Οι ορμονικές μεταβολές της εμμηνόπαυσης μπορούν να τροφοδοτήσουν αυτοκτονικές σκέψεις, μια κρίση που τα συστήματα υγείας συχνά δεν αναγνωρίζουν ούτε αντιμετωπίζουν επαρκώς. Αυτή η οδυνηρή σύνδεση αναδείχθηκε καθαρά σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήσαμε με την ομάδα.
Στη μελέτη, πήραμε συνεντεύξεις από 42 γυναίκες που, κατά την περιεμμηνόπαυση ή την εμμηνόπαυση, βίωσαν αυτοκτονικό ιδεασμό ή συμπεριφορές. Από τις αφηγήσεις τους προέκυψε ένα ανησυχητικό μοτίβο: Αντί για ορμονική θεραπεία υποκατάστασης (HRT), πολλές λάμβαναν αντικαταθλιπτικά, παρότι οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για την εμμηνόπαυση ξεκαθαρίζουν πως τα αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να αποτελούν θεραπεία πρώτης γραμμής για χαμηλή διάθεση που σχετίζεται με ορμονικές αλλαγές.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξήθηκαν στις γυναίκες 45–55 ετών, δηλαδή ακριβώς στην περίοδο που οι περισσότερες περνούν την εμμηνοπαυσιακή μετάβαση. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος των ορμονών σε αυτή την κρίση ψυχικής υγείας παραμένει σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο.
Οι συμμετέχουσες περιέγραψαν έντονη απόγνωση και αίσθημα παγίδευσης. Όπως είπε μια γυναίκα: «Ποιο το νόημα να ζω; Τι έχω να προσφέρω; Δεν μου έχει μείνει τίποτα. Γιατί υπάρχω ακόμη;» Η περιεμμηνοπαυσιακή κατάθλιψη που περιέγραψαν ξεπερνούσε κατά πολύ την απλή κακή διάθεση: συντριπτική κόπωση, αίσθηση μηδενικής αξίας και ενοχές ότι αποτελούν βάρος για τους κοντινούς τους ανθρώπους. Πολλές αναρωτήθηκαν αν η ζωή τους έχει πλέον νόημα.
Ένα τυφλό σημείο στην περίθαλψη
Η έρευνα ανέδειξε σοβαρά κενά γνώσης και φροντίδας. Πολλές γυναίκες αντιμετώπισαν μεγάλες καθυστερήσεις μέχρι να λάβουν κατάλληλη HRT και έλαβαν λανθασμένες διαγνώσεις. Δεν ήταν λίγες όσες είπαν ότι οι γιατροί τους δεν είχαν βασική κατανόηση της επίδρασης των ορμονών στην ψυχική υγεία. Ακόμη και όταν οι ίδιες ζητούσαν ορμονική αγωγή, μερικές απορρίπτονταν λόγω αυστηρής και συχνά άκαμπτης ερμηνείας των κατευθυντηρίων γραμμών. Παράλληλα, τα αντικαταθλιπτικά φαίνεται να συνταγογραφούνται δυσανάλογα συχνά σε γυναίκες, κάτι που, σε ορισμένες περιπτώσεις της μελέτης, επιδείνωσε αντί να ανακουφίσει τα συμπτώματα.
Η εμμηνόπαυση δεν εκτυλίσσεται σε κενό. Στη μέση ηλικία, πολλές γυναίκες «ζογκλάρουν» φροντίδα εξαρτώμενων, επαγγελματικές απαιτήσεις και οικιακές υποχρεώσεις. Αυτά τα φορτία προστίθενται στις βιολογικές μεταβολές, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα σωματικής και ψυχικής καταπόνησης. Έχει πλέον αναγνωριστεί ότι οι επιπτώσεις μπορεί να αγγίξουν την εργασία, τις σχέσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και την ικανότητα λήψης αποφάσεων. Εναλλαγές διάθεσης, άγχος, «ομίχλη εγκεφάλου», εξάψεις και βαθιά θλίψη μπορεί να είναι παραλυτικές κι όμως συχνά παρεξηγούνται ή υποτιμώνται.

Αυτή η απαξίωση δεν είναι καινούργια: η παλιά, μισογυνιστική ετικέτα της «υστερίας» χρησιμοποιήθηκε ιστορικά για να παθολογικοποιήσει τα συναισθήματα των γυναικών και να δικαιολογήσει ακραίες παρεμβάσεις. Ο όρος εξέλιπε, όμως το αποτύπωμά του παραμένει στον τρόπο που η ορμονική οδύνη συχνά απορρίπτεται ως υπερβολή.
Υπάρχουν, ωστόσο, θετικές ενδείξεις. Το 2021, ανεξάρτητη έκθεση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου κατέθεσε δέκα προτάσεις για στήριξη των γυναικών στην εμμηνόπαυση στον χώρο εργασίας και ευρύτερα, ενώ τον Νοέμβριο του 2024 επικαιροποιήθηκαν κατευθυντήριες γραμμές ώστε να συνιστούν ψυχολογική υποστήριξη για περιπτώσεις πρώιμης εμμηνόπαυσης. Παρ’ όλα αυτά, ο αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας για γυναίκες μέσης ηλικίας παραμένει υποφωτισμένος στις σχετικές οδηγίες, ένα κενό που απαιτεί άμεση κάλυψη.
Πολλές από τις γυναίκες που συμμετείχαν ανέφεραν θεαματική βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης και υποχώρηση των αυτοκτονικών σκέψεων όταν έλαβαν έγκαιρη HRT και βρέθηκαν απέναντι σε επαγγελματίες που τις άκουσαν πραγματικά. Κάποιες μίλησαν για μια ζωή που, μετά από χρόνια, έγινε ξανά υποφερτή.
Φυσικά, δεν ωφελούνται όλες από την ορμονική υποκατάσταση. Όλες, όμως, δικαιούνται έλεγχο ορμονών και όπου ενδείκνυται, πρόσβαση σε θεραπευτικές επιλογές. Η απόφαση πρέπει να είναι δική τους: ενημερωμένη, υποστηριγμένη και με σεβασμό.
Η σιωπή γύρω από την ψυχική υγεία στην εμμηνόπαυση έχει παρατραβήξει. Είναι ώρα οι υπηρεσίες υγείας να αναγνωρίσουν το πρόβλημα ως αυτό που πραγματικά είναι: ζήτημα ζωής και θανάτου.
ΠΗΓΗ: The Conversation