Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την ηγεσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, φέρονται να επιδιώκουν να πείσουν τέσσερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποχωρήσουν από την ΕΕ, σύμφωνα με διαρροή πληρέστερης εκδοχής της αμερικανικής Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας που επικαλείται ο εξειδικευμένος ιστότοπος άμυνας Defense One.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, το αδημοσίευτο κείμενο της στρατηγικής προτείνει οι ΗΠΑ να «εντείνουν τη συνεργασία» τους με την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και την Πολωνία, με στόχο την απομάκρυνσή τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, γίνεται λόγος για στήριξη πολιτικών κομμάτων και κινημάτων που προτάσσουν την εθνική κυριαρχία και την επιστροφή στις «παραδοσιακές ευρωπαϊκές αξίες», υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν φιλοαμερικανικά.
Τις ίδιες πληροφορίες μετέφεραν και άλλα διεθνή και βελγικά μέσα ενημέρωσης, σημειώνοντας ότι η φερόμενη αυτή στρατηγική εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή συνοχή, στοχεύοντας κράτη με ισχυρές ευρωσκεπτικιστικές τάσεις και κυβερνήσεις που διατηρούν τεταμένες σχέσεις με τις Βρυξέλλες.
Ο Λευκός Οίκος διέψευσε την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης εκδοχής της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας πέραν αυτής που δημοσιεύτηκε επισήμως, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει «εναλλακτικό, ιδιωτικό ή διαβαθμισμένο» έγγραφο. Η διάψευση αυτή καλύπτει και τις αναφορές περί στοχευμένης προσέγγισης τεσσάρων κρατών-μελών της ΕΕ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από αναλύσεις των Financial Times, η σημασία των αποκαλύψεων δεν περιορίζεται στη γνησιότητα της διαρροής, αλλά στο κατά πόσο αυτή αποτυπώνει τη συνολική κατεύθυνση της πολιτικής Τραμπ απέναντι στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση των Financial Times, η νέα αμερικανική στρατηγική αντιμετωπίζει πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως φυσικό σύμμαχο, αλλά ως απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Το επίσημο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας μιλά για «πολιτισμική εξαΰλωση» της Ευρώπης και αναθέτει στις ΗΠΑ αποστολή «καλλιέργειας αντίστασης» απέναντι στην ευρωπαϊκή πολιτική πορεία, διατύπωση που, όπως σημειώνει η εφημερίδα, συνιστά ρήξη με τη μεταπολεμική λογική της διατλαντικής σχέσης.
Η βρετανική εφημερίδα υπογραμμίζει ότι, αντίθετα με την εικόνα του απρόβλεπτου και παρορμητικού ηγέτη, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται «αξιοσημείωτα συνεπής» (remarkably consistent) στις θέσεις του για την Ευρώπη, την Ουκρανία και τη Ρωσία. Κατά την εφημερίδα, η ευρωπαϊκή τάση να αποδίδονται οι κινήσεις του Τραμπ σε ιδιοτροπία ή χάος είναι καθησυχαστική αλλά λανθασμένη. Η στάση του απέναντι στην Ουκρανία παραμένει σταθερή, καθώς η ουκρανική αντίσταση θεωρείται εμπόδιο στην εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας και στις επιχειρηματικές ευκαιρίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτήν.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ανάλυση της Ναταλί Τοτσί, διευθύντριας του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, σε άρθρο της που φιλοξένησαν οι FT «Η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη έχει τελειώσει. Στη θέση της έρχεται η επιβίωση του ισχυρότερου. Αντί για τον παλιομοδίτικο ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, ο Τραμπ επιδιώκει μια αυτοκρατορική συμπαιγνία με τη Ρωσία και την Κίνα. Ο υπόλοιπος κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, βρίσκεται στο μενού της αποικιοκρατίας», γράφει.
Στο διαρρεύσαν κείμενο, σύμφωνα με το Defense One, περιλαμβάνεται και πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου κλειστού φόρουμ μεγάλων δυνάμεων, του λεγόμενου C5 («Core Five»), στο οποίο θα συμμετέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Ρωσία. Το σχήμα αυτό φέρεται να σχεδιάζεται ως εναλλακτικό κέντρο λήψης αποφάσεων, με τακτικές συνόδους κορυφής και θεματική ατζέντα, όπως η ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, παρακάμπτοντας στην πράξη το G7 και αφήνοντας την Ευρώπη εκτός του στενού πυρήνα ισχύος.
Βάσει της ανάλυσης στο βρετανικό μέσο μια τέτοια προσέγγιση συνάδει με τη γενικότερη στροφή προς έναν κόσμο μεγάλων δυνάμεων, όπου η συνεργασία βασίζεται λιγότερο σε κοινές αξίες και περισσότερο σε συναλλαγές ισχύος.
Η ίδια πηγή εντοπίζει συγκεκριμένα σημεία ανάφλεξης που απειλούν να οδηγήσουν τις σχέσεις Ευρώπης και ΗΠΑ σε ανοιχτή ρήξη. Το πρώτο αφορά τη σύγκρουση για τη ρύθμιση και την αντιμονοπωλιακή εποπτεία των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας. Η κυβέρνηση Τραμπ, σημειώνει η εφημερίδα, έχει ευθυγραμμιστεί με ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους της Silicon Valley, για τους οποίους η ΕΕ αποτελεί βασικό ρυθμιστικό αντίπαλο. Η Ευρώπη μπορεί να καθυστερήσει ή να «μαλακώσει» την εφαρμογή των κανόνων, αλλά όχι επ’ αόριστον χωρίς να υπονομεύσει τη θεσμική της αξιοπιστία.
Το δεύτερο σημείο ανάφλεξης αφορά την αμερικανική παρέμβαση στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις της Ευρώπης, μέσω στήριξης αντι-ΕΕ και ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων. Ο Ιδεολογικός αυτός διχασμός ενδέχεται να αποδειχθεί εξίσου επικίνδυνος με τις διαφωνίες στον τομέα της ασφάλειας.
Το τρίτο και πιο σοβαρό σημείο ανάφλεξης είναι η Ουκρανία. Η έννοια της «στρατηγικής σταθεροποίησης» με τη Ρωσία, την οποία οι FT χαρακτηρίζουν κεντρικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής, συνεπάγεται πιέσεις προς το Κίεβο για αποδοχή εδαφικών παραχωρήσεων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προειδοποιεί η εφημερίδα, θα αποσταθεροποιούσε όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά και την ευρωπαϊκή ασφάλεια συνολικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως καταλήγουν οι Financial Times, οι αποκαλύψεις για στοχευμένη προσέγγιση τεσσάρων κρατών-μελών της ΕΕ δεν αποτελούν απλώς μια περιφερειακή λεπτομέρεια. Εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική αναθεώρησης της διατλαντικής σχέσης, η οποία δεν αμφισβητεί μόνο τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κόσμο, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά της ως ενιαίου πολιτικού εγχειρήματος.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει πως η Ρωσία διεξάγει έναν εκτεταμένο υβριδικό πόλεμο εντός της Ευρώπης. Ευρωπαϊκοί θεσμοί και αξιωματούχοι έχουν επισημάνει ότι η Μόσχα αξιοποιεί δίκτυα επιρροής που εκτείνονται από πολιτικά κόμματα και δεξαμενές σκέψης μέχρι ακαδημαϊκούς κύκλους, μέσα ενημέρωσης και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, με στόχο τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την πρόκληση κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας.
Οι επιχειρήσεις αυτές δεν βασίζονται μόνο στην παραπληροφόρηση, αλλά στην εκμετάλλευση υπαρκτών ρωγμών, κοινωνικών ανισοτήτων, μεταναστευτικών πιέσεων, πολιτικής κόπωσης και κρίσεων εμπιστοσύνης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η διάκριση ανάμεσα σε εξωτερική υπονόμευση και εσωτερική αποδόμηση γίνεται όλο και πιο θολή. Η Ευρώπη μπορεί να γνωρίζει ποιος είναι ο στρατηγικός της αντίπαλος. Όταν όμως οι πιέσεις προέρχονται ταυτόχρονα από έξω και από μέσα, όταν η αποσταθεροποίηση εμφανίζεται ως «πολιτική επιλογή» ή «ιδεολογική διαφωνία», τότε το πρόβλημα παύει να είναι μόνο γεωπολιτικό.
Το κρίσιμο ερώτημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον ή τη Μόσχα. Είναι αν μπορεί να επανασυνδεθεί με τις αγωνίες των πολιτών της, μέρος των οποίων απομακρύνθηκε από το ευρωπαϊκό εγχείρημα, αντιλαμβανόμενο τις ευρωπαϊκές πολιτικές ως προϊόν μιας στενής ελίτ συμφερόντων και αξιακών επιλογών. Καθίσταται καθοριστικής σημασίας η ικανότητά της να ανακτήσει την πολιτική και κοινωνική εμπιστοσύνη που απαιτείται για να διατηρήσει τη συνοχή της και να αναπτύξει τη στρατηγική της πυξίδα σε έναν κόσμο όπου οι γραμμές μεταξύ συμμάχων, αντιπάλων γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες. Πρόκειται για ένα διακύβευμα που πλέον αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ύπαρξης.