Η εικόνα είναι εφιαλτική και ταυτόχρονα απολύτως προβλέψιμη: μια παλιά γέφυρα σε παράδρομο της Πέτρου Ράλλη, στον Ταύρο, να καταρρέει πάνω από καλώδια υψηλής τάσης, να παίρνει φωτιά, να κόβει τον δρόμο στα δύο και να αφήνει πίσω της μια τεράστια τρύπα. Ευτυχώς, ήταν βιομηχανική ζώνη, δεν περνούσε κανείς, δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Αν όμως αυτό το «ευτυχώς» είναι η επίσημη γραμμή του κράτους, τότε έχουμε πολύ σοβαρότερο πρόβλημα από ένα «γεφυράκι που έπεσε».

Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, μέσα από τρία ρεπορτάζ στην HuffPost, καταγράψαμε όσα οι αρμόδιοι κάνουν πως δεν βλέπουν: γέφυρες αγνώστου ηλικίας, χωρίς πλήρη φάκελο, χωρίς τακτικούς ελέγχους, χωρίς σύγχρονα συστήματα παρακολούθησης φορτίων και καταπόνησης. Μηχανικοί έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, μεταξύ τους και ο πρόεδρος συλλόγου μελετητών, που μίλησε ανοιχτά για τον «τυφλό χάρτη» των ελληνικών γεφυρών και για μια χώρα που δεν ξέρει ούτε πόσες είναι οι γέφυρές της, ούτε σε τι κατάσταση βρίσκονται.

Advertisement
Advertisement

Το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών; Καμία απάντηση. Καμία ουσιαστική δέσμευση. Μόνο σιωπή.

Την ίδια στιγμή, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί μια ενιαία, διαφανής απογραφή γεφυρών σε εθνικό επίπεδο. Μετά την τραγωδία στα Τέμπη, ακούσαμε για «μητρώα», «ψηφιακή παρακολούθηση», «αισθητήρες που θα προειδοποιούν πριν από την αστοχία». Στην πράξη, σε κρίσιμες υποδομές – όπως αυτή στον Ταύρο, με καλώδια 150.000 βολτ από κάτω – δεν έχουν τοποθετηθεί ούτε τα στοιχειώδη συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο συγκεκριμένο σημείο αναδείχθηκε και το κλασικό ελληνικό «αλαλούμ ιδιοκτησίας»: ποιος είναι υπεύθυνος για τη γέφυρα; Ο δήμος; Η περιφέρεια; Το υπουργείο; Ένας δρόμος που χρησιμοποιείται καθημερινά, μια κατασκευή αγνώστου ηλικίας, και κανείς δεν ξέρει – ή δεν παραδέχεται – ποιος είχε την ευθύνη συντήρησης.

Σε αυτό το σκηνικό, η στάση του αρμόδιου υπουργού Χρήστου Δήμα δεν είναι απλώς προβληματική. Είναι πολιτικά επιλήψιμη. Ο ίδιος εμφανίζεται πρόθυμος να κόβει κορδέλες σε νέες γέφυρες και έργα, να μιλά για «αναβαθμισμένα δίκτυα» και «ασφαλείς υποδομές». Όταν όμως μια γέφυρα καταρρέει στην καρδιά της Αττικής, μετά από επανειλημμένες δημόσιες προειδοποιήσεις για την κατάσταση του δικτύου, επιλέγει τη σιωπή.

Σιωπή για το αν είχε ελεγχθεί ποτέ η συγκεκριμένη γέφυρα.

Σιωπή για το ποιος υπέγραψε – ή δεν υπέγραψε – τη στατικότητά της.

Σιωπή για το πότε θα υπάρξει πλήρες, δημοσιοποιημένο μητρώο γεφυρών, με βαθμολογία επικινδυνότητας για κάθε μία.

Δεν είναι «ατύχημα». Είναι το αποτέλεσμα μιας διαχρονικής πολιτικής επιλογής: να μην ενοχλούνται συμφέροντα, να μην ανοίγουν φάκελοι παλιών έργων, να μην μπαίνει κανείς στον κόπο να μετρήσει, να ελέγξει, να προειδοποιήσει. Οι γέφυρες της χώρας δεν είναι αφηρημένη «υποδομή». Είναι η ασφάλεια όλων μας. Και όσο ο υπουργός συνεχίζει να σιωπά, τόσο η σιωπή του θα ηχεί σαν παραδοχή ευθύνης πάνω από κάθε ρωγμή σκυροδέματος που περιμένει την επόμενη δυνατή βροχή για να γίνει είδηση.