Τις τελευταίες μέρες ξαναφούντωσε η συζήτηση για το αν έχει θέση και με ποιους όρους, η φωνή ενός αμετανόητου καταδικασμένου τρομοκράτη σε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ. Παγκόσμιο θέμα και όχι απλά ελληνικό. Εξ άλλου δημοσιογραφικές έρευνες για τρομοκρατία, με πρωταγωνιστές ένθεν και ένθεν, έχουν δημοσιευτεί και τηλεοπτικά προβληθεί, πολλές. Ακούω τα επιχειρήματα για τη δημοσιογραφική έρευνα. Τα καταλαβαίνω. Παρ’ όλη την πολύ έντονη προϊστορία που έχουν αυτά τα καθάρματα της 17 Νοέμβρη, θεωρώ ότι είναι επιτυχία σε μια δημοσιογραφική έρευνα, που πρέπει να ψάξει όλες τις πλευρές και τις αιτίες, να έχει στην καταγραφή της κι έναν εκ των σκληρών δραστών. Από την άλλη πλευρά, ξέρω ότι κάποιοι δεν μπορούν να ακούσουν αυτή την εκδοχή, έστω με ουδέτερη προσέγγιση. Γιατί για χρόνια, τα καθάρματα της 17Ν δεν ήταν θεωρία. Ήταν καθημερινότητα, απειλή και πένθος.
Δεν θα προσποιηθώ τον ψύχραιμο παρατηρητή.
Προσωπικά έζησα τη 17 Νοέμβρη σαν κάτι που δεν το διαβάζεις στις εφημερίδες, αλλά το νιώθεις στο σβέρκο σου. Ήμουν ο δημοσιογράφος που, όσο εκείνοι ήταν ασύλληπτοι, τους έκανα κάθε μέρα αδυσώπητη δημόσια επίθεση. Σκληρή, προσωπική, αμείλικτη. Από την ραδιοφωνική μου εκπομπή «Πρωινή Γραμμή» στον ΑΝΤ1. Όχι από «ύφος». Από ανάγκη. Από αίσθημα δικαιοσύνης. Από θυμό.
Και ναι, το πλήρωσα. Με απόπειρες εναντίον μου. Μάλιστα έντονα θα μείνει στο μυαλό μου εκείνο το πρωινό, ήταν 5 τα χαράματα, τέλος Σεπτεμβρίου 1989 όταν έβγαινα από το σπίτι μου στο Ψυχικό για να πάω στο Μαρούσι στον ΑΝΤ1. Για την πρωινή ραδιοφωνική μου εκπομπή. Εμφανίζεται μία μοτοσικλέτα με δύο άντρες να φοράνε κράνη. Σταματάνε και ο ένας λέει «αυτός είναι». Ταυτόχρονα από το απέναντι πεζοδρόμιο, πίσω από ένα δέντρο, πετάχτηκε ο οδηγός του αυτοκινήτου μου. Έβαλε μια φωνή. Στο δευτερόλεπτο ο οδηγός της μηχανής μεγάλου κυβισμού, μαρσάρισε και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Χρόνια ήξερα ότι «κυκλοφορώ» ως πιθανός στόχος με αυτά που έλεγα για τα καθάρματα. Έτσι τους αποκαλούσα. Στη λίστα της Αντιτρομοκρατικής, μετά τον Αντώνη Σαμαρά που ήταν πρώτος, ήμουν — όπως μου είχαν πει — δεύτερος. Αυτό δεν είναι παράσημο. Είναι βάρος. Είναι η στιγμή που, ασυναίσθητα, μετράς εξόδους, κοιτάς καθρέφτες, αλλάζεις διαδρομές και βάζεις στο ίδιο κάδρο το επάγγελμά σου με την επιβίωσή σου.
Ο δικός μου πόλεμος εναντίον τους ξεκίνησε με μια δολοφονία που δεν ήταν «ακόμη ένα χτύπημα». Ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 τον δολοφόνησε η 17Ν.
Κι εγώ, προσωπικά, του χρωστάω την εκκίνηση της καριέρας μου στην ΕΡΤ. Ηταν τότε αναπληρωτής γενικός διευθυντής, χτύπησα την πόρτα του για να με προσλάβει και το έκανε χωρίς «ρουσφέτι». Αυτά δεν ξεπληρώνονται. Αυτά κουβαλιούνται.
Και μετά ήρθε εκείνο το άλλο χτύπημα της μοίρας. Επειδή είχα τη δημοφιλέστερη ραδιοφωνική εκπομπή τότε, την «Πρωινή Γραμμή», τα παιδιά του, η Αλεξία και ο Κωνσταντίνος, άκουσαν για τη δολοφονία του πατέρα τους από το ραδιόφωνο, από τη φωνή μου, μέσα στο πούλμαν, πηγαίνοντας σχολείο. 8:05 το πρωί. Το θυμάμαι σαν να ‘ναι τώρα. Και να ξέρετε ότι το κουβαλάω ως μία ενοχή, για την οποία δε φταίω, μέχρι σήμερα. Και κάθε φορά που βλέπω τον Κωσταντίνο, ή πιο σπάνια την Αλεξία, τους λέω «συγγνώμη» Βλέπετε, υπάρχουν ειδήσεις που δεν τελειώνουν όταν κλείνει το μικρόφωνο.
Αλλά αντιλαμβάνομαι πλήρως για τις διαμαρτυρίες τους, τα δύο παιδιά που με άκουσαν να λέω ότι τα καθάρματα της 17 Νοέμβρη πυροβόλησαν πισώπλατα τον πατέρα τους, την ώρα που πήγαινε να μπει στο ασανσερ για να ανέβει στο γραφείο του. Μετά μάθαμε ότι ο ένας ήταν ο Κουφοντίνας και ο άλλος ο Ξηρός. Τις πληροφορίες μου έδιναν στο ρεπορτάζ εκείνο το πρωινό, ο Γιώργος Αντωνίου από την αίθουσα σύνταξης, και οι δύο βασικοί μου συνεργάτες Κωστής Τσιακανίκας και Ελένη Πλαβούκου. Από τον Ευαγγελισμό που μεταφέρθηκε ο Παύλος και από την οδό Ομήρου που έγινε η δολοφονία, ζωντανές μεταδόσεις από τον Γιώργο Παντούλα.
Ο Κουφοντίνας: ο «συμπρωταγωνιστής» μιας συμμορίας τρομοκρατών
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας δεν είναι, για μένα, απλώς ένα όνομα σε δικογραφία. Είναι το πρόσωπο που συμπύκνωσε την δολοφονική αλαζονεία της βάρβαρης και απάνθρωπης «ιδεολογίας» της 17Ν. Και μη με ρωτάτε ποιάς ιδεολογίας. Ξεκίνησαν ως εκδικητές εμπλεκομένων στην δικτατόρια και κατέληξαν σε μία αδίστακτη συμμορία.
Και ο Κουφοντίνας έχει μια σκηνή σχεδόν κινηματογραφική, μόνο που εδώ δεν υπάρχει σινεμά: Στις 5 Σεπτεμβρίου 2002 παραδόθηκε μόνος του στη ΓΑΔΑ. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ μου την εποχή εκείνη, έφτασε με ταξί. Οταν παραδόθηκε είχε δηλώσει: «Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη. Όλα τέλειωσαν».Στη δίκη των μελών της οργάνωσης καταδικάστηκε σε 11 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για συμμετοχή σε 11 ανθρωποκτονίες, σε εκρήξεις, σε ληστείες και για συμμετοχή στην οργάνωση.
Μετά την παράδοσή του, αποκαλύφθηκε ότι κρυβόταν στο Αγκίστρι. Για τη σύντροφό του; Ναι: Επρόκειτο για την Αγγελική Σωτηροπούλου. Δεν την άγγιξαν, δεν την κατηγόρησαν. Είναι σαφές ότι υπήρξε διαπραγμάτευση.
Και μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και το πιο αμείλικτο στοιχείο: ο Θάνος Αξαρλιάν. 14 Ιουλίου 1992, στόχος ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάννης Παλαιοκρασσάς, αλλά νεκρός ο περαστικός, ο νέος άνθρωπος που «έτυχε να περνάει».
Αυτό είναι η 17Ν στην καθαρή της μορφή: Δεν είναι «πολιτική». Είναι αίμα. Και συχνά, αίμα τυχαίων ανθρώπων.
Θα ήταν χρήσιμο να θυμίσω εδώ, εποχές τηλεόρασης στο STAR, με την Έμη Λιβανίου δίπλα μου να ζει και εκείνη την φρικτή πραγματικότητα ενός τρομοκρατικού φαντάσματος που δεν είχε αποκαλυφθεί τελείως. Κανείς δεν ήταν βέβαιος αν είχαν ή δεν είχαν συλληφθεί όλοι. Και πάνω απ’ όλα οι περισσότεροι ήμασταν σίγουροι ότι δεν είχε αποκαλυφθεί η δεν είχαν αποκαλυφθεί, οι πολιτικοί αυτουργοί, οι πολιτικοί καθοδηγητές, οι πραγματικοί εγκέφαλοι αυτών των τρομοκρατών. Ήταν, τότε. η στιγμή που έκανα μία αναφορά στην περίφημη υπόθεση της Λουίζης Ριανκούρ, για όσους την θυμούνται. Ήταν για μία γυναίκα που η ειδησεογραφία την ενέπλεκε σε αυτή την πτυχή της δράσης της 17 Ν και η οποία μου έκανε αγωγή για πολλά εκατομμύρια ευρώ. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε σχέση με την Οργάνωση. Όλη η φρίκη της τρομοκρατικής δράσης τους, μεταφέρθηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων. «Θα δικαιωθείς, μην ανησυχείς», μου έλεγε η Έμη. Δικηγόρος μου ένας κορυφαίος ποινικολόγος, ένας απίστευτος άνθρωπος, ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος. Μέχρι σήμερα από δικηγόρος μου, είναι ένας αδερφικός μου φίλος. Ο Κωνσταντίνος κέρδισε πρωτόδικα, κέρδισε στο εφετείο, κέρδισε και στον Άρειο Πάγο.
Οι άδειες και η Βουκουρεστίου: η προκλητική εικόνα που άναψε φωτιές
Καταλαβαίνω απολύτως τους συγγενείς των θυμάτων, όταν λένε «ως εδώ». Γιατί υπάρχει και η εικόνα που, για πολλούς, ήταν σκέτη πρόκληση. Και ποιός δεν θυμάται βίντεο και τις φωτογραφίες με τον Κουφοντίνα να κυκλοφορεί στο κέντρο της Αθήνας, στη Βουκουρεστίου, ενώ είχε λάβει ολιγοήμερη άδεια από τις φυλακές. Να περνάει με ύφος 1000 καρδιναλίων και θριαμβευτή, έξω από το μαγαζί της μητέρας του Θάνου Αξαρλιάν. Προκλητικά και αμετανόητος. Εκμεταλλευόμενος άθλιους νόμους.
Αλλά δεν είναι μόνο ο νόμος. Είναι και το βίωμα. Είναι το «δεν γίνεται να τον βλέπω να περπατάει ελεύθερος, έστω και για λίγες μέρες». Είναι ανθρώπινο. Είναι δικαιολογημένο.
Το ντοκιμαντέρ του Παπαχελά και το δίλημμα που δεν είναι «καθαρό»
Σήμερα, Δεκέμβριο του 2025, η δημόσια συζήτηση αναζωπυρώθηκε λόγω του ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά για τον ΣΚΑΪ με τίτλο «17Ν: Άνοδος και πτώση», και της πληροφορίας ότι περιλαμβάνει (ή επιδιώκει να περιλάβει) συνέντευξη του Κουφοντίνα.
Υπήρξε έντονη αντίδραση από συγγενείς θυμάτων, με αιχμή ότι «δίνεται βήμα» στους δράστες.
Παράλληλα, άνοιξε και θέμα με τη χρηματοδότηση/στήριξη μέσω ΕΚΚΟΜΕΔ και τις κατηγορίες περί «λογοκρισίας» ή «παρέμβασης», με διαφορετικές αναγνώσεις από εμπλεκόμενους και φορείς.
Κι εδώ είναι που εγώ στέκομαι στη μέση, όχι για να «τα βρω», αλλά γιατί η πραγματικότητα δεν είναι ασπρόμαυρη. Δεν είναι άσπρο και μαύρο.
Ναι, η δημοσιογραφία οφείλει να ψάχνει όλες τις πλευρές. Αλλά σίγουρα όλες οι «πλευρές» δεν είναι ίσες. Η ισορροπία, για μένα, δεν είναι ανάμεσα στο παιδί ενός θύματος και στην «περιέργεια» του κοινού. Είναι ανάμεσα:
Στο δικαίωμα της κοινωνίας να καταλάβει και από την σκέψη του τρομοκράτη-δολοφόνου πώς γεννιέται το τέρας και
Στο χρέος να μη δώσεις στο τέρας σκηνή, ρόλο και δραματουργία.
Αν μπει μια τέτοια φωνή σε ντοκιμαντέρ, πρέπει να μπει δεμένη χειροπόδαρα από πλαίσιο: Αδιάκοπη αντιπαραβολή με γεγονότα, ερωτήσεις που δεν του χαρίζουν «αφήγημα», πρωταγωνιστές τα θύματα και οι συνέπειες, όχι ο δράστης και η «αυτομυθολογία» του.
Δεν το κρύβω και το είχα πει αρκετές φορές στο παρελθόν, ότι θα ήθελα να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με έναν από τους τρομοκράτες. Τον Ξηρό; Τον Κουφοντίνα; Στην προκειμένη περίπτωση ας πούμε τον Κουφοντίνα. Να είμαι μαζί με την Έμη Λιβανίου που δεν μασάει, με δύο μικρόφωνα και να πάμε να του μιλήσουμε. Αλλά να επαναλάβω τις προϋποθέσεις που αναφέρω πιο πάνω:
Αδιάκοπη αντιπαραβολή με γεγονότα, ερωτήσεις που δεν του χαρίζουν «αφήγημα», πρωταγωνιστές τα θύματα και οι συνέπειες, όχι ο δράστης και η «αυτομυθολογία» του.
Γιατί τα τωρινά γεγονότα δεν μπορώ να το δω σαν «απλό τηλεοπτικό θέμα»;
Γιατί όταν ακούω το όνομα Κουφοντίνας, δεν σκέφτομαι μόνο τον κατάδικο. Σκέφτομαι το πρωινό που δύο παιδιά άκουσαν στο πούλμαν ότι σκοτώθηκε ο πατέρας τους.
Σκέφτομαι τον Αξαρλιάν, το «παράπλευρο» θύμα που δεν έπρεπε να υπάρχει.
Σκέφτομαι θυμάτα από το χώρο της δημοσιογραφίας και της Δικαιοσύνης και της επιχειρηματικότητας.
Σκέφτομαι ότι για χρόνια κάποιοι στην δημοσιογραφική μου ομάδα, αλλά και η οικογένειά μου, ήξεραν ότι δουλεύαμε με την αίσθηση ότι υπάρχει σφαίρα κοντά στο κεφάλι μας και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου .
Και τελικά, σκέφτομαι κάτι απλό: η μνήμη δεν είναι αρχείο. Είναι ευθύνη. Και προσωπικά έχω κάθε δικαίωμα να κάνω για πρώτη φορά, αυτές τις σημερινές αναφορές, πάντως όχι εγωιστικά. Αλλά γιατί βίωσα κάποια γεγονότα από πρώτο χέρι. Για να μη μιλήσω το τί συνέβη με τον πρωτότοκο γιο μου ένα βράδυ που έλειπα εκτός Αθηνών, που το τηλεφωνικό κέντρο του ΑΝΤ1 δέχτηκε απειλή κατά της ζωής του. «Ξέρουμε που βρίσκεται ο Κουίκ. Ξέρουμε ότι είναι στις Σπέτσες. Πείτε του ότι ξέρουμε ότι και ο γιος του είναι μόνος του στην Αθήνα με έναν φίλο του στο σπίτι του. Λέει πολλά για μας…»
Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ έφεραν εσπευσμένα τον γιό μου στις Σπέτσες. Να ναι καλά ο Μανούσος…
Ίσως θα ήταν χρήσιμο να αναφέρω ότι μετά και την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, έλεγα συνέχεια από την ραδιοφωνική μου εκπομπή ότι για να σταματήσει το μακελειό της 17Ν θα έπρέπε να γίνει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για να ληφθούν συμφωνημένα μέτρα προκειμένου να εξαρθρωθεί αυτή η τρομοκρατική οργάνωση. Είχαμε τότε κυβέρνηση Ζολώτα.
Ένα πρωινό με φώναξε στο γραφείο του στη Βουλή ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κωσταντίνος Μητσοτάκης. Για να μου πει από κοντά ότι συμφωνεί.
Τις επόμενες μέρες με φώναξε και στον Περισσό ο Χαρίλαος Φλωράκης. Δεν είχε αντίρρηση στην πρόταση μου. Αλλά μου είπε κάτι το οποίο κρατώ στη μνήμη μου: « Πως γίνεται, φίλε Τέρενς, όταν εμάς μας κυνηγούσαν και κρυβόμασταν και μας είχαν στην παρανομία, πώς μας βρίσκανε στο άψε σβήσε, μας πιάνανε και μας στέλνανε εκεί που μας στέλνανε; Πώς γίνεται τώρα να μη μπορούν να πιάσουν αυτούς τρομοκράτες; Δεν θα σου πω εγώ γιατί. Σκέψου το».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, εποχή μετά το Χέρτφιλντ, έστειλε στο γραφείο μου στον ΑΝΤ1, τον Τηλέμαχο Χυτήρη. Όπως μου είπε είχε εντολή να έρθει να με ρωτήσει τί έχω στο μυαλό μου με την πρόταση αυτή. Και του εξήγησα ότι θα έπρεπε να υπάρχουν συντονισμένες διακομματικές ενέργειες για την σύλληψη των τρομοκρατών, όπως ακριβώς έγινε και στην Ιταλία μετά από την δολοφονία του Άλντο Μόρο. Δεν κάναμε άλλη κουβέντα. Ο Τηλέμαχος με ευχαρίστησε και έφυγε.
Η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών δεν έγινε ποτέ…
ΥΓ.: Θεωρώ τελείως αποπροσανατολιστικό να τίθεται θέμα και να γίνεται ολόκληρη συζήτηση για το αν θα έπαιρνε η δεν θα έπαιρνε, αν πήρε η έκοψαν «λογοκριτικά» την επιδότηση την κρατική σε αυτό το ντοκιμαντέρ.
Επίσης στην HuffPost, την πιό ανεξάρτητη ψηφιακή εφημερίδα, καταχωρίσαμε και είναι και τώρα καταχωρημένη, η απάντηση που έδωσε ο συνάδελφος Αλέξης Παπαχελάς στην χθεσινοβραδινή του παρέμβαση στο Σκάι.
Πάντως σαν επίλογο θέλω να αναφέρω αυτό ακριβώς που γράφει επάνω σε ένα κομμάτι πέτρας, στον λιτό και απέριττο τάφο του Παύλου Μπακογιάννη στο Καρπενήσι: «Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».