Οι Ουκρανοί είναι μόνοι – η Ευρώπη πρέπει να σταθεί δίπλα τους
Με το βλέμμα στην Ουκρανία η σημερινή συνεδρίαση των υπουργών Άμυνας της ΕΕ η οποία πραγματοποιείται λίγες ώρες μετά κρίσιμες συνομιλίες μεταξύ της ουκρανικής αντιπροσωπείας και των ανθρώπων του Ντόναλντ Τραμπ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και όπως φαίνεται δεν είναι μόνο η γεωγραφική απόσταση που χωρίζει ΕΕ και ΗΠΑ διαφέρουν και οι προσεγγίσεις ως προς τον δρόμο προς την ειρήνη ακόμη κι αν ο στόχος παραμένει κοινός.
Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ Κάγια Κάλας η οποία προσερχόμενη σήμερα στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για την Άμυνα, έκανε λόγο για «μια κρίσιμη, διπλωματικά, εβδομάδα» και παρότι Αμερικανοί αξιωματούχοι έκαναν λόγο για «δύσκολες αλλά παραγωγικές» συνομιλίες στη Φλόριντα, η ίδια επανέλαβε ότι «η Ρωσία δεν θέλει ειρήνη». Υπογράμμισε δε ότι η ουκρανική θέση μπορεί να ενισχυθεί μόνο με μεγαλύτερη πίεση στη Μόσχα και με συνεχή στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική στήριξη.
Στο ίδιο πνεύμα, η Κάλας επανέφερε και το θέμα των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών κεφαλαίων, τονίζοντας ότι παρά τις ενστάσεις ορισμένων κρατών-μελών, με το Βέλγιο στο επίκεντρο, η συζήτηση προχωρά.
«Κανείς δεν πρόκειται να φύγει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου χωρίς απόφαση για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας», ανέφερε χαρακτηριστικά, με το βλέμμα στραμμένο στη σύνοδο κορυφής της 18ης και 19ης Δεκεμβρίου, όπου αναμένεται να κριθούν πολλά τόσο για την ευρωπαϊκή στήριξη στο Κίεβο όσο και για τον συνολικό ρόλο της Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις.
Για τη σημερινή συνεδρίαση, η Κάγια Κάλας έθεσε δύο βασικά θέματα στο επίκεντρο: την ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας και την ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της άμυνας έως το 2030, όπως προβλέπει ο ευρωπαϊκός οδικός χάρτης.
Αναφερόμενη στις συνεχιζόμενες συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου, η Ύπατη Εκπρόσωπος επισήμανε ότι «ακούσαμε χθες από την αμερικανική πλευρά πως οι συζητήσεις είναι δύσκολες αλλά παραγωγικές», προσθέτοντας ότι η έκβαση παραμένει αβέβαιη. Η ίδια αναμένεται να έχει διμερείς επαφές με τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας της Ουκρανίας, προκειμένου να ενημερωθεί και να διαμορφώσει κοινή γραμμή με τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Ερωτηθείσα για το επίπεδο εμπιστοσύνης της προς την αμερικανική προσέγγιση, απάντησε:
«Οι Ουκρανοί είναι εκεί μόνοι τους. Αν ήταν μαζί με τους Ευρωπαίους, θα ήταν σίγουρα πολύ πιο δυνατοί. Αλλά εμπιστεύομαι ότι οι Ουκρανοί υπερασπίζονται τον εαυτό τους».
Με τον τρόπο αυτό άφησε να εννοηθεί ότι η ΕΕ οφείλει να έχει πιο ενεργό και συνεκτικό ρόλο στη διαπραγματευτική διαδικασία.
Παράλληλα, τόνισε ότι η ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία πρέπει να ενισχυθεί από δύο κατευθύνσεις, πρώτον με μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων νέων κυρώσεων, και δεύτερον με συνεχή στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, «ώστε η Ουκρανία να αντέξει και να υπερισχύσει».
Ιδιαίτερη συζήτηση προκάλεσε και η αναφορά της Κάλας στη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ως χρηματοδοτικού εργαλείου για την Ουκρανία. Αν και αναγνώρισε ότι «το Βέλγιο έχει θεμιτές ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους», υπογράμμισε ότι «όλα τα άλλα κράτη-μέλη έχουν δηλώσει ότι είναι πρόθυμα να μοιραστούν αυτούς τους κινδύνους». Κατά την ίδια, το μήνυμα πρέπει να είναι σαφές: η ΕΕ δεν μπορεί να εισέλθει στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου χωρίς συμφωνία για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας.
Τέλος, αναφερόμενη στη συζήτηση και δηλώσεις της προ ημερών, περί ενδεχόμενης μείωσης του ρωσικού στρατού στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ειρηνευτικής συμφωνίας, η Κάλας υπήρξε κατηγορηματική: «Αν πρόκειται να υπάρξει πίεση στον ουκρανικό στρατό, που δεν έχει εισβάλει σε κανέναν, τότε θα πρέπει επίσης να υπάρξει πίεση και στον ρωσικό στρατό. Ο ρωσικός στρατός αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά για όλες τις γειτονικές χώρες της Ρωσίας».
Με όλες αυτές τις παρεμβάσεις, η Κάλας επιχειρεί να τοποθετήσει την ΕΕ στο κέντρο των εξελίξεων ενόψει της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της 18ης και πιθανά της 19ης Δεκεμβρίου, όπου αναμένεται να καθοριστούν οι χρηματοδοτικές, πολιτικές και στρατηγικές επιλογές της Ένωσης για τον πόλεμο και την ευρωπαϊκή άμυνα.
Η εικόνα που διαμορφώνεται σήμερα στις Βρυξέλλες αναδεικνύει ένα βαθύτερο ζήτημα, την απόκλιση μεταξύ της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας για «στρατηγική αυτονομία» και της πραγματικής της ικανότητας να επηρεάσει κρίσιμες διεθνείς εξελίξεις. Οι συνομιλίες στη Φλόριντα, στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει θεσμικό ρόλο, αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρότι η Ένωση έχει επενδύσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην ουκρανική υπόθεση, δεν συμμετέχει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όπου ενδεχομένως θα καθοριστούν τα όρια και οι προϋποθέσεις μιας παύσης των εχθροπραξιών.
Όσο και εάν είναι δυσάρεστο να το παραδεχθεί κανείς οι αποφάσεις που θα ορίσουν το μέλλον της Ουκρανίας διαμορφώνονται εν πολλοίς κυρίως έξω από την ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής. Το αποτέλεσμα είναι μια αίσθηση πολιτικής αποξένωσης, η οποία γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν αμερικανικά σήματα «προόδου» στις συζητήσεις έρχονται σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές εκτιμήσεις περί αδιάλλακτης ρωσικής στάσης όπως τις εκφράζει σήμερα η Κάλας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η συζήτηση για τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία αποκτά στρατηγική σημασία πολύ πέρα από τον στενό χρηματοδοτικό της χαρακτήρα δεδομένου ότι και οι ΗΠΑ θέλουν να αξιοποιήσουν τα χρήματα, άρα η ΕΕ θα πρέπει να βιαστεί για να μην μείνει εκτός και σε αυτόν τον τομέα.
Ετσι όλες οι προετοιμασίες για τη Σύνοδο Κορυφής της 18ης και πιθανά 19ης Δεκεμβρίου θα είναι κρίσιμη όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για την απάντηση στο ερώτημα για το εάν μπορεί η Ευρώπη να επηρεάσει την πορεία ενός πολέμου που καθορίζει τη δική της ασφάλεια;