Ολέθριο λάθος, ικανό να επιταχύνει την πολιτική του πτώση, θεωρεί ο αρθρογράφος διεθνών θεμάτων του Guardian, Σάιμον Τίσνταλ, την απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να απορρίψει την αμερικανική πρόταση ειρηνευτικής συμφωνίας για την Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιλογή του Ρώσου προέδρου δεν αντανακλά αυτοπεποίθηση, αλλά μια επικίνδυνη αυταπάτη: ότι μπορεί να επιβάλει πλήρη νίκη σε έναν πόλεμο που έχει ήδη μετατραπεί σε οικονομικό, γεωπολιτικό και κοινωνικό βαρίδι για τη Ρωσία. Ο Τίσνταλ υποστηρίζει ότι η χώρα βυθίζεται σε παρατεταμένη κρίση και ότι, όσο ο Πούτιν επιμένει στη συνέχιση της σύγκρουσης, τόσο ενισχύονται οι δυνάμεις που μπορεί τελικά να οδηγήσουν στο τέλος της εποχής του.
Ο Σάιμον Τίσνταλ, χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα στο άρθρο γνώμης του, υποστηρίζει ότι «ο Βλαντίμιρ Πούτιν καταστρέφει συστηματικά τη χώρα του», καθώς ο πόλεμος που επέλεξε να διεξάγει στην Ουκρανία αποτελεί «οικονομική, χρηματοπιστωτική, γεωπολιτική και ανθρώπινη καταστροφή για τη Ρωσία», η οποία, όπως σημειώνει, επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα.
Στρέφει επίσης τα «βέλη» του προς τον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτηρίζει «εθνικό κίνδυνο». Όπως αναφέρει, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ προσέφερε στον Πούτιν «μια σανίδα σωτηρίας» την περασμένη εβδομάδα, την οποία όμως ο Ρώσος πρόεδρο απέρριψε. «Αυτοί οι δύο ανόητοι ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους», σχολιάζει ο Τίσνταλ.
Η αμερικανική πρόταση, όπως την περιγράφει, κάλυπτε τους βασικούς πολεμικούς στόχους της Ρωσίας: παραχώρηση μεγάλων τμημάτων ουκρανικού εδάφους, αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας του Κιέβου και έκθεση της Ουκρανίας σε μελλοντικούς κινδύνους. Μια τέτοια συμφωνία, αν επιβαλλόταν, θα δίχαζε τη Δύση, θα αποσταθεροποιούσε το ΝΑΤΟ και πιθανότατα θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Ζελένσκι. Ωστόσο, ο Πούτιν –«παγιδευμένος σε νεοϊμπεριαλιστικές φαντασιώσεις», όπως γράφει– την απέρριψε, επειδή θεωρεί ότι μπορεί να πετύχει ακόμη περισσότερα συνεχίζοντας τον πόλεμο.
Κατά τον Τίσνταλ, αυτή η πεποίθηση δεν εδράζεται στην πραγματικότητα. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της πλήρους εισβολής, ο ρωσικός στρατός παραμένει «κολλημένος στη λάσπη και τον πάγο του Ντονμπάς», ενώ στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση επιδεινώνεται. Τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο –έως και το 50% των κρατικών πόρων– έχουν μειωθεί κατά 27% σε ετήσια βάση, η ύφεση πλησιάζει, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 8% και τα επιτόκια ξεπερνούν το 16%. Το κρατικό επενδυτικό ταμείο έχει αποψιλωθεί κατά περισσότερο από το μισό, τα κρατικά μονοπώλια βυθίζονται στα χρέη, οι ξένες επενδύσεις έχουν καταρρεύσει και η τιμή βασικών εισαγόμενων αγαθών έχει εκτοξευθεί – μια συνολική εικόνα που ο Τίσνταλ χαρακτηρίζει «αποτέλεσμα του πολέμου του Πούτιν».
Η Ουκρανία έχει εντοπίσει ένα κρίσιμο αδύνατο σημείο της ρωσικής πολεμικής μηχανής: τα διυλιστήρια, τους ενεργειακούς αγωγούς και τον «σκιώδη στόλο» δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν παράνομα ρωσικό πετρέλαιο. Επιθέσεις με drone έχουν ήδη πλήξει πολλά τάνκερ και ενεργειακές εγκαταστάσεις, ενώ, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, ακόμη και η Κίνα και άλλοι ασιατικοί αγοραστές απομακρύνονται για να αποφύγουν τις δευτερεύουσες αμερικανικές κυρώσεις.
Παράλληλα, η γεωπολιτική επιρροή της Ρωσίας συρρικνώνεται. Απορροφημένη από τον πόλεμο, η Μόσχα παρακολούθησε ανήμπορη τη Συρία να αναζητά προσέγγιση με τη Δύση, το Ιράν να δέχεται επιθέσεις από ΗΠΑ και Ισραήλ, ενώ ακόμη και η Βενεζουέλα αναζητά μάταια ισχυρή ρωσική στήριξη. Την ίδια ώρα, η Κίνα αντιμετωπίζει πλέον τη Ρωσία ως υποδεέστερο εταίρο, ενώ η Ινδία περιορίζει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου υπό την πίεση των ΗΠΑ.
Ο μύθος ότι «η Ρωσία κερδίζει» στηρίζεται σε ελάχιστες, οριακές εδαφικές προόδους. Ο Τίσνταλ χαρακτηρίζει «παραληρηματικό» τον ισχυρισμό του συμβούλου του Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, ότι οι πρόσφατες κινήσεις στο μέτωπο ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική θέση της Μόσχας. Παρά τα πλεονεκτήματα σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό, ο Πούτιν απέτυχε να υποτάξει την Ουκρανία – μια αποτυχία που μετριέται, όπως επισημαίνει, με περισσότερους από 280.000 νεκρούς ή τραυματίες μόνο στους πρώτους οκτώ μήνες του 2025.
Ο Τίσνταλ διερωτάται πόσο ακόμη θα ανεχτεί ο ρωσικός λαός έναν ηγέτη που «δολοφονεί μαζικά» τους δικούς του στρατιώτες και απειλεί να επεκτείνει τον πόλεμο στην Ευρώπη. Αναφέρεται στα «χρήματα του αίματος» που προσφέρονται σε εθελοντές από φτωχές περιοχές, με μέσο προσδόκιμο επιβίωσης στο μέτωπο μόλις 12 ημέρες, σημειώνοντας πως οι αποζημιώσεις πλέον μειώνονται λόγω δημοσιονομικών περικοπών.
Μια πρόσφατη έκθεση του LSE με τίτλο «Against the Clock: Why Russia’s War Economy is Running Out of Time» δείχνει ότι, ενώ ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού έχει ευνοηθεί οικονομικά από τον πόλεμο, τα εισοδήματα της πλειονότητας των Ρώσων έχουν μειωθεί κατά 16% έως 42%, δημιουργώντας βαθιές κοινωνικές εντάσεις. Οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν ότι η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μπορεί να εντείνει τις διαμάχες μέσα στην ελίτ – μια δυναμική που θυμίζει την εξέγερση της Wagner το 2023.
Στην κατακλείδα του, ο Τίσνταλ χαρακτηρίζει «ανόητη» και «μονόπλευρη» τη στρατηγική του Πούτιν, η οποία, όπως υποστηρίζει, αποκαλύφθηκε πλήρως από το τελευταίο αποτυχημένο διαπραγματευτικό επεισόδιο με τις ΗΠΑ. Παράλληλα καταγγέλλει ότι η ανάμειξη του Τραμπ «παρατείνει τον πόλεμο» και καλεί την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ να αναλάβουν πιο αποφασιστικό ρόλο με ενισχυμένη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, αυστηρότερες κυρώσεις και χρήση κατασχεθέντων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Ο αρθρογράφος καταλήγει ότι, παρότι η Ρωσία ως κράτος δεν πρόκειται να καταρρεύσει, ο Πούτιν «χάνει και όχι κερδίζει» – και ότι, όπως συνέβη με τους τσάρους και τα αυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος, η ίδια η ρωσική κοινωνία ενδέχεται αργά ή γρήγορα να τον «καταβροχθίσει και να τον αποβάλει».