Δικογραφία για βιασμό σχηματίστηκε σε βάρος 26χρονου μετά από καταγγελία της γυναίκας, που εργάζεται ως στρίπερ σε κατάστημα στο Φαληράκι της Ρόδου.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της «δημοκρατικής», ο 26χρονος, υπήκοος Αλβανίας, εργάζεται ως αρτοποιός σε ξενοδοχειακή μονάδα και προσήχθη από αστυνομικούς της ΟΠΚΕ μετά την καταγγελία της στρίπερ. Λόγω παρέλευσης του αυτοφώρου δεν υπήρξε σύλληψη, ωστόσο σχηματίστηκε δικογραφία.

Advertisement
Advertisement

Η 39χρονη ομοεθνής του κατέθεσε πως οι δύο τους είχαν γνωριστεί επιφανειακά από την περσινή σεζόν και τον τελευταίο καιρό αντάλλασσαν μηνύματα μέσω εφαρμογής επικοινωνίας.
Ο άνδρας, όπως αναφέρει η γυναίκα, επέμεινε σε κατ’ ιδίαν συνάντηση. Τελικά, τα ξημερώματα Κυριακής συμφώνησαν να συναντηθούν, ενώ αργότερα μετέβησαν σε παραλία της ανατολικής Ρόδου και εν συνεχεία, παρά τις αντιρρήσεις της, σε κατάλυμα όπου διαμένει προσωπικό εποχικής εργασίας: Όπως υποστήριξε, εκείνος έστριψε το αυτοκίνητο και την οδήγησε στο δωμάτιό του, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν θα συμβεί τίποτα. Αφού της πρότεινε να κάνει ντους, κάθισαν μαζί και εκείνη παρατήρησε γυναικεία αντικείμενα στο μπάνιο, γεγονός που την ανησύχησε.

Όπως περιέγραψε στις αρχές, ενώ αρχικά η συμπεριφορά του ήταν τρυφερή, στη συνέχεια εξελίχθηκε σε βίαιη και την εξανάγκασε σε σεξουαλική πράξη, παρά τις αντιρρήσεις της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της άσκησε σωματική βία, την άρπαξε από τον λαιμό και τα μαλλιά, την ύβρισε και την ακινητοποίησε για να ολοκληρώσει την πράξη. Η ίδια περιέγραψε ότι ένιωσε τρόμο, ότι έπαθε κρίση πανικού και ότι προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμη ώστε να αποφύγει χειρότερη βία.

Αργότερα, κατάφερε να αποχωρήσει, ωστόσο ο 26χρονος επέμεινε να τη συνοδεύσει πίσω στη Ρόδο. Στη διαδρομή, όπως κατέθεσε, εκείνος της κρατούσε το χέρι και της ζητούσε να τον ξανασυναντήσει, ενώ σε κάποια στιγμή σταμάτησε σε περιοχή κοντά στα Κοσκινού, ζητώντας της «μια αγκαλιά». Η ίδια αρνήθηκε και επέμεινε να επιστρέψει σπίτι της. Όταν έφτασαν, εκείνος την πήρε αγκαλιά πριν την αφήσει, ενώ αργότερα της έστελνε μηνύματα με τρυφερούς χαρακτηρισμούς. Η νεαρή γυναίκα δήλωσε ότι φοβήθηκε για τη ζωή της, διέγραψε την εφαρμογή επικοινωνίας και δεν μίλησε σε κανέναν. Το βράδυ εκμυστηρεύτηκε το περιστατικό σε γειτόνισσά της, ενώ το επόμενο πρωί, όταν είδε τον ίδιο να την περιμένει ξανά έξω από το κατάστημα όπου εργάζεται, αισθάνθηκε ότι απειλείται. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι εκείνος είχε παραβιάσει το αυτοκίνητό της, αφήνοντας στο κάθισμα τρόφιμα, και στη συνέχεια την ακολούθησε με το δικό του όχημα σε δρόμους της πόλης, μέχρι που εκείνη άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε κατευθείαν στην Αστυνομία.

Στην κατάθεσή της, η γυναίκα υπογράμμισε ότι σε όλη τη διάρκεια των πράξεων δεν υπήρξε συναίνεση, ότι αρνήθηκε ρητά, ότι δέχθηκε σωματική βία και ότι φοβήθηκε πως ο νεαρός θα μπορούσε να της προκαλέσει σοβαρό κακό. Ο 26χρονος αρνείται τις αποδιδόμενες πράξεις. Ισχυρίζεται ότι η επαφή ήταν συναινετική, δηλώνει ότι έχει αναπτύξει έντονα συναισθήματα για τη γυναίκα και υποστηρίζει ότι την περίμενε έξω από το κατάστημα στις 07:00 «για να της δώσει πρωινό», ένα κρουασάν.