να δείξει σε χάρτη πού είχαν κρυφτεί τα ρούχα της Σίνταλ· όταν έδειξε λάθος σημείο, του υπέδειξαν το «σωστό».
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν επιτέλους είδε δικηγόρο, πήρε πίσω όσα είχε πει. Η ζημιά, όμως, είχε γίνει.
Μια δίκη στηριγμένη σε ομολογία και «σημάδια δαγκώματος»
Στη δίκη του, το 1987, ο βασικός κορμός του κατηγορητηρίου ήταν η αρχική ομολογία του Σάλιβαν και τα λεγόμενα «σημάδια δαγκώματος» στο σώμα της Σίνταλ, τα οποία πραγματογνώμονες συνέδεσαν με τα δόντια του κατηγορούμενου.
Την εποχή εκείνη η ανάλυση δαγκωμάτων παρουσιαζόταν ως «επιστημονικό» στοιχείο. Σήμερα, θεωρείται ευρέως αναξιόπιστη και έχει οδηγήσει σε σωρεία εσφαλμένων καταδικών διεθνώς. Παράλληλα, ενώ από το σώμα της Σίνταλ είχαν ληφθεί δείγματα σπέρματος, δεν έγινε κανένας έλεγχος DNA. Ή τεχνολογία δεν ήταν διαθέσιμη στις τοπικές αρχές στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Ο Σάλιβαν δήλωσε αθώος. Το δικαστήριο όμως τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη με ελάχιστο όριο τα 16 χρόνια. Ηταν 30 ετών όταν πέρασε την πύλη της φυλακής ως «φερόμενος ως σαδιστής δολοφόνος».
Ζώντας ως «Τέρας του Μπέρκενχεντ»
Ο τύπος και οι ταμπλόιντ δεν άργησαν να τον στιγματίσουν: «Beast of Birkenhead», «Wolfman», «Mersey Ripper». Στη Βρετανία, αυτά τα παρατσούκλια έγιναν σχεδόν συνώνυμα του ονόματός του. Η ταμπέλα «σεξουαλικός δολοφόνος» τον έκανε στόχο και μέσα στη φυλακή.
Ο ίδιος έχει περιγράψει επαναλαμβανόμενους ξυλοδαρμούς από συγκρατούμενους. Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει: «Αν “κάρφωνα” κάποιον, θα ήμουν τελειωμένος». Οι μόνοι άνθρωποι που πίστευαν ακλόνητα στην αθωότητά του ήταν οι γονείς του. Πέθαναν και οι δύο πριν δουν τον γιο τους να δικαιώνεται. Η μητέρα του, λίγο πριν πεθάνει, του ζήτησε – όπως έχει πει ο ίδιος – «να μην σταματήσει ποτέ να παλεύει την υπόθεση, γιατί δεν έκανε τίποτα λάθος».
Το πιο σκληρό χτύπημα; Δεν του επετράπη ούτε να πάει στην κηδεία της το 2013, επειδή ήταν στο ίδιο νεκροταφείο με τη Νταϊάν Σίνταλ.
Απορρίψεις, αδιέξοδα – και μετά το DNA
Ο Σάλιβαν δεν σταμάτησε ποτέ να δηλώνει αθώος. Η πρώτη του αίτηση στην Επιτροπή Επανεξέτασης Ποινικών Υποθέσεων (Criminal Cases Review Commission – CCRC) απορρίφθηκε το 2008. Η Επιτροπή έκρινε τότε ότι είναι απίθανο να βρεθεί αξιοποιήσιμο DNA στα παλιά δείγματα. Το 2019, μια απόπειρα να προσφύγει στο Εφετείο απέτυχε επίσης. Μόνο το 2021 η CCRC παραδέχθηκε ότι οι πρόοδοι στην ιατροδικαστική επιστήμη – ειδικά σε εξειδικευμένες τεχνικές Y-STR ανάλυσης DNA – καθιστούν πια ρεαλιστική μια νέα δοκιμή των δειγμάτων που είχαν ληφθεί από τη σκηνή του εγκλήματος.
Τα αποτελέσματα ήταν καταπέλτης. Το DNA που βρέθηκε στο σπέρμα δεν ανήκε στον Σάλιβαν. Ανήκε σε έναν «άγνωστο άνδρα 1», ο οποίος δεν ταυτιζόταν με μέλη της οικογένειας της Σίνταλ, ούτε με τον αρραβωνιαστικό τηςΤο 2023, η αστυνομία του Μερσεϊσάιντ άνοιξε ξανά την έρευνα, ενώ η CCRC παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο τον Οκτώβριο του 2024.
Στις 13 Μαΐου 2025, τρεις ανώτατοι δικαστές του Εφετείου στο Λονδίνο έκριναν ότι, αν το DNA ήταν διαθέσιμο το 1987, «το σύνολο των στοιχείων δεν θα επαρκούσε καν για άσκηση δίωξης». Η καταδίκη κηρύχθηκε «μη ασφαλής» και ο Σάλιβαν έγινε επιλέξιμος για άμεση αποφυλάκιση.
Το κυνήγι του άγνωστου «άνδρα 1»
Η υπόθεση της Νταϊάν Σίνταλ παραμένει, πρακτικά, ανεξιχνίαστη. Η αστυνομία – πλέον με τη συνδρομή της Εθνικής Υπηρεσίας Εγκλήματος (National Crime Agency) – προσπαθεί να βρει σε ποιον ανήκει το «άγνωστο» γενετικό προφίλ.
Μέχρι σήμερα έχουν ληφθεί εθελοντικά δείγματα DNA από περισσότερους από 260 άνδρες σε όλη τη χώρα – από το Μερσεϊσάιντ μέχρι το Σουόνσι, το Περθ, το Λονδίνο και το Νιούκαστλ – χωρίς αποτέλεσμα.
Στην Borough Road, μια λιτή αναμνηστική πλάκα θυμίζει ακόμα τη δολοφονημένη 21χρονη. Κάτοικοι και συγγενείς της αφήνουν λουλούδια, τέσσερις δεκαετίες μετά το έγκλημα που σόκαρε την περιοχή.
Ο Σάλιβαν λέει πως νιώθει ειλικρινή λύπη για την οικογένεια της Σίνταλ: «Ξεκινάνε πάλι από το μηδέν», τονίζει, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τι σημαίνει να περιμένεις δικαιοσύνη που δεν έρχεται.
«Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω» – αλλά πρέπει να αποδείξει ξανά την αθωότητά του
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Σάλιβαν προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που μοιάζει σχεδόν επιστημονική φαντασία σε σχέση με το 1986: smartphones, social media, αυτόνομα συστήματα, ένας ψηφιακός δημόσιος χώρος που δεν υπάρχει στην παραμικρή του μνήμη. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, δηλώνει ότι δεν αισθάνεται «θυμό», αλλά μιλά για ένα βάρος που δεν θα φύγει ποτέ: «Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω για ό,τι μου έκαναν. Εχασα τα πάντα. Θα κουβαλάω αυτό το βάρος μέχρι να πάρω μια συγγνώμη», λέει για την αστυνομία.
Η Μητροπολιτική Αστυνομία του Μερσεϊσάιντ έχει εκφράσει «λύπη» για το ότι αποδείχθηκε λανθασμένη η καταδίκη, ενώ η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα (IOPC) για διερεύνηση των καταγγελιών περί αστυνομικής βίας και εκβιασμού.
Παράλληλα, η κυβέρνηση βρίσκεται στο επίκεντρο κριτικής για το σύστημα αποζημιώσεων. Οπως και σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις – όπως εκείνη του Αντριου Μάλκινσον – ο Σάλιβαν θα χρειαστεί τώρα να αποδείξει εκ νέου, «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία», ότι είναι αθώος για να λάβει αποζημίωση, παρότι η καταδίκη του έχει ήδη ακυρωθεί. Ακόμη κι αν τα καταφέρει, το ανώτατο ποσό που μπορεί να λάβει για τα 38 χρόνια που πέρασε άδικα στη φυλακή είναι 1–1,3 εκατ. λίρες, περίπου 26–30 χιλιάδες λίρες για κάθε χρόνο πίσω από τα κάγκελα. Το πλαφόν αυτό έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από νομικούς και οργανώσεις δικαιωμάτων, που μιλούν για «λογιστική προσέγγιση» σε ανθρώπινες ζωές.
«Καμπανάκι» για ένα σύστημα που δεν θέλει να παραδέχεται τα λάθη του
Η βουλευτής των Εργατικών Κιμ Τζόνσον, πρόεδρος της διακομματικής κοινοβουλευτικής ομάδας για τις δικαστικές πλάνες, ζητά ανεξάρτητη έρευνα για την υπόθεση και «ριζική μεταρρύθμιση» της CCRC, επισημαίνοντας ότι η Επιτροπή χρειάστηκε χρόνια για να αναγνωρίσει πως τα αποδεικτικά στοιχεία άξιζαν νέα εξέταση.
Για οργανώσεις και νομικούς, ο Σάλιβαν είναι το πιο ακραίο – αλλά όχι μοναδικό – παράδειγμα ενός συστήματος που δυσκολεύεται να παραδεχθεί τα λάθη του. Η υπόθεση αυτή, λένε, αποδεικνύει πόσο εύκολα ένας ευάλωτος κατηγορούμενος μπορεί να «συναρμολογηθεί» σε τέρας από έναν συνδυασμό αστυνομικής πίεσης, επιστημονικών «μόδων» και δημοσιογραφικής πείνας για τίτλους.
Δύο οικογένειες, καμία πλήρης δικαίωση
«Δεν κερδίσαμε ούτε εμείς, ούτε η οικογένεια της Νταϊάν», είπε η αδελφή του Σάλιβαν, Κιμ Σμιθ, έξω από το δικαστήριο. «Εμείς χάσαμε τον Πίτερ για 39 χρόνια, εκείνοι έχασαν την κόρη τους για πάντα».
Αυτό είναι ίσως το πιο σκληρό συμπέρασμα της υπόθεσης: ένας αθώος πέρασε τη μισή του ζωή φυλακισμένος για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, ενώ ο πραγματικός δολοφόνος της Νταϊάν Σίνταλ παραμένει άγνωστος και ασύλληπτος. Πίσω από τις νομικές λεπτομέρειες και τα τεχνικά δελτία DNA, η ιστορία του Πίτερ Σάλιβαν είναι μια ιστορία για το πόσο καταστροφικό μπορεί να γίνει ένα σύστημα όταν βιάζεται να κλείσει έναν φάκελο – και πόσο δύσκολα διορθώνεται ένα λάθος, ακόμη κι όταν η αλήθεια, κυριολεκτικά, γράφεται πια στο DNA.