Ένα ουσιαστικό βήμα για τη μείωση των λογαριασμών ρεύματος στα ευάλωτα νοικοκυριά υπόσχεται η κυβέρνηση με την υπογραφή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) για το πρόγραμμα «Απόλλων». Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που επανεκκινείται με νέο σχεδιασμό και στόχο να αξιοποιηθεί η πράσινη ενέργεια ώστε το όφελος να φτάσει άμεσα στην τσέπη των πολιτών που το έχουν περισσότερο ανάγκη.

Το πρόγραμμα «Απόλλων» στοχεύει στη μείωση του ενεργειακού κόστους για όλους τους δικαιούχους του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου Α’, αξιοποιώντας Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Με απλά λόγια, περισσότερη πράσινη ενέργεια στο σύστημα σημαίνει χαμηλότερο κόστος και μεγαλύτερη σταθερότητα στις τιμές του ρεύματος για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, υλοποιείται το πρώτο από τα δύο σκέλη του προγράμματος Απόλλων, με διευρυμένη -μάλιστα- περίμετρο δικαιούχων του προγράμματος από την αρχική εκδοχή του, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. 

Advertisement
Advertisement

Το πρόγραμμα μπαίνει σε τροχιά υλοποίησης μέσω ειδικών, ανταγωνιστικών διαγωνισμών για νέα έργα ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η ανάπτυξη αιολικών πάρκων συνολικής ισχύος 400 MW, αλλά και φωτοβολταϊκών σταθμών 200 MW με ενσωματωμένες μπαταρίες αποθήκευσης ενέργειας – ένα στοιχείο-κλειδί για τη σταθερότητα του συστήματος και τη μείωση του κόστους.

Οι διαγωνισμοί θα πραγματοποιηθούν από τη ΡΑΑΕΥ το επόμενο διάστημα, με αυστηρά χρονοδιαγράμματα: τα φωτοβολταϊκά με μπαταρία θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2027, ενώ τα αιολικά έργα έως τον Σεπτέμβριο του 2028. Παράλληλα, για να αποφευχθούν φαινόμενα συγκέντρωσης, κανένας επενδυτής δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει πάνω από το 25% της συνολικής ισχύος που δημοπρατείται.

Σημαντικό είναι επίσης ότι στον διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν μόνο «ώριμα» έργα, δηλαδή έργα που διαθέτουν ήδη Οριστική Προσφορά Σύνδεσης. Ακόμη και φωτοβολταϊκά χωρίς μπαταρία μπορούν να λάβουν μέρος, υπό την προϋπόθεση ότι, αν επιλεγούν, θα προσθέσουν υποχρεωτικά μονάδα αποθήκευσης.

Ωστόσο, εδώ ακριβώς ξεκινά και ο προβληματισμός. Τα έργα αυτά χρειάζονται χρόνια για να ολοκληρωθούν, γεγονός που σημαίνει ότι το άμεσο όφελος για τα ευάλωτα νοικοκυριά παραμένει, προς το παρόν, περισσότερο υπόσχεση παρά πραγματικότητα. Επιπλέον, η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι η αύξηση της πράσινης παραγωγής δεν μεταφράζεται πάντα αυτόματα σε χαμηλότερους λογαριασμούς για τον τελικό καταναλωτή.

Θετικό στοιχείο θεωρείται ο περιορισμός συμμετοχής κάθε επενδυτή στο 25% της δημοπρατούμενης ισχύος, ώστε να αποφευχθεί η υπερσυγκέντρωση της αγοράς. Παράλληλα, η απαίτηση τα έργα να είναι «ώριμα» και να διαθέτουν Οριστική Προσφορά Σύνδεσης μπορεί να επιταχύνει τις διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν το μοντέλο αυτό θα εξασφαλίσει τελικά χαμηλότερο κόστος ρεύματος ή αν το μεγαλύτερο όφελος θα καταλήξει –για άλλη μια φορά– στους παραγωγούς ενέργειας.

Σημαντική -αλλά επίσης μελλοντική- είναι και η επέκταση του προγράμματος σε δήμους, περιφέρειες και δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, η οποία προβλέπεται σε επόμενο στάδιο. Η εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ των τοπικών κοινωνιών, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει διαφάνεια και σαφής σύνδεση των έργων με πραγματικές μειώσεις στα τιμολόγια.