Τα Σύμβολα στις στροφές του Μίκη
.
.
.

Μόνο τα φτερωτά δίκυκλα περνούσαν από τη στροφή του Μίκη δίχως να σταματήσουν. Η αιφνίδια στενότης του δρόμου ανέκοπτε την κανονικότητα της πορείας ως να σε παρότρυνε να σκεφθείς, κάτι ασυνήθιστο σε μεγάλες λεωφόρους. Οι διαφωνίες εντάθηκαν στην παρέα με τα ποδήλατα αν θα υποστούν την αναγκαστική διάβαση της στενωπού ή θα ακολουθήσουν παρακαμπτήρια οδό για τον προορισμό τους.

Ωστόσο, η οπισθοδρόμηση δεν άρμοζε στην περίσταση και το χρέος στην Ιστορία της Αντίστασης τους έσπρωχνε να διαβούν το δρόμο του Μίκη. Καθώς ποδηλατούσαν στο στενό πέρασμα συνάντησαν κατά πρόσωπο το ‘’Χρέος’’. ( Μίκης Θεοδωράκης, Το Χρέος, Η αντίσταση- Η ανάλυση- Η δημιουργία, τόμοι 3, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Μάρτιος 2011).

Για τη διέλευση χρειάστηκαν ορθοπεταλιά παρά τη φαινομενική ομαλότητα της οδού Αύρας.

Διαδρομή στενάχωρη για τη ψυχή, ανάμεσα από υψωμένες μάντρες και σημαίες. Κάθε δέκα μέτρα και μιά ελληνική σημαία.

.
.
.

Υπερβολή ή παραβολή; Μάταια αναζήτησαν κάπου και εκείνη την Κόκκινη Σημαία, κάτω απ` την οποία στρατεύτηκε και αγωνίστηκε ο Μίκης κατά του φασισμού και αποτέλεσε την ιερότερη περίοδο της ζωής του, όπως ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του :

″Ως νέος κομμουνιστής είχα την τιμή να παλέψω μέσα απ′ τις γραμμές του ΕΑΜ για την κατάκτηση της Ελευθερίας. Αργότερα, την εποχή της Χούντας, μέσα από το Πατριωτικό Μέτωπο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας’’. Εφημερίδα ‘’Τα Νέα’’ (26/8/2017).

Υπό την σκέπη των σημαιών, σκεπτικοί και αμίλητοι, διέσχισαν τη στροφή του Μίκη, νιώθοντας ανακούφιση στο ξέφωτο από το φρέσκο της θάλασσας. Και ενώ ο προορισμός τους ήταν κοντινός, η ένταση του σκηνικού έδωσε το έναυσμα να πάνε μακρύτερα , πίσω στον χρόνο.

Άραξαν τα ποδήλατα και στρώθηκαν στα βότσαλα για να ξαποστάσουν πριν από το μεγάλο ταξίδι.

Στην άκρια της θάλασσας, εκεί μπροστά στο σπίτι του Μίκη, στο Βραχάτι. Στα όρια. Με το βλέμμα μιά να χωρεί τον Κορινθιακό και μιά να θωρεί την πετρόκτιστη λιτή σοφίτα, ανεμπόδιστη στη θέαση του Ηραίου. Απέναντι, στο Φανάρι.

Από ανάγκη το βλέμμα αναζήτησε τριγύρω την ‘’Μαργαρίτα’’. Η βάρκα που έλειπε χρόνια τώρα, εμφανίστηκε αναποδογυρισμένη στην άμμο, ανηολόγητη και έτοιμη για το ταξίδι στο Μύθο, καθώς οι γρίλιες έτριξαν στο παράθυρο της σοφίτας αφήνοντας το φως του ήλιου και του χρόνου να μπει.

(Ο ήλιος κι ο χρόνος, 1975). Ο κύκλος της ζωής και του θανάτου.

Σε εποχές κρίσης και αδράνειας, μαυρίλας και αβεβαιότητας, επιστρατεύονται οι άνθρωποι και τα σύμβολα. Ξετρυπώνονται οι θαμμένες αξίες. Αναζητούνται η σιγουριά και η ασφάλεια.

Γενική ασφάλεια. Αύγουστος του 1967. Ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται. Ο Μίκης κρατούμενος της παράνοιας των συνταγματαρχών. Ο Μίκης κρατούμενος σε παράνοια γράφει και μελοποιεί τον εγκλεισμό και την απειλή του θανάτου. Στέκει ολόρθος, φτερωμένος, έτοιμος να πετάξει από το στενό κελί της οδού Μπουμπουλίνας, παρά τις βασάνους και τον εξευτελισμό της ζωής, με τ` αυτιά του τεντωμένα στις κραυγές του μαρτυρίου των συντρόφων του.

Οι κεραίες του ανοιχτές και πέρα από τα σύνορα θα πιάσουν την ενέδρα του Rio Grande στο Vado del Yeso. Οι σύντροφοι που χάνονται σε διπλανά κελιά, οι συντρόφισσες που πέφτουν στη Βολιβία. Ο Μίκης αντιστέκεται, ξεδιπλώνει τα λάβαρα και τα σύμβολα στο κελί της απομόνωσης την ώρα που πέφτει νεκρή η Τάνια, η αντάρτισσα, (Tamara Bunke Bider, 19/11/1937 - 31/8/1967) συντρόφισσα του Τσε.

Ετούτη την ώρα ποθεί να ξεδιπλώσει τις σημαίες των αγωνιστών όλου του κόσμου.

Στη ψυχή του αντάρα.

‘’Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες

πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές...

ποτέ δεν θα γνωρίσω τη μιά σημαία, τη μοναδική εσένα Τάνια’’.

Ένα χρόνο μετά στο Βραχάτι (Μάρτης- Αύγουστος του 1968) ευρισκόμενος υπό περιορισμό συνθέτει απνευστί την ‘’Κατάσταση πολιορκίας’’( Μίκης Θεοδωράκης- Ρένα Χατζηδάκη).

Ο Κορινθιακός δονείται υπό τους ήχους του Μίκη. Πελώρια κύματα σηκώνονται στο άκουσμα:

‘’Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει να πλαγιάσει / τα παλληκάρια βγαίνουνε έξω από τις κρυψώνες./ Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη / Ελευθερία ή θάνατος το λάβαρό μας γράφει’’.

Μελωδίες που κλονίζουν το ‘’σύστημα’’ και προκαλούν ρήγματα ελευθερίας. Στην επάνοδο του φασισμού, ο Μίκης, ορμητικός και χειμαρρώδης θ` αποφασίσει γράφοντας ‘’Ελευθερία ή θάνατος’’ να υψώσει ξανά τη σημαία της εξέγερσης ενάντια στη δικτατορία, ενθυμούμενος ένα άλλο λάβαρο αγώνα, εκείνη την Κόκκινη Σημαία που πολέμησε τους Ναζί. Όλη του η ζωή φυλακίσεις και εξορίες. Διαρκής σύγκρουση για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σοσιαλισμό.

Αργότερα, στο ξεψύχισμα της χούντας, στη ‘’Νεκρή Εποχή’’(1973), πορεύεται μέσα κι έξω από το πλήθος, γράφει και αγωνιά για τους ανθρώπους και τα σύμβολα.

‘’Τις σημαίες, τις σημαίες ποιοι βαστούν τις σημαίες / τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα / τα πολύχρωμα πλακάτ / με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά τις λέξεις μπουρλότα.’’

Μπουρλότα οι στίχοι του ανάβουν φωτιές. Μακρύς ο δρόμος του αγώνα, μακρύς κι ο δρόμος για τη λευτεριά.

Σε μιά καθοριστική καμπή της ιστορίας, η παρέμβαση του ‘’Επιβάτη’’(1981), θα σταθεί στοχαστικά στην εξέλιξη των ανθρώπων και των συμβόλων, από τον εμφύλιο μέχρι την ‘’αποκατάσταση’’ της δημοκρατίας. Ο δίσκος ‘’Επιβάτης’’ αν και παραθεωρείται ή αποσιωπάται αποδεικνύεται προφητικός για την εξέλιξη της ‘’μικρομεσαίας δημοκρατίας’’ στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης.

‘’Με σημαία και περίστροφο θαμμένα στο συρτάρι/ πήρες δρόμο αντίστροφο απ` ό,τι έχω πάρει/…

Με καινούριο τώρα επίθετο/ και άλλη ενδυμασία/ πήρες ένα δρόμο αντίθετο/ και είσαι εξουσία.’’ (‘’Αφιέρωμα’’, από τον δίσκο ‘’Επιβάτης’’).

Ο Επιβάτης, η κριτική συνείδηση της ‘’Αλλαγής’’ (1981) παρακολουθεί τα πολιτικά δρώμενα όπου τα όπλα και τα σύμβολα ‘’αναγνωρίζονται’’ αλλά και ταυτόχρονα καταχωνιάζονται στο μπαούλο της ιστορίας. Η Αντίσταση εθνικοποιείται και απωθείται ως ηρωική ανάμνηση. Οι ιδέες και οι αξίες της Αντίστασης κάνουν τόπο στον ‘’εκσυγχρονισμό’’ και την ‘’ανάπτυξη’’.

Τα σύμβολα, εκτίθενται στη φθορά του χρόνου.

‘’ Τα πέδιλα στην άμμο, φωνές κρέμα νιβέα / ιππόκαμπος, πασιέντσες, νεσκαφέ / σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν / σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν ’’.

(‘’Η οδοντοστοιχία του ήλιου’’, 1974. Από τον δίσκο ‘’Ο Ήλιος και ο Χρόνος’’)

Και τώρα τί κάνουμε; Συλλογίστηκαν οι ποδηλάτες της σκέψης.

.
.
.

Αυτές οι σημαίες που κυματίζουν στη στροφή του Μίκη.

Μην είναι ανεμοδούρα για τα μελλούμενα;

Ή μήπως είναι η αγωνία του Επιβάτη που ξαρμάτωτος προτάσσει τη φιλοπατρία του;

Μην είναι η αντίδραση μιάς προδομένης γενιάς από τα ίδια της τα σπλάχνα και ο φόβος από την απειλή των βαρβάρων;

Κι αν είναι ένδειξη αποστροφής πριν από το τέλος της ιστορίας;

Ή μήπως είναι αντίσταση στην ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης;

Και ενώ τα ερωτήματα πυροδότησαν την κουβέντα…

Ωραία εφύσηξε ο μπάτης και δρόσισε τη σκέψη ενώ η ψυχή νοτίστηκε από τις νότες του Μίκη.

Ένα Ασίκικο πουλάκι, από το ψηλότερο δένδρο που ακουμπούσε στη σοφίτα του Μίκη φανέρωσε την αλήθεια και οδήγησε στην κάθαρση.

‘’Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,
όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.
...
Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,
όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.
Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα
κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα’’.

(”Κοίτα με στα μάτια’’, από τον δίσκο ‘’Ασίκικο Πουλάκη’’, 1996)

Ευθύς οι ″Δρόμοι του Αρχάγγελου’’ ανοίχτηκαν μπροστά στους ποδηλάτες στο άκουσμα:

″Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,

μ` έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,

να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι

για να θερίσει το μαργαριτάρι.’’

Δημοφιλή