Η Κρήτη ήταν πάντα ένας τόπος υπερηφάνειας αλλά και υπερβολής. Νησί της λεβεντιάς, αλλά και της αντιπαλότητας. Από τα χρόνια με τις βεντέτες και τους οικογενειακούς καημούς ως τις σύγχρονες τοπικές «φατρίες» που χωρίζουν χωριά, παρέες και καφενεία, φαίνεται πως το νησί δεν έχει ξεφύγει από το ίδιο παλιό μοτίβο: ο διχασμός φοράει πια καινούργια ρούχα, αλλά είναι ο ίδιος άνθρωπος.
Το πρόσφατο φονικό επεισόδιο με τους «Καργάκηδες» και τους «Φραγκιαδάκηδες» στα Βορίζια δεν είναι τίποτε άλλο από μια μικρογραφία του ελληνικού μας δράματος. Όχι γιατί συνέβη κάτι νέο, αλλά γιατί για άλλη μια φορά η πολιτεία και οι θεσμοί σιωπούν και η σιωπή αυτή είναι εκκωφαντική.
Ενώ η κοινωνία βλέπει μπροστά της να εκτυλίσσεται ένα σκηνικό ντροπής, με δολοφονίες, απειλές, εκφοβισμούς, ρεβάνς και χωριά που χωρίζονται στα δύο, οι υπεύθυνοι παρακολουθούν «μην τυχόν και δυσαρεστήσουν κανέναν».
Η Κρήτη, όμως, δεν είναι ένα οποιοδήποτε μέρος. Είναι μια κοινωνία που κάποτε δίδαξε αντίσταση και αλληλεγγύη. Στα χρόνια της Κατοχής έδωσε μαθήματα ενότητας, κι ας πεινούσε. Τώρα, μέσα σε έναν κόσμο που βράζει από μικρότητες, μοιάζει να ξεχνά πως η λεβεντιά δεν είναι μόνο να σηκώνεις όπλο, αλλά να κατεβάζεις εγωισμό.
Όταν λέμε πως «τα Βορίζια έχουν γίνει Ζαπορίζια», δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο. Μιλάμε για το γεγονός ότι ένα μικρό κρητικό χωριό μπορεί να μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη, σαν την Ουκρανία. Όχι με όπλα και πυραύλους, αλλά με 9ρια πιστόλια, καλάσνικοφ, μίση και μια μόνιμη διάθεση να «δικαιωθεί» ο καθένας, έστω κι αν το χωριό καεί.
Η κυβέρνηση, που σπεύδει να επιδείξει «μηδενική ανοχή» όταν πρόκειται για φτωχούς και ανώνυμους, κάνει πως δεν βλέπει όταν η ανομία έχει επίθετο, σόι και ψήφους. Ο νόμος εφαρμόζεται με ζυγαριά: βαριά για τον απλό πολίτη, ελαφριά για τον «γνωστό» -τον «δικό μας»- με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να φτάσουμε σε αυτό το τραγικό διπλό φονικό.
Οι υπουργοί σιωπούν, οι βουλευτές χαμογελούν στα πανηγύρια, και οι τοπικοί παράγοντες προτιμούν να «μην μπλέξουν». Κανείς δεν θέλει να χάσει ψήφους και όλοι θέλουν να διατηρήσουν ισορροπίες, ακόμη κι αν αυτές χτίζονται πάνω σε αίμα και φόβο.
Η αστυνομία, από την άλλη, εμφανίζεται μόνο όταν είναι πια αργά. Περιπολίες «για το θεαθήναι», ανακοινώσεις για «έρευνες που συνεχίζονται» και μια διαρκής υπόσχεση ότι «το κράτος είναι παρόν». Μα πού είναι παρόν; Στα χωριά που οι άνθρωποι κοιμούνται με τον φόβο, ή στα δελτία Τύπου που γράφονται από τα γραφεία της Περιφέρειας; Η αδράνεια έχει γίνει καθεστώς, και η συνενοχή ρουτίνα.
Τα Βορίζια έχουν γίνει Ζαπορίζια, όχι γιατί «τσι παίξανε», αλλά γιατί πέφτουν οι μάσκες. Πίσω από τη βιτρίνα της «περήφανης Κρήτης» κρύβεται μια κοινωνία που ανέχεται τη βία, τη μικρότητα και το ρουσφέτι. Κι ένα πολιτικό σύστημα που όχι μόνο δεν την αποθαρρύνει, αλλά τη συντηρεί γιατί αποδίδει. Η ανοχή έχει γίνει πολιτική και η υποκρισία, επίσημη στάση.
Όμως η ευθύνη δεν είναι μόνο των άλλων. Είναι και δική μας. Κάθε φορά που δικαιολογούμε την παρανομία «επειδή έτσι είναι τα πράγματα», κάθε φορά που σιωπούμε για να μη χαλάσουμε σχέσεις ή να μη βγούμε «εκτός τόπου», γινόμαστε μέρος του προβλήματος. Η Κρήτη δεν χρειάζεται άλλους ήρωες χρειάζεται ευσυνείδητους πολίτες. Ανθρώπους που θα πουν το αυτονόητο: ότι η βία, η απειλή, ο εκβιασμός και η σιωπή δεν είναι παράδοση, είναι ντροπή.
Αν συνεχίσουμε έτσι, τα χωριά μας θα γίνουν μικρές εμπόλεμες ζώνες χωρίς αιτία. Θα μείνουν μονάχα τρύπιες ταμπέλες στις εισόδους των χωριών από τις μπαλοθιές, ταμπέλες με ονόματα και μνήμες ανθρώπων που κάποτε ένιωθαν υπερήφανοι που ήταν Κρητικοί. Η λεβεντιά, αν έχει ακόμα νόημα, δεν μετριέται με όπλα και απειλές, αλλά με το θάρρος να σταθείς απέναντι στην αδικία ακόμη κι αν αυτή φοράει γνωστό επώνυμο.
Η Κρήτη έχει δώσει στο παρελθόν μαθήματα ελευθερίας. Ήρθε η ώρα να δώσει κι ένα μάθημα ωριμότητας. Να αποδείξει πως μπορεί να ξεπεράσει το παλιό της τραύμα – τη βεντέτα, την ιδιοκτησία της τιμής, τον φόβο της σύγκρουσης με το «σόι». Γιατί αν δεν το κάνει, τότε τα Βορίζια, τα Ζωνιανά, τα Ανώγεια και κάθε χωριό αυτού του νησιού, θα μείνουν για πάντα εγκλωβισμένα ανάμεσα στο θρύλο και την κατάρα.
Και τότε, η Κρήτη θα πάψει να είναι η γη των λεβέντηδων θα γίνει η γη των φοβισμένων.
Η κοινωνία μας χρειάζεται επιτέλους μια αποτοξίνωση από το μικρό και το προσωπικό. Χρειάζεται να ξαναθυμηθούμε πως ο αντίπαλος δεν είναι ο διπλανός μας, αλλά η νοοτροπία που μας κρατάει στάσιμους. Δεν υπάρχει «Καργάκης» και «Φραγκιαδάκης», υπάρχει ο Κρητικός που αγαπά τον τόπο του και θέλει να τον δει καλύτερο.
Αν συνεχίσουμε να μετατρέπουμε κάθε διαφωνία σε πόλεμο χαρακωμάτων, τότε τα Βορίζια και κάθε χωριό αυτού του τόπου θα είναι μια «μικρή Ζαπορίζια», θα μοιάζει με πεδίο μάχης. Κι αυτό θα είναι η πιο θλιβερή ήττα μιας γης που γεννήθηκε για την ελευθερία, όχι για την έχθρα.