Την ώρα που η ακρίβεια ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα και η καθημερινότητα γίνεται ολοένα πιο πιεστική, οι Έλληνες κάνουν περισσότερα ταξίδια στο εξωτερικό και ξοδεύουν περισσότερα.
Η εικόνα μοιάζει αντιφατική, όμως τα στοιχεία της Visa για το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025 αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που δεν χωρά σε απλοϊκά συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, ο αριθμός των Ελλήνων που ταξίδεψαν εκτός συνόρων αυξήθηκε κατά σχεδόν 20% σε σχέση με το 2024, ενώ η συνολική δαπάνη κινήθηκε επίσης ανοδικά κατά 20%. Το καλοκαίρι αποτέλεσε την αιχμή της τάσης, τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο οι ταξιδιώτες αυξήθηκαν πάνω από 20% και οι δαπάνες κατά 25%. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ένδειξη γενικευμένης ευημερίας, αλλά για αντανάκλαση μιας βαθιάς αλλαγής στη συμπεριφορά των καταναλωτών.
Πάνω από το 80% των διασυνοριακών δαπανών των Ελλήνων πραγματοποιείται εντός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Ιταλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Τουρκία παραμένουν οι κορυφαίοι προορισμοί, επιβεβαιώνοντας ότι οι Έλληνες επιλέγουν κυρίως κοντινές, λειτουργικές και προβλέψιμες αγορές.
Την ίδια στιγμή, όμως, καταγράφεται εντυπωσιακή άνοδος σε πιο «μακρινούς» προορισμούς. Η Αίγυπτος σημείωσε αύξηση άνω του 80% στον αριθμό ταξιδιωτών, ενώ η Ιαπωνία περίπου 70%. Ακολουθούν η Αλβανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σλοβενία, δείχνοντας ότι ένα μέρος των Ελλήνων αναζητά πλέον διαφορετικές εμπειρίες, πέρα από τον παραδοσιακό ευρωπαϊκό κύκλο.
Πού και πώς ξοδεύουμε
Οι βασικές κατηγορίες δαπανών παραμένουν σταθερές: εστίαση, τρόφιμα, καταλύματα, ένδυση και λιανικό εμπόριο. Ωστόσο, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Στην Ιταλία, οι Έλληνες κατευθύνουν δυσανάλογα μεγάλο μέρος της δαπάνης σε ένδυση και αξεσουάρ, στη Γερμανία σε τρόφιμα και παντοπωλεία, στη Γαλλία σε ψυχαγωγία, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεχωρίζουν οι αγορές σε πολυκαταστήματα.
Πιο φθηνό το εξωτερικό;
Για πολλούς Έλληνες, το εξωτερικό δεν είναι απλώς ελκυστικό, είναι συχνά και πιο οικονομικό συνολικά. Όχι επειδή οι ευρωπαϊκές πόλεις έγιναν φθηνές, αλλά επειδή η Ελλάδα έγινε απρόβλεπτα ακριβή.
Στο εξωτερικό, το κόστος του ταξιδιού είναι σε μεγάλο βαθμό «κλειδωμένο»: αεροπορικά εισιτήρια, διαμονή, μετακινήσεις και πολλές φορές ακόμη και γεύματα προαγοράζονται και ελέγχονται. Στην Ελλάδα, αντίθετα, το τελικό κόστος συχνά εκτροχιάζεται μέσα από ακριβή εστίαση, μετακινήσεις, καύσιμα και χρεώσεις της τελευταίας στιγμής.
Πολλοί είναι αυτοί λοιπόν, που διαπιστώνουν ότι με τα ίδια ή και λιγότερα χρήματα, αρκετοί Έλληνες διαπιστώνουν ότι στο εξωτερικό τρώνε καλύτερα, κινούνται ευκολότερα και απολαμβάνουν πιο προβλέψιμη ποιότητα υπηρεσιών.
Διέξοδος, όχι επίδειξη
Η αύξηση των ταξιδιών και της δαπάνης δεν αναιρεί την πίεση της ακρίβειας. Την επιβεβαιώνει. Οι Έλληνες δεν ταξιδεύουν επειδή πλουτίζουν, αλλά επειδή αλλάζουν προτεραιότητες μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η καθημερινή κατανάλωση γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Το ταξίδι λειτουργεί ως διέξοδος, όχι ως επίδειξη ευημερίας.
Το συμπέρασμα όσο σκληρό ή άβολο για κάποιους είναι ένα: Όταν ο Έλληνας συγκρίνει ψύχραιμα κόστος και εμπειρία, συχνά κρίνει ότι «έξω» παίρνει περισσότερα για τα χρήματά του. Όχι γιατί η Ευρώπη έγινε φθηνή, αλλά γιατί η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τη σχέση ποιότητας–τιμής που κάποτε τη χαρακτήριζε.