Οι ανησυχίες σχετικά με την εξάρτηση της Ευρώπης από τη στρατιωτικο-βιομηχανική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν ενταθεί, καθώς η κατάσταση ασφάλειας στην ήπειρο επιδεινώνεται και οι διατλαντικές σχέσεις φθίνουν. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με μελέτη του ινστιτούτου Bruegel που δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου, οι ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικών όπλων έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ ύψους 76 δισ. δολαρίων το 2024.
Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έρευνας, Χουάν Μεχίνο-Λόπεθ και Γκούντραμ Βολφ, οι οποίοι ανέλυσαν 1.179 ειδοποιήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος Foreign Military Sales (FMS – Πρόγραμμα Ξένων Στρατιωτικών Πωλήσεων) των ΗΠΑ από το 2008, την τελευταία τετραετία η Ευρώπη έχει αυξήσει σημαντικά τις αγορές της από τη βιομηχανική βάση άμυνας των ΗΠΑ, εμβαθύνοντας έτσι την εξάρτησή της από τον αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Η έκθεση καταγράφει ότι, από το 2022 έως το 2024, οι ευρωπαϊκές χώρες αγόρασαν μέσω FMS περισσότερο από το 50% του συνολικού εξοπλισμού τους, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από την προηγούμενη τριετία. Η αύξηση αποδίδεται στις ανάγκες ανασυγκρότησης των στρατών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και στη δυσκολία των ευρωπαϊκών βιομηχανιών να ανταποκριθούν στην αιφνίδια έκρηξη ζήτησης.
Η Ελλάδα από τους καλύτερους πελάτες
Μεταξύ των χωρών που αύξησαν περισσότερο τις αγορές τους μέσω του προγράμματος FMS συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, με ειδοποιήσεις συνολικής αξίας 16 δισ. δολαρίων από το 2020. Οι συμφωνίες αφορούν, σύμφωνα με τη μελέτη, την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-35 Joint Strike Fighter (περίπου 9 δισ. δολάρια) και πολεμικών πλοίων τύπου Multi-Mission Surface Combatant (MMSC) (περίπου 7 δισ. δολάρια). Η Ελλάδα κατατάσσεται έτσι μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων ευρωπαίων αγοραστών αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.

Το διάγραμμα (Figure 3) δείχνει ότι οι μεγάλες αγορές μέσω του προγράμματος FMS (Foreign Military Sales – Πρόγραμμα Ξένων Στρατιωτικών Πωλήσεων) δεν περιορίστηκαν σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης αλλά επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την ήπειρο. Οι αγορές μαχητικών F-35 είχαν ξεκινήσει ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ως μέρος του εκσυγχρονισμού των ευρωπαϊκών αεροποριών. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η οποία εμφανίζεται με σημαντική αύξηση το 2024, οι ειδοποιήσεις αφορούν συνολικά 16 δισ. δολάρια – περίπου 9 δισ. για F-35 Joint Strike Fighter και 7 δισ. για πλοία τύπου Multi-Mission Surface Combatant (MMSC) – τοποθετώντας τη χώρα μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων ευρωπαίων αγοραστών αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.

Οι ΗΠΑ έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ
Η εξάρτηση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στον τομέα του υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμού, όπως η αντιαεροπορική άμυνα, οι πύραυλοι και τα μαχητικά αεροσκάφη, καθώς και για τον πρόσθετο εξοπλισμό και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στις αγορές — όπως το προηγμένο λογισμικό, η συντήρηση, η εκπαίδευση και ο εκσυγχρονισμός που θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια.
«Αυτή η στρατηγική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και όταν οι σχετικοί κίνδυνοι είναι χαμηλοί, παρέχει στις ΗΠΑ σημαντική διαπραγματευτική ισχύ έναντι της Ευρώπης, η οποία μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί σε άλλους τομείς πολιτικής, όπως το εμπόριο», σημειώνουν οι συγγραφείς. Προσθέτουν δε4 ότι η αμερικανική στρατιωτικο-βιομηχανική βάση αντιμετωπίζει τους δικούς της περιορισμούς, και οι παρούσες ή μελλοντικές αμερικανικές κυβερνήσεις ενδέχεται να δώσουν προτεραιότητα στις παραδόσεις προς την Ασία, όπου εντείνεται ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα.
Αλλαγή πορείας για να μην χάσει η Ευρώπη την αυτονομία της
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια «φάση εξάρτησης από κρίσιμες τεχνολογίες» – από τα F-35 και τους πυραύλους Patriot έως τα λογισμικά συστημάτων διοίκησης και επικοινωνιών (command, control and communications systems). Αυτά τα στοιχεία αποτελούν σήμερα τη ραχοκοκαλιά των στρατιωτικών δυνατοτήτων πολλών χωρών της ΕΕ.
Ως απάντηση, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να αξιολογήσουν την έκταση αυτής της εξάρτησης και να αναπτύξουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική μείωσης των κινδύνων.
«Σε μια περίοδο αυξανόμενων αμυντικών προϋπολογισμών, είναι κρίσιμο η ευρωπαϊκή παραγωγή βασικών οπλικών συστημάτων να αυξηθεί ταχύτερα από τη ζήτηση, ώστε η εξάρτηση από τη βιομηχανική βάση άμυνας των ΗΠΑ να μειωθεί σταδιακά», αναφέρουν.
Οι συγγραφείς προτείνουν την επανεξέταση όλων των τεχνολογικών εξαρτήσεων, ακόμη και για προμήθειες που απευθύνονται σε εθνικούς παραγωγούς, καθώς και προγραμματισμένη αναβάθμιση της ευρωπαϊκής τεχνολογικής βάσης χωρίς αύξηση εξωτερικής εξάρτησης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συνεργασία με την Ουκρανία – τόσο για μεταφορά τεχνογνωσίας όσο και για κοινή παραγωγή – ως βήμα προς τη δημιουργία μιας ισχυρότερης περιφερειακής αμυντικής βιομηχανίας. Οι ερευνητές προτείνουν επίσης τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος που θα ορίζει τον ρυθμό μείωσης συγκεκριμένων εξαρτήσεων, ιδίως για κρίσιμα συστήματα.
Παράλληλα, τονίζουν την ανάγκη η Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από δομικά στρατηγικά συστήματα που παρέχονται από τις ΗΠΑ, όπως τα δίκτυα διοίκησης, ελέγχου και επικοινωνιών, τα οποία αποτελούν θεμέλιο της επιχειρησιακής ικανότητας του ΝΑΤΟ.
Δεδομένων των διαφορών στις στρατηγικές κουλτούρες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η οικοδόμηση συναίνεσης χαρακτηρίζεται υψίστης σημασίας. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, σημειώνεται, πρέπει να αποκτήσουν μέγεθος και κλίμακα που είναι εφικτά μόνο μέσα σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η αποτυχία υλοποίησης μιας τέτοιας στρατηγικής, προειδοποιούν οι συγγραφείς, «ενέχει τον κίνδυνο η Ευρώπη να χάσει την ελευθερία και την αυτονομία της».
Προκλήσεις
Σημειώνεται ότι ήδη, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρχίσει να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση με πρωτοβουλίες όπως το SAFE (Strengthening the European Defence Industry through common Procurement Act) και το EDIRPA, που στοχεύουν στη δημιουργία κοινών μηχανισμών προμηθειών και στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Μέσω αυτών, η ΕΕ επιχειρεί να συντονίσει τις ανάγκες των κρατών-μελών, να ενθαρρύνει τη συμπαραγωγή και να μειώσει την εξάρτηση από εξωευρωπαϊκούς προμηθευτές.
Ωστόσο, όπως υπονοεί το Bruegel, η επιτυχία τέτοιων προσπαθειών προϋποθέτει πολιτική συνεννόηση και πραγματικό συντονισμό ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Μια ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς κοινό όραμα, χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα και χωρίς έλεγχο της κλίμακας των δαπανών. Αντί για μια διαρκή «οικονομία άμυνας», η Ευρώπη χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση, που θα συνδυάζει ασφάλεια, βιομηχανική ανάπτυξη και τεχνολογική αυτονομία, ώστε να προστατεύσει την ασφάλειά της χωρίς να υπονομεύσει τη δημοκρατική και οικονομική της ισορροπία.
Πηγή: bruegel.org