Την ώρα που ο Κώστας Θεοφίλου αποχαιρετά με λυγμούς τα 450 πρόβατά του στο Μικρό Μοναστήρι Θεσσαλονίκης, λόγω κρούσματος ευλογιάς, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει οριστικά μία από τις σπανιότερες και ιστορικότερες αυτόχθονες φυλές προβάτου: τη φυλή Ρουμλουκιού, που εκτρέφεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στο κοπάδι του. Και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο όπου μετράμε πόσες ελληνικές φυλές προβάτων έχουμε και πόσες χάνουμε.

Η Ελλάδα θεωρείται «θερμοκήπιο» γενετικών πόρων στα αιγοπρόβατα. Στη βιβλιογραφία και στα εθνικά προγράμματα αναφέρονται πάνω από 25 ελληνικές αυτόχθονες ή τοπικές φυλές προβάτων. Από το Χιώτικο και το Σκοπέλι, μέχρι το Καραγκούνικο, το Σφακίων, το Καλαρρύτικο, το Αγρινίου κ.ά.

Advertisement
Advertisement

Πολλές από αυτές είναι χαρακτηρισμένες ως «απειλούμενες» ή «σε κίνδυνο εγκατάλειψης» και εντάσσονται σε ειδικά μέτρα της ΚΑΠ για τη διατήρηση αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων, με επιδοτήσεις σε κτηνοτρόφους που τις κρατούν ζωντανές.

Πίσω από τους αριθμούς όμως, κρύβεται μια πραγματικότητα που δεν χωρά σε excel: κάθε φορά που κλείνει ένα μαντρί με σπάνια φυλή, δεν χάνεται μόνο εισόδημα. Χάνεται ένα κομμάτι ιστορίας, γνώσης, προσαρμογής στο ελληνικό τοπίο. Ένας ζωντανός «κώδικας» που δεν αντιγράφεται.

Γιατί η φυλή Ρουμλουκιού θεωρείται ιστορική

Η φυλή προβάτων Ρουμλουκιού είναι από τις παλαιότερες πεδινές φυλές της Μακεδονίας. Πήρε το όνομά της από την ιστορική περιοχή Ρουμλούκι, στα πεδινά της Ημαθίας, την περιοχή του παλιού Γιδά, σημερινής Αλεξάνδρειας.

Σύμφωνα με ειδικές μελέτες, η φυλή φαίνεται να δημιουργήθηκε από διασταυρώσεις ντόπιων πεδινών προβάτων με ζώα που έφερναν Αλβανοί νομάδες κτηνοτρόφοι (Γκέγκηδες) οι οποίοι διαχείμαζαν στην περιοχή. Είναι ζώα μεσαίου μεγέθους, καλά προσαρμοσμένα στις πεδινές συνθήκες, με αντοχή, καλή γαλακτοπαραγωγή σε εκτατικά συστήματα και μαλλί που για δεκαετίες τροφοδοτούσε τοπική υφαντουργία.

Σήμερα η φυλή χαρακτηρίζεται ως «σπανιότερη αυτόχθονη φυλή προβάτων της χώρας», με τον βασικό – και ουσιαστικά τελευταίο – πληθυσμό της να βρίσκεται στο Μικρό Μοναστήρι. Η θανάτωση των 450 ζώων, λόγω των πρωτοκόλλων για την ευλογιά, δεν σημαίνει απλώς την οικονομική καταστροφή ενός κτηνοτρόφου. Ανοίγει τον δρόμο για τον οριστικό αφανισμό μιας ολόκληρης φυλής, εφόσον δεν υπάρξει άμεσο σχέδιο διάσωσης, τράπεζα γενετικού υλικού ή σπερματέγχυσης και ανασύσταση πληθυσμού.

Όταν το κοπάδι είναι οικογένεια

Στο βίντεο από το Μικρό Μοναστήρι, ο Κώστας Θεοφίλου δεν μοιάζει με άνθρωπο που «απλώς χάνει παραγωγή». Σκύβει, αγγίζει τα ζώα ένα ένα, τα φωνάζει με το μικρό τους όνομα. Δεν είναι σκηνοθεσία. Είναι η καθημερινότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας όπως δεν τη βλέπουμε ποτέ στα χαρτιά των υπουργείων. Για έναν τσομπάνη, το κοπάδι είναι ημερολόγιο ζωής:

Advertisement

Μετράει τον χρόνο με τις γέννες, θυμάται τα παιδιά του «πόσο είχαν ψηλώσει τότε που γεννήθηκε εκείνη η προβατίνα», ξέρει ποιο ζώο είναι φοβικό, ποιο είναι πεισματάρικο, ποιο θα έρθει πρώτο στο κάλεσμα.

Τα πρόβατα της Ρουμλουκιού δεν είναι «μονάδες παραγωγής». Είναι ζώα με τα οποία ο κτηνοτρόφος μοιράζεται βροχές, χιόνια, χρέη, χαρές και αγωνίες. Όταν τα βλέπει να φορτώνονται για θανάτωση, νιώθει ότι χάνει κομμάτι από την ίδια του τη μνήμη. Γι’ αυτό και η είδηση ότι ο ίδιος νοσηλεύεται με συμπτώματα εγκεφαλικού, λίγες ώρες μετά τον αποχαιρετισμό, δεν μοιάζει τυχαία.

Όχι άλλο «μετά θα το δούμε» για τις αυτόχθονες φυλές

Η υπόθεση του κοπαδιού στο Μικρό Μοναστήρι φωτίζει όλες τις ρωγμές:

Advertisement

Την αδυναμία του κράτους να κινηθεί έγκαιρα για τη διατήρηση σπάνιων φυλών,

Τις καθυστερήσεις στη δημιουργία τραπεζών γενετικού υλικού,

Την έλλειψη συντονισμού ανάμεσα σε κτηνιατρικές υπηρεσίες, ερευνητές και αγρότες.

Advertisement

Την ίδια στιγμή που η ΕΕ επιδοτεί τη διατήρηση απειλούμενων αυτόχθονων φυλών, στην πράξη οι κτηνοτρόφοι νιώθουν μόνοι μπροστά στην ευλογιά, τη γραφειοκρατία και τις αποζημιώσεις που αργούν. Αν η ιστορία της φυλής Ρουμλουκιού κλείσει εδώ, θα είναι ένα ακόμη «μάθημα» που η ελληνική πολιτεία θα θυμηθεί μόνο στην επόμενη κρίση.