Ζούμε σε μια περίοδο όπου η πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται μόνο από τα γεγονότα, αλλά από το ποια γεγονότα προβάλλονται και πώς. Η παντοδυναμία των επιλεκτικών ειδήσεων, μέσα από ένα μιντιακό σύστημα που λειτουργεί ως φίλτρο και όχι ως καθρέφτης της κοινωνίας, καθορίζει το κλίμα πριν ακόμη ξεκινήσει οποιαδήποτε πολιτική σύγκρουση. Στην περίπτωση του αγροτικού κινήματος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν αναλάβει έναν κρίσιμο ρόλο: να περιορίσουν το πρόβλημα, να απονευρώσουν τα αιτήματα και να παρουσιάσουν τη σύγκρουση όχι ως κοινωνική ανάγκη, αλλά ως «ενόχληση».

Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι εμφανίζονται συχνά ως μια μικρή, σχεδόν γραφική ομάδα που «κλείνει δρόμους», «ταλαιπωρεί την αγορά» ή «αντιστέκεται στον εκσυγχρονισμό». Σπάνια ακούγεται η πλήρης εικόνα της οικονομικής ασφυξίας, της εγκατάλειψης της υπαίθρου, της αδυναμίας επιβίωσης. Αυτή η επιλεκτική προβολή δεν είναι ουδέτερη· είναι το προπαρασκευαστικό έδαφος πάνω στο οποίο το κράτος χτίζει τη στρατηγική του.

Advertisement
Advertisement

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επέστρεψα από ένα τριήμερο όπου συνομίλησα εκτενώς με αγρότες και κτηνοτρόφους, σε μπλόκα, χωριά και χώρους συλλογικών συζητήσεων. Εκεί, μακριά από τα τηλεοπτικά πάνελ, διαπιστώνει κανείς κάτι πολύ διαφορετικό: βαθιά γνώση των προβλημάτων, έντονη ανησυχία για το μέλλον και έναν εσωτερικό διχασμό για το πώς πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας.

Υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι «πρέπει να πάμε σε διάλογο». Το παρουσιάζουν ως ρεαλιστική επιλογή, ως υπεύθυνη στάση, ακόμη και ως χρυσή ευκαιρία να κερδηθεί κάτι πριν χαθεί οριστικά η δυναμική. Και πράγματι, αντικειμενικά, αυτή είναι μια στιγμή όπου θα μπορούσαν να αποσπαστούν κατακτήσεις. Το αγροτικό ζήτημα είναι ανοιχτό, η κοινωνία, παρά την επιλεκτική ενημέρωση, δείχνει κατανόηση και η πίεση προς την κυβέρνηση είναι υπαρκτή.

Όμως εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται η πραγματική ισχύς του παντοδύναμου κράτους. Όχι μόνο μέσα από τους μηχανισμούς καταστολής, αλλά μέσα από την εμπειρία του στη διαχείριση κρίσεων. Το λεγόμενο Plan B του Χρυσοχοΐδη δεν αφορά απλώς την αστυνομική παρέμβαση. Είναι μια συνολική στρατηγική: πρώτα μιντιακή απομόνωση, μετά οικονομική και ψυχολογική φθορά, έπειτα «διάλογος» με επιλεγμένους συνομιλητές και, αν χρειαστεί, ποινικοποίηση και καταστολή.

Ο διάλογος αυτός δεν διεξάγεται σε συνθήκες ισοτιμίας. Γίνεται όταν το κίνημα έχει ήδη πιεστεί, όταν κάποιοι έχουν κουραστεί και άλλοι φοβούνται ότι «δεν αντέχουν άλλο». Γίνεται με σαφή μηνύματα προς τα έξω ότι «η κυβέρνηση θέλει λύσεις», ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζεται το έδαφος για να φορτωθεί η ευθύνη της αποτυχίας στους ίδιους τους αγρότες.

Το κράτος γνωρίζει ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ του. Μπορεί να αφήσει τους ανθρώπους της παραγωγής να χάνουν εισόδημα μέρα με τη μέρα, να στρέφεται σταδιακά η κοινή γνώμη εναντίον τους, με τη βοήθεια των επιλεκτικών ειδήσεων, και να περιμένει τη φυσική φθορά. Έτσι κερδίζονται οι κρίσεις: όχι με μία κίνηση, αλλά με υπομονή και σχέδιο.

Το πιο οξύμωρο είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει πραγματική δυνατότητα να κερδηθούν πράγματα. Ακριβώς γι’ αυτό ενεργοποιούνται όλοι οι μηχανισμοί αποσυμπίεσης και ελέγχου. Όποιος πιστεύει ότι ο διάλογος, όπως τίθεται σήμερα, είναι ουδέτερος ή καλοπροαίρετος, υποτιμά τη δύναμη ενός κράτους που έχει μάθει να αφήνει τα κινήματα να «χάνουν μόνα τους».

Το αγροτικό κίνημα δεν απειλείται επειδή διεκδικεί, ούτε επειδή συγκρούεται. Απειλείται όταν εγκλωβίζεται σε αφηγήματα που άλλοι κατασκευάζουν γι’ αυτό, όταν πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει παίζοντας με τους όρους ενός συστήματος που έχει ήδη αποφασίσει το πλαίσιο. Και η ιστορία δείχνει πως, απέναντι σε ένα παντοδύναμο κράτος και μια ελεγχόμενη ενημέρωση, οι μισές επιλογές και οι εύκολοι συμβιβασμοί οδηγούν συνήθως σε ολόκληρες ήττες.